Στα παραπάνω κείμενα η μικρή ανάμειξη Δημοτικής – Καθαρεύουσας ήταν αναμενόμενη. Είχαν γραφεί το 1964, το πρώτο έτος της σπουδαίας Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης, που εμπνεύστηκαν και υλοποίησαν οι Λουκής Ακρίτας και Ευάγγελος Παπανούτσος, εκτός των άλλων και με την καθιέρωση της Δημοτικής και στις τρεις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Προέχει βέβαια η ομορφιά της εφηβείας, της ηλικίας των υψηλών ιδανικών, που αποκαλύπτει η γραφή των μαθητριών.
«…Για να γίνει η παιδεία μας ανθρώπινη…»
Σε αντίθεση με τις μαθήτριες του Ραλλείου Γυμνασίου, ο δεκατετράχρονος που τις «ακολούθησε», «επανέρχεται» όπως ήταν το 1981, με το συλλογισμένο, ευγενικό του πρόσωπο. Και ίσως να τον αδίκησα, γιατί δεν θυμάμαι να τον επαίνεσα για την εύστοχη έκφραση «παιδεία ανθρώπινη», για το ωραίο επίθετο ανθρώπινη που, παρά την ηλικία του, είχε κατανοήσει και εντάξει στην έκθεσή του:
«…Πολλοί προσπάθησαν να τροποποιήσουν το παιδαγωγικό σύστημα, όπως ο Δελμούζος και άλλοι. Όταν κατάφεραν ν’ αλλάξουν κάτι, αυτό χάθηκε γρήγορα, με αποτέλεσμα η εκπαίδευσή μας να μην παρουσιάζει μια ριζική μεταμόρφωση. Έτσι, χρέος της γενιάς μας είναι να καταφέρει να δημιουργήσει το ιδανικό σχολείο, το σχολείο που θ’ αγαπιέται από τα παιδιά. Βέβαια, στην περίπτωσή μας αυτό δεν είναι εύκολο, μιας και δεν υπάρχουν χρήματα και κτίρια.
…Οι καθηγητές θα μπορούσαν να φέρονται πιο ευγενικά, δηλαδή να σέβονται τη θέση του παιδιού. Ύστερα ο δάσκαλος θα ήθελα να κάνει το μάθημα κάπως έτσι: εκτός από την εξέταση και την παράδοση, να αναθέτει στα παιδιά ομαδικές εργασίες, πχ. Να ζωγραφίσουν ένα χάρτη της Ευρώπης, ώστε να διασκεδάζουνε, να κάνουνε μια συλλογική δουλειά και να μαθαίνουνε καλά το μάθημα… Άλλη μια ιδέα θα ήταν, πχ. πάλι στη Γεωγραφία, ο δάσκαλος να υποδεικνύει στα παιδιά, κατά σειρά, να μιλήσουν για μια πόλη, από αυτές που μάθαμε. Μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν θα γινόταν η συνηθισμένη στεγνή εξέταση, αλλά μια σύντομη και σωστή εξέταση όλων των παιδιών της τάξεως.
Έξω από το μάθημα, καθεμιά τάξη θα μπορούσε να οργανώνει εκπαιδευτικές επισκέψεις σε μέρη ενδιαφέροντα και όχι όπου έχουμε πάει χίλιες φορές, όπως το Πολεμικό Μουσείο κλπ.
…Επίσης θα ήταν ωραίο, ο καθηγητής να μας κάνει μάθημα πχ. Στο Λυκαβηττό, ένα Σάββατο, με περιεχόμενο φιλολογικό, ή από τη Φυτολογία ή ακόμα με συζητήσεις για διάφορα προβλήματα. Εκτός απ’ αυτά η τάξη έπρεπε να είναι ανθρώπινη, με βαμμένους τοίχους, ζωγραφιές και αφίσες.
Δύσκολο, βέβαια, να γίνουν όλα αυτά. Χρειάζεται συνείδηση από μέρους όλων μας. Επίσης, όλοι, καθηγητές και μαθητές, έχουν καθήκον να καταβάλουν μια μεγάλη προσπάθεια, για να γίνει η παιδεία μας ανθρώπινη».
Άρης, Β’ τάξη,
26ο Γυμνάσιο Αθηνών, 1981
«Να δίνεται ελευθερία λόγου στο μαθητή, άσχετα με το αν αυτό που θα πει είναι λάθος Ή σωστό»
Βασικά ίδιο το θέμα των παραπάνω εκθέσεων είχε δοθεί και σε λύκειο, στο οποίο δεν υπηρετούσα, η δε επόμενη μαθήτρια έτυχε να μου εμπιστευτεί αντίγραφο των σκέψεών της. Το διακριτικό τους γνώρισμα, συγκριτικά με όσες μεταφέραμε, ήταν η έντονη επιθυμία για ελευθερία της έκφρασης και μέσα στη σχολική κοινότητα.
Οι τρεις μαθήτριες του σημερινού σημειώματος είχαν την αυτή ηλικία, αλλά στην κοινωνική ατμόσφαιρα του 1964 έγραφαν τα παιδιά του πειραϊκού γυμνασίου και από το 1981 προέρχεται η έκθεση, που ακολουθεί. Η διάχυτη αίσθηση ελευθερίας, μετά την πτώση της δικτατορίας, διαμόρφωνε το εύλογο αίτημα για ένα σχολείο με δημοκρατικό προσανατολισμό.
Ανάγλυφη προβάλλει η εικόνα «του ιδανικού καθηγητή» στο μαθητικό κείμενο. Μεταξύ των άλλων:
«…Ο ιδανικός καθηγητής είναι εκείνος, που δεν θα στήνει τον εξεταζόμενο, σαν να πηγαίνει σε κρεμάλα, μπροστά σ’ ένα χάρτη, σ’ ένα πίνακα, σ’ ένα θρανίο, μ’ ένα τετράδιο στο χέρι να παπαγαλίζει· αλλά θα τον φέρει στην κατάλληλη ψυχική κατάσταση, ώστε χωρίς φόβο, αγωνία και άγχος, που μας χαρακτηρίζουν, να πει άνετα το μάθημα.
Αυτός ο καθηγητής θα είναι όχι απλώς αγαπητός, αλλά ίσως ένας καλός φίλος, ένας εκπαιδευτικός που θα κατορθώσει να μορφώσει τα παιδιά, σπάζοντας την παράδοση του υπερβολικού σεβασμού, που συνήθως απαιτούν οι περισσότεροι, δημιουργώντας γύρω τους έναν άσχημο, αξεπέραστο κλοιό.
…Με μεγάλο παράπονο δηλώνω ότι οι καθηγητές, που μας καταλαβαίνουν, συζητάνε μαζί μας και μας βοηθάνε στη λύση των προβλημάτων μας, είναι πολύ λίγοι. Οι πολλοί ενδιαφέρονται για το πώς θα κάνουνε το μάθημά τους, αγνοώντας την ψυχική διάθεση των παιδιών… Είναι σίγουρο ότι αν υπήρχαν εκπαιδευτικοί, που να συνδύαζαν εκτεταμένη γνώση και προσπάθεια επικοινωνίας με τους μαθητές και τις μαθήτριές τους, το σχολείο θα ήταν καλύτερο, απαλλαγμένο από τη βαθμομανία και το κυνήγι των πρωτείων, με αποτέλεσμα οι νέοι άνθρωποι να αποτελούσαν θετικότερα στοιχεία για την κοινωνία.
…Η τάξη είναι από τους λίγους χώρους, όπου το άτομο νιώθει την ανάγκη να μιλήσει, να εκφραστεί, να πει την άποψή του για οποιοδήποτε θέμα, χωρίς να φοβάται μήπως επακολουθήσουν επιπτώσεις. Ο ιδανικός μαθηγητής δίνει ελευθερία λόγου στο μαθητή, άσχετα με το αν αυτό που θα πει είναι λάθος ή σωστό.
…Ίσως εμείς, η νέα γενιά, κατορθώσουμε να πραγματοποιήσουμε αυτό το όνειρο της δημιουργίας ενός καθηγητή – συμβούλου, για να αποφευχθεί η σημερινή εικόνα των σχολείων, που προκαλεί ακόμη και σοβαρές αρνητικές αντιδράσεις των μαθητών».
Αντιγόνη 14 Απριλίου 1981,
Α’ τάξη, 7ο Γενικό Λύκειο Αθηνών