«Γι’αυτά πολεμήσαμε…»
Στρατηγός Μακρυγιάννης
Και την ολύμπια γαλήνη στα μουσεία ταράζουν οι σειρήνες του πολέμου την 7η πρωινή ώρα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Αλλά έχουσι γνώσιν οι φύλακες…
Η Αρχαιολογική Υπηρεσία αναλαμβάνει το επώδυνο καθήκον να καταστρέψει το μουσειακό έργο γενεών αρχαιολόγων. Δηλαδή αποφασίζεται η διάλυση των μουσείων, η απόκρυψη ή και η ταφή των εκθεμάτων, διότι κινδυνεύουν από ενδεχόμενους βομβαρδισμούς ή τη διαρπαγή, εάν τελικώς η Ελλάδα ηττηθεί. Την 11η Νοεμβρίου 1940, το Υπουργείο Παιδείας αποστέλλει εγκύκλιο στους εφόρους των μουσείων της επικράτειας, με τις οδηγίες, που πρέπει να τηρούνται, για την πραγματοποίηση αυτού του δυσκολότατου έργου προστασίας. Ταυτόχρονα συγκροτούνται επιτροπές απόκρυψης και ασφάλισης, με συντονιστή τον Γεώργιο Οικονόμο, καθηγητή της Αρχαιολογίας και Γενικό Γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Στην κινητοποίηση συμμετέχουν εκτός των αρχαιολόγων, ανδρών και γυναικών, δικαστικοί, ειδικοί επιστήμονες, γλύπτες, οι φύλακες αρχαιοτήτων, λίγοι τεχνίτες της υπηρεσίας, εργάτες ακόμη και ορισμένοι ξένοι ή εκτός υπηρεσίας Έλληνες αρχαιολόγοι. Το βιβλίο του Βασιλείου Χ. Πετράκου, εφόρου αρχαιοτήτων ε.τ. και ακαδημαϊκού, υπό τον τίτλο «Τα Αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944», στη βάση κατά κύριο λόγο των αρχείων της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, προσφέρει σφαιρική και λεπτομερή πληροφόρηση σχετική με την υπεύθυνη αντιμετώπιση εκείνου του σοβαρότατου προβλήματος της δεκαετίας του 1940.
Όταν οι Ναζί καταλαμβάνουν την Ελλάδα, ο πλούτος των μουσείων είναι ασφαλής
α) Η ταφή και η απόκρυψη των αρχαίων
Χωρίς να υποτιμάται η πανελλήνια προσπάθεια διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι γεγονός ότι αναλογεί το μεγαλύτερο βάρος της στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και ακολουθεί το τότε όχι μεγάλο, αλλά σημαντικότατο Μουσείο της Ακρόπολης.
Για την ταφή των μεγάλων αγαλμάτων, ορειχάλκινων ή μαρμάρινων, σκάβονται δάπεδα και κάτω απ’ αυτά ανοίγονται μεγάλοι λάκκοι: στο παλαιό κτίριο του Εθνικού Μουσείου, στην αίθουσα του Παρθενώνα του Μουσείου της Ακρόπολης, στην αυλή του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών. Επίσης ανοίγονται λάκκοι πίσω από μνημεία του Κεραμεικού, καθώς και στη νέα αίθουσα του Μουσείου Πειραιώς, με τα πολυτιμότερα γλυπτά του να θάβονται στον βαθύ αγωγό της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου, έξω από το κτίριο. Εξάλλου, για τα αρχαία του Μουσείου της Ακρόπολης, εκτός από τον μεγάλο λάκκο που ανοίχτηκε στον εσωτερικό χώρο του κτιρίου, χρησιμοποιήθηκαν ως καταφύγια φύλαξης η σπηλιά της Εννεακρούνου, κάτω από την Πνύκα, η λεγόμενη φυλακή του Σωκράτη, στο λόφο του Φιλοπάππου, οι κρύπτες της πύλης του Μουσείου και της αυλής, καθώς και φρεατοειδή ανοίγματα στη βόρεια πλευρά του Παρθενώνα, που σφραγίστηκαν με πλάκες μπετόν αρμέ.
Ο δελφικός Ηνίοχος, χωρισμένος σε δύο τμήματα, θα εξασφαλιστεί κατ’ αρχήν στους δύο λαξευτούς τάφους του κήπου του μουσείου και μπροστά από το βάθρο του πραξιτέλειου Ερμή της Ολυμπίας η τάφρος ταφής έχει βάθος τεσσάρων μέτρων και μεγάλη έκταση. Στο ίδιο μουσείο -σύμφωνα με την εξαιρετική έκθεση φύλαξης των γλυπτών του- μπροστά από τα κτιστά βάθρα των αετωμάτων και της Νίκης του Παιωνίου, κατασκευάζονται ισχυροί τοίχοι σε σχήμα σχάρας, δηλαδή υψώνονται συμπλέγματα, που συναποτελούν κορμοί κυπαρισσιών, σε οριζόντια και κάθετη διάταξη. Την εξωτερική πλευρά τους καλύπτουν τσιμεντόσακοι με άμμο και στο μεγάλο κενό, μεταξύ των τοίχων της αίθουσας και των «εσχαροτοίχων», τοποθετούνται τα γλυπτά, ξανά ανάμεσα σε συσκευασμένη άμμο, ενώ προληπτικά μέτρα εξασφαλίζουν την ισορροπία τους από κάθε πιθανό κίνδυνο.
Το εξαιρετικό διασωστικό έργο της Ολυμπίας συντονίζει, επικεφαλής μιας σπουδαίας ομάδας, ο Έφορος Πατρών Φοίβος Σταυρόπουλος, ενώ στην Αθήνα πρωτοστάτησαν στη μεγάλη προσπάθεια να σωθούν τα κειμήλια του Εθνικού Αρχαιολογικού και του Μουσείου της Ακρόπολης οι αρχαιολόγοι Χρήστος Καρούζος, Σέμνη Παπασπυρίδη – Καρούζου και Γιάννης Μηλιάδης, άνθρωποι – λειτουργοί υψηλού επιστημονικού ήθους και βαθιάς πνευματικής καλλιέργειας. Επαναλαμβάνουμε, ωστόσο, ότι το έργο σωτηρίας ήταν συλλογικό και η Σέμνη Καρούζου, περιγράφοντας μια σκηνή εργασίας, ετίμησε αντικειμενικά και απλά όλους εκείνους που συνέβαλαν στην επιτυχία ενός μεγάλου σκοπού: «Φρόντισε (ο Μηλιάδης) για να μεταφερθούν μερικά από τα εξαίρετα έργα σε κρυψώνες έξω από το Μουσείο… Τον είδαμε τότε και να εμψυχώνει τους υπαλλήλους και εργάτες με καλά λόγια για το ακατάλυτο της ελληνικής φυλής» (Από τη μονογραφία για τον Γιάννη Μηλιάδη, που υπογράφει ο Γιάννης Παπακώστας). Εξάλλου η αυτή ευσυνειδησία προστάτεψε αποτελεσματικά τα εκθέματα όλων των ελληνικών μουσείων.
β) Ο τρόπος (η συσκευασία) φύλαξης των αγαλμάτων.
Με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κατά περίπτωση, προφυλάχτηκαν τα αγάλματα, πριν οδηγηθούν στους χώρους απόκρυψης. Χαρακτηριστικά, προκαλεί ικανοποίηση η πρέπουσα πρόνοια για την προστασία της όλης όψης του πραξιτέλειου Ερμή που, όπως είναι γνωστό, έχει τη στιλπνότητα νεανικής, ζωντανής επιδερμίδας, το δώρο του παριανού μαρμάρου και του μεγάλου Αθηναίου καλλιτέχνη. Τώρα το θαυμαστό άγαλμα τοποθετείται σε ειδικό κιβώτιο φύλαξης, με αδιάβροχο πισσόχαρτο να επενδύει τις εσωτερικές πλευρές του και με κάθε φροντίδα για την ισορροπία του μέσα στην τάφρο, αλλά και για την αποφυγή της υγρασίας. Στο όρυγμα διοχετεύει αέρα ένας σωλήνας, που ξεκινά από κρυμμένη οπή της πλάκας σφράγισης, για την κατασκευή της δε έχει «επιστρατευθεί» σιδηροπαγές σκυροκονίαμα.
Και τα μεγάλα χάλκινα αγάλματα του Εθνικού Μουσείου τοποθετήθηκαν, με αδιάβροχα περιτυλίγματα, σε κιβώτια πισσαρισμένα εξωτερικά και εσωτερικά, για να μην εισχωρήσει υγρασία. Στα υπόγεια του νέου κτιρίου μεταφέρθηκαν τα περισσότερα γλυπτά και, μέσα σε μεγάλους λάκκους, σκεπάστηκαν με στεγνή άμμο από τα λατομεία του Ψυχικού, ενώ άλλα, σε πενήντα επτά κιβώτια, φυλάχτηκαν στις σπηλιές της Εννεακρούνου και του Φιλοπάππου, μαζί με τα κιβώτια του Εθνικού Μουσείου.