Τυχαία προ ημερών διάβασα στον αθηναϊκό τύπο πως η Εθνική Λυρική Σκηνή στα πλαίσια γνωριμίας των νέων μας με τα παλαιά μουσικά ελληνικά κείμενα προτίθεται να παρουσιάσει επιλογικά και εκείνα τα μουσικά έργα (όπερες, οπερέτες, μουσικούς διαλόγους, κλπ.), που άφησαν εποχή στο χώρο μας.
Έτσι ακούστηκε και μεταδόθηκε από όλα τα ενημερωτικά μέσα πως προγραμματίστηκαν να παρουσιαστούν έργα όπως η «Ριρίκα», η «Πιπίτσα», «Γυναίκες, γυναίκες» του Χρ. Χαιρόπουλου, «Ένας κλέφτης στον Παράδεισο» των Σακελλαρίδη – Ποταμιάνου, «Θέλω να δω τον πάπα» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη κ.ά. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους Έλληνες μουσικοσυνθέτες θα παρουσιαστούν και ξένα έργα, όπως «η πριγκίπισσα της Τζάρντας» και η «Κοντέσσα Μαρίτσα» του Ούγγρου συνθέτη οπερετών Έμμεριχ Κάλμαν, που είχαν στην Αθήνα εξαιρετική επιτυχία.
Αυτά τα έργα τότε είχαν συγκινήσει, είχαν δώσει μιαν ανάσα ζωής, αφού και σήμερα ακόμη και μόνον στον άκουσμά τους ενθουσιάζουν και χαροποιούν. Ανασύρουν λησμονημένες αναμνήσεις και γίνονται αφορμή αναμόχλευσης όμορφων σκέψεων, γιατί συνδυάζουν τη βιεννέζικη χάρη της κίνησης στο χορό σε αυτοκρατορικό χώρο σαλονιών με την ουγγρική ζωηρότητα. Στην Αθήνα πολιτογραφήθηκε αμέσως και η «Μπαγιαντέρα» του Κάλμαν. Έγινε πλήρης μίμησή της.
Στις θεατρικές σκηνές π.χ. της «Ούφα» και των «Διονυσίων» της Πλατείας Συντάγματος – και πριν ακόμη δημιουργηθεί η Εθνική Λυρική Σκηνή «Θέατρο Ολύμπια» διέπρεψαν σε αξιόλογους ρόλους Έλληνες τενόροι και βαθύφωνοι. Στο Μαρούσι υπήρχε παράδοση στο κλασικό τραγούδι, αφού κάθε καλοκαίρι η πλατεία του Σιδηροδρομικού Σταθμού γέμιζε από θεατρικούς θιάσους, που έφταναν τα βράδια για να παρουσιάσουν τις χειμερινές επιτυχίες τους στην Αθήνα. Τότε το Μαρούσι έζησε πράγματι το αθηναϊκό θέατρο και οι ηθοποιοί αγάπησαν πραγματικά και εγκαταστάθηκαν στο Μαρούσι, εφόσον τους το επέτρεπαν οι συνθήκες της ζωής τους.
Ανάμεσα στους ντόπιους χαρισματικούς μαρουσιώτες, που αγάπησαν το καλό θέατρο και έγιναν πρώτοι αυτοί ειδικοί στο μελόδραμα και τα αξιόλογα μουσικά έργα Ελλήνων και ξένων συνθετών και ανέλαβαν να υποδυθούν ρόλους ηρώων και ηρωίδων σε όπερες και οπερέτες υπήρξε και ο διάσημος τενόρος Λεωνίδας Κοτομάτας, που έφτασε μέχρι τη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης, άστρον αυτός μελοδραματικής τέχνης της Μεσογείου, και η λυρικοδραματική υψίφωνος – σοπράνο Κατερίνα Μασούρη με το ψευδώνυμο Καίτη Μας, μαθήτρια του Εθνικού Ωδείου Αθηνών, που δίδασκαν εκεί τότε η Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο και ο Κίμωνας Τριανταφύλλου, αδελφός του Κλέωνα Τριανταφύλλου – Αττίκ, ο λεγόμενος ντιζέρ της Μονμάρτρης – Αυτόν συνέχισε αργότερα στο πεδίον του Άρεως ο Γιώργος Οικονομίδης. Σημειώνεται ακόμη πως παράλληλες μαθήτριες τότε στο Ωδείο Αθηνών με την Καίτη Μας υπήρξαν και οι: Μαρία Καλογεροπούλου – Κάλλας, Ρένα Κανάκη, Έλλη Νικολαΐδου, που διδάχτηκαν από τους ίδιους καθηγητές.
Η Καίτη Μας ως λυρικοδραματική υψίφωνος διάλεξε να παραμείνει στον ελλαδικό χώρο, που συγκλονιζόταν από κατοχικές συρράξεις και αναστατώσεις με περιοριστικές εξελίξεις και αναδείξεις στο χώρο της γενέτειράς της, που πολύ αγάπησε. Εμφανίστηκε στις ετήσιες πτυχιακές εξετάσεις του Ωδείου Αθηνών στο μέγαρο του Παρνασσού στην Πλατεία Καρύτση. Ο ημερήσιος και εβδομαδιαίος τύπος μέσα στην απέραντη κατοχική μπόρα την εγκωμίασε ως ανατέλλον άστρον μέσα σε ελπίδες πλήρους μελλοντικής αναμενόμενης αιθρίας –οι καιροί φοβερά δύσκολοι, εχθρότητες και μίση, ο κίνδυνος καιροφυλακτούσε-, εντούτοις έλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Κοντέσσα Μαρίτσα» του Κάλμαν με εξετάσεις και επιτυχία επιβολής.
Σύγχρονα σχεδόν τότε υπήρξαν και οι τενόροι, πολλά υποσχόμενοι, όπως ο αείμνηστος Βασίλης Μπόγδανος στη «Δύναμη του πεπρωμένου» του Βέρντι, στον «Κουρέα της Σεβίλλης» του Ροσσίνι κ. και ο Γιάννης Παπαμιχαήλ, ο νεότερος όλων, ασχοληθείς επιτυχώς με τα υπέροχα έντεχνα δημοτικά τραγούδια του Σκαλκώτα, το δυναμικό «Γέρο Δήμο», το ρομαντικό «Ένας βράχος» κ. αστέρες όλοι του μελοδραματικού πενταγράμμου, που δεν ευνοήθηκαν εξαιτίας σκληρών εποχών. Κάποτε και η τύχη γεννά ανθρώπους σε λάθος εποχή. Αυτοί υπήρξαν οι μαρουσιώτες του ελληνικού και ξένου μελοδραματικού ρεπερτορίου και του κλασικού ελληνικού τραγουδιού έντεχνου και δημοτικού. Επακολούθησαν πολλοί άλλοι. Αλλά το τραγούδι είναι ταλέντο.
Οι μετά του 1821 μουσουργοί μας Καρέρ, Σκλάβος, Σαμάρας κ.ά. ασχολήθηκαν – πήραν ήχους από το δημοτικό μας τραγούδι και έκαναν συνθέσεις. Οι σημερινοί συνθέτες το αγνόησαν, ασχολούμενοι με τα νέγρικα. Παράλληλα στο Μαρούσι είχεν ερασιτεχνικά δημιουργηθεί χορωδία εγχώρια από τον εξαίρετο Μιχάλη Αλιμπέρτη και μαρουσιώτες καλλίφωνους. Τα βράδια, ιδιαίτερα τις φεγγαρόλουστες νύχτες τραγουδούσαν, θαυμάσιες παλαιικές καντάδες στα άλση και τα τρίστρατα. Ήταν μαγεία θεσπέσια. Με την απελευθέρωση και ο τότε Κεντρικός Ραδιοφωνικός Σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων – Κ Ρ Σ Ε Δ – μετέδιδε άριες και δημοτικό έντεχνο τραγούδι από το κουαρτέτο αδελφών Κουτσιμάνη: Μάνο (κόντρα μπάσο), Χαρίσιο (βιολοντσέλο), Ευάγγελο (βιολί) και Κάτια (πιάνο) σε χρονικό ωράριο μιας ώρας. Σ’ αυτό το κουαρτέτο μετείχε και η Καίτη Μας με άριες από την «Κάρμεν» του Μπιζέ, την «Τόσκα» και τη «Μπατερφλάι» του Πουτσίνι, την «Ηρωδιάδα» και τη «Μανόν» του Μασσενέ κ.ά. χωρίς να παραλείπει και το έντεχνο δημοτικό τραγούδι των Καλομοίρη, Βάρβογλη, Σακελλαρίδη κλπ. ενώ οι μαρουσιώτες είχαν ξεσηκωθεί και με τον κινηματογράφο. Πλήθος συνεργείων έφταναν στο Μαρούσι για να επιλέξουν τόπους παραγωγής ταινιών, όπως π.χ. τη «Βίλλα με τα νούφαρα» (του Τζων Βορρέ) κ.ά. με πρωταγωνίστρια την Καίτη Πάνου, το δάσος Συγγρού με τη «Διπλή θυσία» κλπ. με την Ηρώ Χαντά, τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Κυριάκο Μαυρέα, κ.ά.
Το Μαρούσι τότε έδειξε πως έκλινε προς την κινηματογραφία. Άλλωστε ιδρύθηκε σ’ αυτό αργότερα και το στούντιο «Άλφα». Η νεότητα είχε ξεσηκωθεί. Και η εμφάνιση νέων ταλέντων ήταν επί θύραις. Οι κινηματογραφιστές είχαν κατασκηνώσει δίπλα από τα σπίτια των Πάλληδων στην οδό Πεντέλης κοντά στην έπαυλη των Ρόδων του Σκαρπαλέζου. Ο Γιώργος ο Πάλλης της Αγγέλας, ο πατέρας του Σωτήρη, του Βασίλη και του Νίκου, του αείμνηστου φίλου μου, είχε υποδυθεί το ρόλο του ξυλοκόπου στη «Βίλλα» με άριστη επιτυχία. Μερικοί μαρουσιώτες και μαρουσιώτισσες έπαιξαν σε ταινίες όπως πχ. ο Λευτέρης Τρακάδας, η εξωτικής ομορφιάς Κατίνα Πρέσσα (λεγόμενη Κόμισσα του Αμαρουσίου) κ. Αλλά περί της κινηματογραφίας στο Μαρούσι υπάρχουν ακόμη και πιο ειδικοί στη δική μου γραφίδα με πολύ διαφωτιστικό αξιόλογο αρχείο, και πρέπει κάποτε μια τοπική αρχή να ενδιαφερθεί και να συγκεντρώσει τις ενδιαφέρουσες ταινίες, όπως και παλαιότερα έχουμε τονίσει. Αλήθεια τι έγινε με τις κινηματογραφικές ταινίες του Βασίλη Μπέτσου; Τι έγινε η ταινία «Συνέβη στην Αθήνα; ή το ντοκιμαντέρ «Σπύρος Λούης»; Και όμως αυτό το ντοκιμαντέρ απέσπασε το πρώτο βραβείο, αν και το Datsun φαίνεται καθαρά στα πλάνα της ταινίας να διασχίζει το δρόμο στις παρυφές του δάσους. Ο σκηνοθέτης δεν πρόσεξε και έμπλεξε το 1896 με το 2004!
Δημήτρης Μασούρης