Στη θράκα φέρε κι άπλωσε, κόρη μου, το ρεβύθι˙
Απόψε παιδιά μου θα σας πω όμορφο παραμύθι,
Για να σιμώσει η φαμελιά˙ φέρτε ψωμί απ’ το ράφι
Θρούμπες ελιές απ’ το Σωρό και λάδι απ’ το Ντράφι.
Όλ’ αγριεύει ο καιρός νιφάδες βλέπ’ ανάρια
Παραμονές Χριστούγεννα φτάνουν τα καλκαντζάρια.
Είμαστε όλοι τώρα δω˙ ν’ αρχίσω με το τόπι
Το χρυσαφένιο του πασά, τις λίρες στο κατόπι.
Ελάστε, ζέστα έχουμε στο σπίτι, Καλησπέρα,
Το κούτσουρο καίγεται δαδί, φλέσιουρο απ’ την ξέρα.
Και αρχινώ: Μία φορά κι έναν καιρό πολλά χρόνια περάσαν, ήτονε ένας τούρκος πασάς με πλάκα τα γαλόνια. Ήτονε πλούσιος πασάς στης Μαγνεσιάς τα μέρη και γιο του είχε τον Ατάρ, που έμενε εδωνά στου Στραβολαίμη το δίπατο, το ξύλινο κάτω απ’ την πλατέα, στο δρόμο για τ’ Αναβρυτά, άμα ο Κεμάλ τον έδιωξε απ’ την Τουρκιά. Τούτο ’ναι που θα σας ειπώ απόψε, μου τό ’χε ειπωμένα η θειά Λένη του Δαμιανού, που και κείνη τό ’χε απ’ τη γιαγιά της ακουσμένα. Της τό ’χε πει ο Ατάρ, που γένηκε στον πλούσιο μπαμπά του.
Αυτός ο πασάς, μάτια μου, καλός άνθρωπος ήτονε και καλούς ανθρώπους αναζητούσε. Ήθελε όμως στην περιοχή του να μάθει ποιοι ‘ναι καλοί και ποιοι ‘ναι σκάρτοι, ψεύτες, κατεργαρέοι και μπαμπέσηδες. Το λοιπόν ένα τόπι με μάλαμα έφτιαξε και το ντελάλη να φωνάξει έβαλε ότι όποιος ψέμα πει, που να το πιστέψει, χάρισμα το τόπι θα του δώκει, έτσι για χάζι.
Ο κόσμος τότενες ανάστα γένηκε. Ποιος το μαλαματένιο τόπι θα πάρει και το βάσανο της ζήσης του θα λύσει; Τι ξεκίνησαν από την Ερυθραία, τη Σμύρνη, τι απ’ τα Βουρλά, τ’ Αλάτσατα, το Γκιουλμπαξέ, την Πέργαμο ολούθε.
Ένας λοιπόν, που έφταξε απ’ της Μελεμένης τα μέρη, ώρες δρόμο μακριά, στον πασά πάει και τον λέει: – Πασά μου, απ’ τα μέρη της Μελεμένης έρχουμαι. Εκεί θα το’μαθες, θαρρώ, πως φύτρωσε ένα μανιτάρι και στον ίσκιο του δυο χιλιάδες πρόβατα σταλίζουν κι’άλλα τόσα γίδια, χώρια τα τσοπανόπουλα και οι τσοπαναρέοι.
Λοιπόν ο πασάς φώναξε: – Αμέ και τούτο γένηκε, το έμαθα πώς όχι; Άλλος, άλλος νά’ρθει κι ας είναι κι αυτός από το Κουκουνάρθι. Έτσι πολλοί περάσαν˙ άλλος τούτο, άλλος τ’ άλλο τι κοντό και τι μεγάλο. Ψέματα να έβλεπες να! Με το φιτυάρι. Μα το πιο μεγάλο ένας τό’πε: που σα να πιάσει πήγε, γιατί πολύ ταίριαζε θαρρώ. «Στης Μαγνεσιάς το μηχανουργείο μέσα χίλιοι μαστόροι φτιάχνουνε ένα καζάνι κι όταν ο ένας βαράει, ο άλλος το χτύπο δεν ακούει. Τόσο μεγάλο είναι. Και ο πασάς του είπε χαβαλετζίδικα. – Ναι, κι εγώ τό’χω ακουσμένα. Παραγγελιά λέει το κάμανε, το μανιτάρι της Μελεμένης για να βράσουν. Κι αυτό, γένηκε. Περάσαν τσούρμο αμέτρητοι κι άλλοι κι άλλοι μικροί και μεγάλοι.
Τότενες λοιπόν ένας ρωμιός τετραπέρατος, σπίρτο μονάχο σας λέω απ’τ’ Αλάτσατα, δυο φίλους του παίρνει και κείνος τρεις και πάνε στον πασά. Μαζί τους και δυο κιουπάκια πήλινα πήραν απ’αυτά, που βάζουμε το πετιμέζι. Ε! Αυτός τον άρχοντα έκανε, σα μπρούκλης να πούμε. Κράταγε και το κομπολόι του με τις χοντρές χάντρες, για να φαίνεται σεβαστός και να του φέρει γούρι.
Παγαίνουν με τεμενάδες, χαιρετάνε τον πασά και ο ρωμιός τον λέει: – Ήρθαμε για να τελειώσει η δουλειά, πού’χε παλιά αρχινίσει. Τότενες οι άλλοι δυο αφήνουν τα κιουπάκια χάμω. – Αφέντη πασά, τον λέει, θυμάσαι, που είχατε πόλεμο με τη Ρουσία; – Θυμάμαι για, πως δε θυμάμαι. Ξεχνιούνται αυτά; – Ε, τότενες πασά μου, να σε χαρώ, τον είπε, μαλαγανιάρικα, ήρθε ο μπαμπάς σου και δανείστηκε απ’ τον μπαμπά μου τούτα τα δυο κιουπάκια με λίρες. Αυτοί εδώ είναι χωριανοί μου και θα στο ομολογήσουν. – Ναι, ναι Αγά μου ο Αλλάχ μάρτυράς μας, σκύβοντας οι άλλοι δύο είπαν. – Ήρθα να μου τις δώκεις πίσω. Και ο πασάς νευριασμένος για να δανεικά τού’πε: – Αυτό κι αν είναι ψέμα! Και πού ωρέ τις βρήκε ο μπαμπάς σου τις λίρες; – Σε πιθάρι αγά μου στο υπόγειο του σπιτιού μας να σε χαρώ. Ο πασάς κάτι μυρίστηκε, σούφρωσε τα χείλια του, στράφηκε στο ρωμιό: – Τούτο κι αν είναι ψέμα ωρέ; Είπε. – Αν είναι ψέμα, φέρ’το τόπι, έκανε ο ρωμιός. –Μα πάλε συλλογίστηκε ψιθυριστά ο πασάς – Κι αν είναι αλήθεια; Ένας πόλεμος ανάγκες πολλές έχει. Τότενες του απάντησε ο ρωμιός. – Λοιπόν γιόμισε με λίρες τα κιουπάκια να τελειώσει, πασά μου, η δουλειά.
Έτσι πίστεψε ο πασάς το ψέμα του ρωμιού. Ανακάθισε στο μιντέρι. Χτύπησε παλαμάκια, ήρθαν οι ορντινάντσες – υπηρέτες – πήραν τα κιουπάκια, κατέβηκαν στο υπόγειο, που είχε τον κορβανά του κι από το μπεζαχτά του μπάγκου γιόμισαν με λίρες τα κιουπάκια φίσκα.
Και ο ρωμιός σαν οι ορντινάντσες τα φέρανε πίσω, τα πήρε με τους φίλους του και όπου φύγει, φύγει μπουχός γενήκαν. Γιατί φοβηθήκαν, μήπως αλλάξει γνώμη ο πασάς. Ο τούρκος μπέσα δεν έχει.
Θυμάμαι σαν τώρα την κουβέντα, όπως την είχα ακούσει απ’ τη θειά Λένη, που έκαναν στα τούρκικα. Ο πασάς στην αρχή βουρλίστηκε και στο ρωμιό είπε: – Γιαλάν (=είναι ψέμα αυτό που λες) – Κι εκείνος: – Βερ τοπού (=δώσε το τόπι) – Σαΐ (=Αλήθεια) – Ντολ ντουρ κιοπού (=γιόμισέ τα).
Έτσι ο ρωμιός απ’ τ’ Αλάτσατα πήρε το μαλαματένιο τόπι και τις λίρες του πασά με τους χωριανούς του, έδωκε σ’ αυτούς το ξάι τους. Μάθαμε πως απ’ εκεί έφυγε για την Ελλάδα. Αγόρασε μεγάλα χτήματα στην Ξάνθη. Φύτεψε καπνά, έχτισε φάμπρικα κι άλλη κι άλλη φάμπρικα στη Γιουνανία, δούλεψε κόσμος, έφαγε ψωμί κοντά του. Κι έζησε αυτός καλά με τα καλά του και μεις εδώ καλύτερα με τα δικά μας.
Και τώρα, παιδιά, πιέστε νερό,
προσμένουν τα κρεβάτια
Κι αύριο πολύ πρωί στην εκκλησιά˙ τα μάτια
σας γλαρώσανε, ζητούν τον ύπνο τώρα
όξω θερεύει ο καιρός κι η χειμωνίσια μπόρα
μεσ’απ’τα νέφη αλυχτά κι όλο φωνάζει: -ρίχτα
τα ολάσπρα χιόνια σου στη γη:
– Παιδιά μου, Καληνύχτα!
Σημείωση: Είναι λάθος να λέμε παλιό παραμύθι. Το παλιό παραμύθι δεν είναι παλιό, ούτε νέο, ούτε μελλοντικό. Είναι πάντα γεμάτο χρόνο και ανήκει σ’ όλες τις γενιές (Ρόμπερτ Γουίλσον). Και τούτο το παραμύθι, ξεχασμένο πια στο χρόνο, αν και είναι γεμάτο χρόνο ανήκει, καθώς και τα άλλα, – που έχουν δημοσιευθεί παραμονές Χριστουγέννων στην εφημερίδα Αμαρυσία τα προηγούμενα χρόνια και το σύγχρονο πολιτιστικό περιοδικό λόγου και τέχνης «Δευκαλίων ο Θεσσαλός» -, στη θάλασσα της μαρουσιώτικης λαογραφίας. Από αυτήν τα χρόνια της εφηβείας και της νεότητας το ανέσυρε και το κατέγραψε (1953), ο Δημήτρης Μασούρης με παραμυθολόγο το Γιώργο Πανταζή ετών 50 από το Γκιουλμπαξέ, αγρότη – εργάτη. Διατήρησε – σεβάστηκε – όμως τη γλωσσική έκφραση, όσο μπόρεσε, του σπάνιου αυτού παραμυθολόγου με το απέραντο θυμητικό της γενέτειράς του, που τα παραμύθια της και τις παραδόσεις μετέφερε (1922) και στο Μαρούσι.
Συλλογή Δημήτρη Μασούρη