Για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου υπήρξαν δύο ερεθίσματα. Το πρώτο έχει σχέση με την τοποθέτηση νέου προσώπου στη θέση του Διευθυντή Ανθρωπίνου Δυναμικού και Οργάνωσης της Τράπεζας της Ελλάδος. Το δεύτερο αφορά τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, που ενισχύουν την άποψη των στελεχών του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πλέει πλησίστιος προς την εξουσία. Με αφορμή λοιπόν την υπόθεση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρνει να καταλάβει την εξουσία στις αρχές του επόμενου έτους, λόγω μη εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας, έκανα κάποιες σκέψεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά μιας Αριστερής πολιτικής στην Τράπεζα της Ελλάδος, από μια Αριστερή κυβέρνηση. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι δεν αναφέρομαι στη νομισματική πολιτική, που καθορίζεται από την ΕΚΤ και είναι δεδομένη, αλλά στην πολιτική άσκησης του management.
Ας αρχίσουμε όμως την ανάλυσή μας από το γεγονός της τοποθέτησης νέας Διευθύντριας Προσωπικού. Ευθύς, αμέσως προκύπτουν δύο βασικά ερωτήματα; Γιατί ο Διοικητής της τράπεζας αισθάνθηκε την ανάγκη να αλλάξει το προηγούμενο στέλεχος και να τοποθετήσει νέο πρόσωπο σ’ αυτή τη νευραλγική θέση; Και επιπλέον βάσει ποιών κριτηρίων έκανε τη συγκεκριμένη επιλογή; Για να απαντηθούν αυτά τα καίρια ερωτήματα πρέπει να καταλάβουμε τη φύση και τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος Τράπεζα της Ελλάδος.
Όπως έχω αναφέρει και σε άλλα κείμενά μου στο παρελθόν, η Τράπεζα της Ελλάδος είναι μία από τις ισχυρότερες συντεχνίες της χώρας. Έτσι, όπως και κάθε συντεχνία, κατανοεί τον εαυτό της στην αλληλεγγύη των μελών της και την αδιαφορία για τους εκτός αυτής. Με άλλα λόγια η Τράπεζα της Ελλάδος αποκτά συλλογική ταυτότητα που προσδιορίζει και την ατομική των μελών της μέσα από τη φλογερή υποκειμενική επιθυμία των κέντρων εξουσίας (Διοίκηση, Διευθυντές, ΣΥΤΕ), αλλά και των απλών υπαλλήλων της να υπερασπίσουν σθεναρά τα συμφέροντά τους. Αυτό έχει ως συνέπεια να έχει διαμορφωθεί διαχρονικά μια ομόθυμη συλλογική συνείδηση και ταυτόχρονα μια αρρωστημένη φοβία απέναντι σε κάθε είδους εσωτερική σύγκρουση και εξωτερική επέμβαση, που θα μπορούσε να καταλήξει σε αλλαγή του ευνοϊκού status quo. Ο συγκεκριμένος όμως τρόπος σκέψης και δράσης, που είναι ο ίδιος σ’ όλα τα κλειστά συστήματα, εμποδίζει τη συνείδηση των ατόμων ν’ ανοίξει και να χειραφετηθεί έναντι του συνόλου, ακρωτηριάζοντας ταυτόχρονα την ευθύνη και το αίσθημα δικαίου και οδηγώντας στην επικράτηση καθεστώτων αδιαφάνειας, αναξιοκρατίας, ευνοιοκρατίας και ρουσφετολογίας και επιπλέον στη διαμόρφωση ατόμων με ήθος πονηρό, πλάγιο και δουλοπρεπές.
Πιο αναλυτικά, στο επίπεδο των συντεχνιακών προσωπικών συμπεριφορών στην Τράπεζα της Ελλάδος όλα ξεκινάνε από την τοποθέτηση της Διοίκησης. Η επιλογή της δεν γίνεται μέσω διαφανών διαδικασιών (π.χ. διεθνής διαγωνισμός για την πλήρωση των θέσεων), αλλά μέσα από πελατειακές – ναρκισσιστικές σχέσεις αλληλεξάρτησης με ισχυρά πολιτικά πρόσωπα του κυβερνώντος Κόμματος. Μετά την τοποθέτησή της η Διοίκηση, εκτός από τη στρατηγική της Τράπεζας στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, διαμορφώνει και μια δεύτερη στρατηγική ιδιοτελούς φύσης, η οποία έχει ως πρώτη προτεραιότητα τη διατήρηση και κυρίως την προοπτική παραμονής της σε εξουσιαστικούς θώκους και στο μέλλον. Ο συγκεκριμένος στόχος επιτυγχάνεται μέσω δημοσίων και κυρίως ιδιωτικών σχέσεων και την τήρηση ισορροπιών με τα πολιτικά, επιχειρηματικά, δημοσιογραφικά και συνδικαλιστικά κέντρα ισχύος, από τα οποία εξαρτάται η εξουσιαστική της δυναμική. Η Διοίκηση, για να εδραιώσει την εξουσία της και κυρίως τη μελλοντική εξουσιαστική της δυναμική, επιλέγει -πολλές φορές και με την υπόδειξη των παραπάνω κέντρων ισχύος- τους δικούς της ανθρώπους (συμβούλους, διευθυντές, κ.τ.λ.), ως το «alter ego» της, μέσω επίσης πελατειακών – ναρκισσιστικών σχέσεων αλληλεξάρτησης. Στη συνέχεια οι τελευταίοι με τη σειρά τους, για να εδραιώσουν την εξουσία τους, επιλέγουν για τις θέσεις ευθύνης -πολλές φορές εκτός των άλλων και με την υπόδειξη ισχυρών συνδικαλιστών- τους δικούς τους ανθρώπους, ως το alter ego τους, μέσω επίσης πελατειακών – ναρκισσιστικών σχέσεων αλληλεξάρτησης. Η προηγηθείσα ανάλυση των διαφορετικών ιεραρχικών επιπέδων αλληλεξάρτησης νομίζω ότι απαντά στα τεθέντα δύο βασικά ερωτήματα στην αρχή του κειμένου για το πρόσωπο του Διευθυντή Προσωπικού της Τράπεζας.