Και ξαφνικά, ακούστηκε μουσική, άνοιξαν οι πόρτες κι όρμησαν τα παιδιά στην ολόφωτη σάλα με το πανύψηλο χριστουγεννιάτικο δέντρο φορτωμένο παιγνίδια. Σε λίγο, το καθένα, με κλήρο, έπαιρνε το δώρο του.
Της Αδαμαντίας Τριάρχη – Μακρυγιάννη, Φιλόλογος
Έτσι πρωτογνωρίσαμε το «δέντρο» σε κάποιο χριστουγεννιάτικο διήγημα ξένου συγγραφέα, άλλου κόσμου απλησίαστη ομορφιά. Τη δεκαετία του 1950 αρχίσαμε να στήνομε κι εμείς ένα δεντράκι στα σπίτια μας, αλλά δεν μου άρεσε και τόσο, αφού δεν το είχα ζήσει από την τρυφερή ηλικία μου.
Το 1977 περίπου, στην προσπάθεια να προστατευθούν τα έλατα, «καλύτερα να στολίσουμε με καραβάκια», έγραφαν οι εφημερίδες, να δώσουμε ένα χρώμα ελληνικό. Κάτι μου θύμιζαν όλα αυτά, μα δεν επέμεινα. Κι εμείς πριν από τα Χριστούγεννα, θέλαμε κάτι διαφορετικό. Πήγα πρώτα στο μεγαλύτερο μαγαζί παιγνιδιών της συνοικίας μας. «Όχι, δεν έχομε καραβάκι». Στο δρόμο, για άλλα όμοια καταστήματα, θυμήθηκα ξανά, ήρθαν τα πάντα στην επιφάνεια.
Μετά την Κατοχή, στα Κύθηρα, στο Κάτω Χωρίο του Ποταμού, απέναντί μας είχαν εγκαταστήσει μια μεγάλη ομάδα από εξόριστους. Τους έβλεπα στη βεράντα του διώροφου σπιτιού της μακαρίτισσας Θεοδοσίας, να μιλούν και να γελούν δυνατά, κάποτε χωρατεύοντας, φυσικά είχα προσέξει τη συμπεριφορά τους. Μα γρήγορα τους συνήθισα.
Θα ήταν το 1947, την τρίτη χρονιά μου στο Δημοτικό. Πολύ πριν είχαμε βγάλει από τα τζάμια μας τις κιτρινωπές ταινίες της συσκότισης, σε σχήμα Χ αλλά συνεχιζόταν ο πόλεμος, αυτή τη φορά όχι με Ιταλούς και Γερμανούς. Η λέξη Πάρνωνας, το γειτονικό μας βουνό και οι αντάρτες του, τρόμαζαν, καταλάβαινα όμως κάποια γεγονότα διαφορετικά από εκείνα που είχα ζήσει πριν από τέσσερα χρόνια. Αλλωστε, σύμφωνα με οδηγία του πατέρα μας -ήταν καθηγητής φιλόλογος- τις εφημερίδες, από του Τσαμπηρά, τις πήγαινα στο σπίτι κρυμμένες μέσα από το παλτό μου, με τα διπλά μπαλώματα στα μανίκια, χωρίς να ντρέπομαι γι’ αυτά και μάλιστα «είχα αποστομώσει» μιαν πονετική θεία μου, λέγοντάς της, κοφτά, ναι αλλά είναι καθαρά. Όσο για τους ζωηρούς γείτονές μου, ήταν, απλώς, εξόριστοι, όπως είχαν έλθει κι άλλοι προπολεμικά. Και δεν απορούσα που οι συγχωριανοί μου, μολονότι φιλόξενοι, δεν είχαν επαφή με τους εκτοπισμένους, αφού – φαίνεται – τους θεωρούσα οπωσδήποτε «κάτι άλλο», χωρίς όμως αυτά να μου είχαν δημιουργήσει αρχικά ερωτήματα.
Πριν από τα Χριστούγεννα, διαδόθηκε πως θα ‘λεγαν τα Κάλαντα. Και την παραμονή, θα ήταν 11 το πρωί, μπήκαν θριαμβευτικά στο πρώτο δωμάτιο του σπιτιού μας, είχαν ακουστεί προηγουμένως τα μουσικά όργανα. Επικεφαλής της χορωδίας ήταν ο Δημήτρης Βλάχος, Λευκαδίτης μουσικός, πατέρας μιας συναδέλφου μου, που πολύ αργότερα γνώρισα. Και το σπουδαιότερο! Στο μέσον τόσων ανθρώπων, κάποιοι κρατούσαν ένα ωραίο, μπλε καράβι… μας είχε κάνει τόση εντύπωση το πρωτόγνωρο θέαμα. Ντυμένο με μπλε κόλα, ένα αρκετά μεγάλο καράβι, και με ζωντάνια άρχισαν: «Καλήν ημέραν, άρχοντες…».
Γύρισα όλα τα μαγαζιά στο Παγκράτι, χωρίς αποτέλεσμα κι από το σπίτι άρχισα να τηλεφωνώ. Σε κανένα από τα γνωστά καταστήματα της Αθήνας δεν υπήρχε το καραβάκι. Το ίδιο κι οι βιοτεχνίες παιγνιδιών. Μόνον ένας είπε ότι προγραμμάτισε σχετικά, αλλά τον γέλασε ο μαραγκός. Βέβαια, του χρόνου θα έχει. «Σιγά» μουρμούρισα, κλείνοντας νευριασμένη το τηλέφωνο. Κρίμα…
Τότε θυμήθηκα καλύτερα τους εξόριστους, πάντα αισιόδοξους… εικοσιπέντε, τριάντα, το πολύ σαράντα χρονών, νομίζω. Πολλοί ήταν επιστήμονες. Δεν άργησα να μάθω ότι, γι’ αυτούς τους ανθρώπους, τα Κύθηρα ήταν ένας τόπος υποφερτής εξορίας -κατά κάποιο τρόπο- και όχι ένα από τα γνωστά νησιά – στρατόπεδα συγκέντρωσης του εμφυλιοπολεμικού παραλογισμού. Πόσο ανθρώπινη η εικόνα τους, όταν έψαλλαν τα κάλαντα! Με ζωή, όλοι μαζί, δυναμικά, γελαστοί, ωραιότερα κάλαντα δεν είχα -και δεν έχω- ακούσει. Και έτοιμο για ταξίδι το καράβι τους.
Ξανάρθαν, με ορμή, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και τραγουδούσαν το γνωστό: «Πάει ο παλιός ο χρόνος…». Έφυγε; Ας είναι… Συνέχιζαν τόσο ωραία, αλλά, όταν επανέλαβαν λίγο πριν από το τέλος…
«και του χωρισμού ο πόνος,
ας κοιμάται στην καρδιά»,
το χαρούμενο τραγούδι άλλαξε.
Χαμηλωμένη κάπως φωνή, με χρώμα ανεπαίσθητης λύπης. Τους συμπόνεσα. Δίπλα στο καράβι στεκόμουν μαζί με τον πατέρα, έδωσε το συνηθισμένο για τα κάλαντα στον υπεύθυνο, όχι πολύ νέο, με γαλάζια μάτια και συγκρατημένο χαμόγελο. Και ύστερα ούτε από ένα δευτερόλεπτο βλέπω – και τώρα ολοκάθαρα – το ωραίο, δυνατό χέρι του πατέρα να σφίγγει το χέρι του ίδιου, που είχε ήδη φυλάξει το χαρτονόμισμα, λέγοντάς του σοβαρά:
«Του χρόνου στα σπίτια σας!»
Δηλαδή… τους συμπαθούσε ο μπαμπάς! Τότε, παραξενεύτηκα. Δεν το ήξερα. Δηλαδή δεν ήταν κακοί άνθρωποι οι εξόριστοι…
Οι εφημερίδες γράφουν, αλλά καράβια πουθενά. Έπρεπε να ταξιδέψω σε πολύ μακρινά χρόνια, για να δω τους εξόριστους να λένε τα κάλαντα, κρατώντας εκείνο το πρωτοχρονιάτικο, θαυμαστό, ελληνικό καράβι!
«Φύσα, βοριά μου, φύσα ταπεινά, να ρθούνε τα καράβια τα ζαγοριανά…»
Η Δημοτική Μούσα επί Τουρκοκρατίας παρακαλεί τον κυρ-Βοριά του Δεκέμβρη να οδηγήσει ταπεινά στο Χορευτό, τα περίφημα καράβια της Ζαγοράς του Πηλίου. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο επικράτησε δυτικός σφοδρός άνεμος, φέρνοντας μαζί του και το χριστουγεννιάτικο δέντρο, για να κατακτήσει ολόκληρη την Ελλάδα. Και όμως. Οταν εμφανίζονται και το χριστουγεννιάτικο ή πρωτοχρονιάτικο καράβι, η λέξη ΕΛΠΙΔΑ, γραμμένη στην πλώρη τους, φωτίζει πανάρχαιους δρόμους προόδου και γνώσης… «Κατ’ εμπορίαν και κατά θεωρίαν» σύμφωνα με τον αττικό ρήτορα Ισοκράτη.
Πρωτοχρονιά
Του γέρο-Χρόνου ο πρώτος γιος
που ‘λειπε μήνες σε ταξίδια
γύρισε πάλι χτες αργά
μ ‘αλαλαγμούς και με παιχνίδια.
Κι έφερε δώρα στα παιδιά
και σφυριχτράκια και μπαλόνια
κι ένα αστεράκι στην καρδιά
που την βαλάντωσαν τα χιόνια.
Κι έφερε ανθούς αμυγδαλιάς
και στους φτωχούς, διπλά τα ρίγη…
Του γέρο-Χρόνου ο πρώτος γιος,
καλώς να ’ρθεί, γοργά να φύγει…
ΠΑΝΟΣ ΦΥΛΛΗΣ