Ηπιότητα, γαλήνη, απόλυτη αφοσίωση, ενδόμυχη μητρική στοργή και αγάπη εμπνέει η φορητή εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας. Αυτή φιλοτεχνήθηκε «δια χειρός Δημητρίου Αντωνοπούλου», γνωστού αειμνήστου μαρουσιώτη αγιογράφου, και φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος – Σαγματά Θηβών.
Μέσα σε μιαν απόλυτη μυστηριακή σιωπή, η μεγάλη Μητέρα κρατεί στην αγκαλιά της το Θεάνθρωπο Λόγο. Είναι τόσο απλή μέσα στα χρώματά της. Αυτά απαλά, χωρίς να προκαλούν, ουδέτερα, κλείνουν μάλλον προς το φαιώδες. Ο ζωγράφος επιζητεί όχι να προκαλέσει, παρέχοντας μιαν απόσταση ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο αλλά να δημιουργήσει μια προσέγγιση του ανθρώπου προς το Θεό. Αυτό τον προσελκύει.
Ο χρωστήρας του δεν προκαλεί χρωματικά. Θυμίζει όμως με τη σκιαγράφηση της εικόνας ότι το θείο επιζητεί όχι την εξωτερική μεγαλοπρέπεια, το εντυπωσιακό θάμπωμα αλλά την εσωτερικότητα, τη βαρύτητα της διάθεσης του πιστού στην ευμενή επιθυμία της ολόψυχης προσφοράς του για τη μεταφορά του αιτήματός του προς Εκείνη και τη μεσολάβησή της προς τον Κτίστην των πάντων.
Έτοιμη ν’ αποδεχτεί με κεκλιμένο το κεφάλι της μέσα στο λευκό κεφαλόδεσμό της τη μεσολάβησή της στο αίτημα του πιστού προς τον Υιό της, που η κίνησή του δηλώνει: Ποιο είναι το αίτημα, ενώ με το άλλο χέρι Του έχει κυκλώσει τον τράχηλό της.
Αναλογίζομαι, πόσο θα είχε μελετήσει ο αγιογράφος τους θεομητορικούς ύμνους προς τη Μεγάλη Βασίλισσα των Ουρανών, την Παντοβασίλισσα Γλυκοφιλούσα. Το βλέπει κανείς στην άδηλη κίνηση των μορφών της εικόνας κι αν αυτή δε γίνεται κραυγαλέα, βοά όμως με τη στατικότητά της και την απέραντη, υποβόσκουσα κινητική βουλητική ενέργεια.
Η εμφάνιση της Θεομήτορος με το Θείο Υιό της σε υπεριδεώδη μορφή περιβάλλεται από υπερπραγματικές ατομικές μοναδικές χωρίς άλλες μιμήσεις κινητικές καταστάσεις.
(Σημείωση. Δεν υπάρχει εδώ η ηγεμονική παρουσία της Παναγίας π.χ. της Μαρουσιώτισσας «το Ρόδον το Αμάραντον» με το στάχυ, όπως έχουμε γράψει και κατά το παρελθόν, ενδείξεις της πλούσιας παραγωγής των γεωργικών προϊόντων του Μαρουσιού. Οι εικόνες προσαρμόζονται και στις παραγγελίες των κατοίκων ή στη λιτή ζωή του μοναχισμού. Στην Παναγία τη Γλυκοφιλούσα η ύλη υποτάχτηκε στο πνεύμα. Η Παναγία η Μαρουσιώτισσα, αναζωγραφισμένη από άγνωστο αγιογράφο από απλή, λιτή μοναστική γίνεται επιβλητικά αρχοντική. Και στα δύο έργα εμφανίζεται έντονα η διαφορά ανάμεσα στον πνευματικό και υλικό κόσμο. Η τέχνη της αγιογραφίας εκφραστική και πλήρης βαθέων νοημάτων δεν απευθύνεται μόνο στο αίσθημα αλλά πρωτίστως στο πνεύμα. Δεν παρέχεται μια στιγμιαία παροδική εντύπωση αλλά ένας βαθύτερος εντυπωσιασμός, που ανακινεί τα εσώτερα ελατήρια της κεκτημένης πίστης, ως μοχλός από το ίδωμα των εικονικών μορφών).
Ο τύπος του καθιερωμένου ξανθού Ναζωραίου στον Αντωνόπουλο αντικαθίσταται από τον καστανόθωρο με κυματοειδείς βοστρύχους και με ρεμβώδεις οφθαλμούς παίδα. Διακρίνεται μια μελαγχολία του ρομαντισμού του 19ου αιώνα στην απόδοση των μορφών. Όμως η βαθύτερη ιδέα του συμπλέγματος του Χριστού και της Παναγίας, η αδρότητα των χαρακτηριστικών, «το μεγαλόφθαλμον» ζωηρό του τύπου της πλήρους χάριτος μητέρας (= matris gratias plenae) δηλώνουν ψυχική ένταση. Οι οφθαλμοί αμυγδαλωτοί και η ρις είναι επιμήκης για την όσφρηση της πνευματικής οσμής της αφθαρσίας κατά τον σπουδαίο θεολόγο ερμηνευτή Ειρηναίο.
Ατενίζουν τα Θεία Πρόσωπα το μέλλον, κρύβουν μια ρωμαλέα διορατικότητα, που αποδίδεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και δηλώνει ηγεμονική φροντίδα και υψηλή ευγένεια.
Πάντως το καστανόχρωμα του χρωστήρα δεσπόζει και στα ενδύματα του Χριστού, ενώ το σκούρο γκριζογάλανο ιμάτιο της Παναγίας με τα δύο σταυρόδεικτα ανθέμια πάνω στον κεφαλόδεσμο και το ωμικό πτυχώνουν την αμφίεση. Η φωτοσκίαση κυριαρχεί και αναδεικνύει το σύνολο στις λεπτομέρειές του.
Ο μεγάλος φωτοστέφανος, που τους περιβάλλει, έχει φυσικά και εδώ το νόημά του. Είναι η ιερότητα. Είναι σύμβολο του ήλιου. Αυτός εδώ εξουδετερώνεται από την έκφραση των θείων μορφών. Άλλωστε η καταγωγή του βρίσκεται στην Αίγυπτο. Εκεί τον βρίσκουμε στις τοιχογραφίες. Έπειτα τον βλέπουμε στο Βουδισμό. Από την Ανατολή μεταδόθηκε στη Ρώμη. Κατ’ αρχήν πρώτα περιέβαλε το κεφάλι του αυτοκράτορα Τραϊανού. Στη θρησκευτική τέχνη είναι απαραίτητος για να δηλωθεί η απεικόνιση των Αγίων. Έχει δε στην Ορθοδοξία βαθύτερη έννοια. Υπάρχουν όμως και απεικονίσεις αγιογράφων, που ο Χριστός, η Θεοτόκος και τα άλλα πρόσωπα εμφανίζονται χωρίς φωτοστέφανο. Όσο για τη μεγαλογράμματη γραφή Ο- Ω- Ν (= ο υπάρχων) είναι το διακριτικό γνώρισμα των πρώτων αγιογράφων.
Για τούτο θεωρώ πως ο αγιογράφος έχει μελετήσει πολύ τη ζωγραφική των φορητών εικόνων. Έτσι με το έργο του «Παναγία η Γλυκοφιλούσα» ξεπέρασε τα όρια του χρόνου και ύψωσε την ενσάρκωση του άχρονου Λόγου στο Χρόνο.
Ζούμπερι, Καλοκαίρι 2014