Οι Έλληνες αρχαιολόγοι επί Κατοχής
Ανάγλυφο προβάλλει το ήθος των Ελλήνων αρχαιολόγων και των συνεργατών τους στο έργο σωτηρίας, που επιτέλεσαν. Δεν παρακάμπτουμε ωστόσο, και άλλες όψεις της προσφοράς τους, ηθικής και αρχαιολογικής.
Το αρχαιολογικό ζεύγος Χρήστου και Σέμνης Καρούζου, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, όχι μόνο έχει διακριθεί κατά την κινητοποίηση διάσωσης των αρχαίων, αλλά και τάσσεται στην πρώτη γραμμή της διαμαρτυρίας των Ελλήνων του πνεύματος εναντίον του Άξονα. Όπως πολλοί Αθηναίοι, ο Χρήστος Καρούζος συγκλονίζεται την 27η Απριλίου 1941, παρακολουθώντας από το σπίτι του την επέλαση των Γερμανών στην Αθήνα, με τα «φλάμπουρα του βασιλιά να προβαίνουν της κόλασης», σύμφωνα με ένα στίχο του Δάντη. Τη στιγμή εκείνη δηλώνει πώς αντιδρά, σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», της 16ης Ιουνίου 1945: «…Έστειλα στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο την παραίτησή μου από μέλος του… έπρεπε να τους κοπεί η ελπίδα… να μας λερώσουν όλους με “αθώες” προτάσεις ειρηνικής και πολιτιστικής συνεργασίας». Και η σύζυγός του παραιτείται από το Ινστιτούτο, η δε σαφής στάση τους εναντίον του κατακτητή, μοναδική στον κύκλο τους και επικίνδυνη, αντιμετωπίζεται με σπάνιο ανθρωπισμό από τον τότε Επιτετραμμένο της Γερμανίας στην Ελλάδα. Φωτεινές εξαιρέσεις πάντοτε υπάρχουν.
Ενώπιον άλλου προβλήματος οι Έλληνες αρχαιολόγοι τήρησαν και πάλι υπεύθυνη στάση. Ήταν σταθερή η άρνησή τους να υποχωρήσουν στις επανειλημμένες πιέσεις για την αποκάλυψη των μουσειακών εκθεμάτων και την επανέκθεσή τους, με πρώτο επιχείρημα των Γερμανών ότι κατά τη μακρά φύλαξη θα υποστούν φθορές (1941 και 1942).
Ουδεμία αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου λειτουργούσε ως εκθεσιακός χώρος κατά την Κατοχή. Το επιβλητικό κτίριο στέγαζε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, όπως Κεντρικό Ταχυδρομείο, ενώ σε άλλα μουσεία είχαν παραμείνει δευτερεύουσας σημασίας ευρήματα. Το γεγονός ότι οι στρατιωτικοί αρχαιολόγοι δεν επέβαλαν δια της βίας την πλήρη επαναλειτουργία των μουσείων -με εξαίρεση το Μουσείο Κεραμεικού- μολονότι είχαν τη δυνατότητα, τελικώς οφειλόταν μάλλον στο απαιτούμενο μεγάλο οικονομικό κόστος και όχι στην ευρεία ερμηνεία της γραμμής Βερολίνου για σεβασμό των ελληνικών αρχαιοτήτων. Αυτή δε η γραμμή ήταν απόρροια μιας ακόμη παρανοϊκής φαντασίωσης του δικτάτορα, ότι πρέσβευε τις αξίες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού· και γνωρίζουμε κατά πόσο αυτό ίσχυε.
Πάντως οι αρχαιολόγοι, όπως ο Γιάννης Μηλιάδης, Διευθυντής του Μουσείου Ακροπόλεως και ο Νικόλαος Πλάτων, στην Κρήτη, ήταν αντιμέτωποι με την απαξιωτική στάση των Γερμανών συναδέλφων τους και με την αδιαφορία των αρχών Κατοχής κατά τις συνεχείς παρεμβάσεις τους προς την κατεύθυνση σεβασμού των αρχαιοτήτων. Διώξεις ανέμεναν τον Ν. Πλάτωνα μετά τις έγγραφες καταγγελίες του για την αιφνιδιαστική καταστροφή του μινωικού βασιλικού τάφου των Ισοπάλων στην Κρήτη και δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την ανατίναξη του λαβυρίνθου της Γόρτυνας.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’40, οι αρχαιολόγοι μας βρίσκονταν σε συνεχή εγρήγορση. Ήταν φρουροί της προγονικής και οικουμενικής κληρονομιάς, λόγω και έργω, με την πικρία ότι οι προσπάθειές τους να μένουν αλώβητοι οι αρχαιολογικοί τόποι ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία, από δυνάστες, που επέβλεπαν ομαδικά εγκλήματα και ανέχονταν κατάφωρες αυθαιρεσίες, ενώ αρκετοί από αυτούς είχαν στην τσέπη τους διαλόγους του Πλάτωνα…
Αφιέρωση
Πατριωτισμός είναι και η υπεράσπιση της Τέχνης. Γιατί πατρίδα είναι και τα έργα της τέχνης της. Όταν διέτρεξαν μεγάλο κίνδυνο στην Ελλάδα, τα διέσωσαν οι Έλληνες και Ελληνίδες αρχαιολόγοι. Με τη δύναμη του πατριωτισμού και του θαυμασμού τους για την τέχνη, πραγματοποίησαν «Έναν αντιστασιακό άθλο», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Γ. Πετρή (Περιοδ. Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 76-77, 1961).
Προς το τέλος του παρόντος κειμένου, παραθέτουμε ένα απόσπασμα θαυμάσιας, ανεπανάληπτης ομιλίας του Γιώργου Σεφέρη, σαν μια πρέπουσα αφιέρωση στην ελληνική αρχαιολογική οικογένεια, που τα πάντα προσέφερε στους δύσκολους καιρούς. Άλλωστε, ο σεφερικός λόγος υπογραμμίζει τη διαρκή ανάγκη όχι αυτοεξυμνούμενου, αλλά σεμνού, έμπρακτου πατριωτισμού· όπως ήταν ο αρχαιολογικός πατριωτισμός των ετών 1940-1944.
Ο και διπλωμάτης μεγάλος ποιητής συμμεριζόταν την επί Κατοχής εξορία της νόμιμης ελληνικής κυβέρνησης στην Αίγυπτο και ήταν πολύ ανήσυχος, επειδή οι Έλληνες του υπηρεσιακού του περιβάλλοντος και τότε δεν στέκονταν στο ύψος των περιστάσεων – όπως διαβάζουμε στις τότε ημερολογιακές σημειώσεις του. Πρέπει αυτός να ήταν ο βαθύτερος λόγος που τον ώθησε, το 1943 στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια, να παρουσιάσει έναν «στέρεο» πατριώτη, «Έναν Έλληνα – Τον Μακρυγιάννη»· επιτελώντας συνάμα το χρέος του προς εκείνον που ήταν δάσκαλος και σύντροφος στις λύπες και στις χαρές του. Ο βαθύτατα καλλιεργημένος Σεφέρης μίλησε σε ομογενείς «αποφοίτους» των εκεί σχολείων, στους εξόριστους Έλληνες αξιωματούχους -και σε κάθε Έλληνα ανεξαρτήτως χρόνου. Ακολουθεί το εξαιρετικό απόσπασμα, που αρμόζει «στη μαχητική γενιά» των Ελλήνων αρχαιολόγων, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό τους από το Μανόλη Ανδρόνικο. Έγραψε ο Μακρυγιάννης:
«…Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα. Αυτά, (τα αγάλματα) και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε» (Β΄ 303).
«Καταλαβαίνετε (συνεχίζει ο ποιητής)… μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές: “Γι’ αυτά πολεμήσαμε” (!). Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου. Γιατί μόνο σε τέτοια αισθήματα μπορεί να ριζώσει και να ανθίσει η μόρφωση του Γένους».
…Και η προκοπή του, θα προσθέταμε με ταπεινοσύνη.
Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη
φιλόλογος