O Υπουργός Παιδείας Αριστείδης Μπαλτάς δήλωσε ότι είναι μαρξιστής και ότι σκέπτεται να καταργήσει τη λειτουργία των πρότυπων δημόσιων σχολείων, ως σχολείων αριστείας. Για να καταλάβουμε τον τρόπο σκέψης ενός μαρξιστή, πρέπει να ανατρέξουμε στις αξίες και τα ιδανικά της Αριστεράς με τα οποία γαλουχήθηκαν πολλοί άνθρωποι της γενιάς του, που είναι και η δική μου γενιά. Τα ιδανικά της Αριστεράς, εδώ και ενάμισι αιώνα, σχηματίζουν ένα μεσσιανικό και μυθικό ορίζοντα, πίσω από τον οποίο βρίσκεται ένας μελλοντικός καλύτερος κόσμος. Είναι τα ιδανικά που σχηματίζονται από την επιθυμία και την ελπίδα για έναν Νέο Κόσμο, όπου τα βάσανα και οι αδικίες του παλιού θα έχουν εξαλειφθεί για πάντα, είναι το όραμα του Νέου Ανθρώπου, της Νέας Ηθικής, της Νέας Τέχνης. Το σφιγμένο πρόσωπο της Αριστεράς συνδέεται εσωτερικά με την αυτογνωσία, την αυτοθυσία, την αυστηρότητα, την ηθική. Συνδέεται δηλαδή με εσωτερικές αναζητήσεις, με καταστολή παρορμήσεων, με θυσίες, με αυταπάρνηση. Και ακόμα συνδέεται με την ιδέα της ισότητας, της αλληλεγγύης ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής, με τη μινιμαλιστική μετριοπάθεια απέναντι στα καταναλωτικά αγαθά, με το συναίσθημα περισσότερο, παρά με την ψυχρή λογική. Και βέβαια αυτή η ηθική Αριστερά χάνει την ψυχή της όταν θέτει την εξουσία ως αυτοσκοπό και όταν για να τη διατηρήσει επαναπροσλαμβάνει και μονιμοποιεί τους κομματικούς πελάτες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, για να τους κάνει δικούς της ψηφοφόρους – πελάτες. Γιατί τότε από το ιδανικό της ισότητας, μεταπίπτουμε στον ορισμό της ανισότητας…
Όταν τον Οκτώβρη του 1981 το αριστερό ΠΑΣΟΚ και οι εαμογενείς πολιτικές δυνάμεις κατέκτησαν την εξουσία, ένα από τα ζητήματα που μας απασχόλησε τότε σε ιδεολογικό επίπεδο ήταν αν πρέπει ή όχι να σταματήσει η λειτουργία των πρότυπων δημόσιων σχολείων, ως σχολείων αριστείας. Όπως θυμάμαι από τις σχετικές συζητήσεις εκείνης της εποχής, το βασικό επιχείρημα υπέρ της αλλαγής της εκπαιδευτικής λειτουργίας των συγκεκριμένων σχολείων ήταν ότι αναπαράγουν, μέσω της ανισότητας των παρεχόμενων εκπαιδευτικών ευκαιριών, τις ταξικές ανισότητες. Είναι ευνόητο ότι το θέμα αφορά κυρίως τα ιδιωτικά πρότυπα σχολεία (Κολλέγιο, Μωραϊτη, Ζηρίδη κ.α.), αλλά το ΠΑΣΟΚ είχε έλθει το 1981 στην εξουσία με εκλογές και όχι με επανάσταση… Μετά από εξήντα τέσσερα χρόνια η ιστορία επαναλαμβάνεται από τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη φορά, με το ίδιο ακριβώς βασικό επιχείρημα και το ίδιο ερώτημα: Εντείνουν ή όχι τις ταξικές ανισότητες αυτά τα σχολεία, λειτουργώντας ως σχολεία αριστείας; Με απλά λόγια οι μαθητές τους πρέπει να επιλέγονται τυχαία με κλήρο ή ως άριστοι κατόπιν αυστηρών εξετάσεων;
Ας εξετάσουμε με κάποια παραδείγματα το θέμα της ανταγωνιστικής αριστείας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τον οποίο σημειωτέον εκτιμώ ιδιαίτερα για το μυαλό του και το ήθος του, γεννήθηκε μέσα σε μια πλούσια πολιτική οικογένεια και μεγάλωσε σ’ ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό για την πνευματική του ανάπτυξη περιβάλλον. Ειδικότερα η πνευματική του ανάπτυξη επηρεάστηκε θετικά από το πνευματικό επίπεδο της οικογένειάς του, τους δασκάλους του με τα ιδιαίτερα μαθήματα και ξένων γλωσσών, το καλό ιδιωτικό σχολείο (Κολλέγιο) και μόλις τελείωσε το Λύκειο τον περίμενε με ανοιχτές τις πόρτες το περίφημο Harvard University. Έτσι η οικογένεια Μητσοτάκη παίζοντας το παιχνίδι με τους κανόνες του συστήματος, ενός συστήματος ταξικού, ανταγωνιστικού, σκληρού και αδυσώπητου, διαμόρφωσε συνειδητά έναν ανταγωνιστικό άριστο, ικανό να κυριαρχήσει επί των υποδεέστερων άλλων. Η πρώτη λοιπόν κατηγορία που διαμορφώνει συνειδητά ανταγωνιστικούς άριστους με σκοπό την κυριαρχία, είναι οι πλούσιες, ισχυρές οικογένειες. Κάποιοι μάλιστα στέλνουν τους γόνους τους από την πρώτη εκπαιδευτική βαθμίδα σε καλά ιδιωτικά σχολεία του εξωτερικού. Η δεύτερη κατηγορία παραγωγής αρίστων είναι οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων της χώρας μας, οι οποίοι σημειωτέον ανέρχονται σε διακόσιες είκοσι χιλιάδες περίπου. Αυτοί δεν διαθέτουν το υλικό κεφάλαιο της πρώτης κατηγορίας, διαθέτουν όμως το πνευματικό κεφάλαιο και μέσω της επιβολής στα παιδιά τους μιας κατ’ οίκον εκπαίδευσης πρωταθλητισμού, δηλαδή μιας σκληρής πειθαρχίας και μιας συνεχούς πνευματικής γυμναστικής, καταφέρνουν να τα καταστήσουν αρίστους. Τώρα αν ο σκοπός τους είναι να δημιουργήσουν ανταγωνιστικούς αρίστους με σκοπό την κυριαρχία επί των υποδεέστερων άλλων ή να διαμορφώσουν ώριμους ανθρώπους με πρώτη αξία την αλληλεγγύη, αυτό αφορά τον κάθε εκπαιδευτικό γονιό ξεχωριστά. Τέλος ιδιαίτερα στη χώρα μας υπάρχει μια άλλη κατηγορία Ελλήνων που δημιουργεί «αρίστους» με τον τσαμπουκά της. Πρόκειται για τους κάθε λογής αδίστακτους έλληνες, που σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες κατηγορίες, δεν παίζουν το παιχνίδι με τους κανόνες του συστήματος, αλλά παρακάμπτοντας κανόνες, αξίες και διαδικασίες, καταφέρνουν και αυτοί να «βγουν στον αφρό» ως «άριστοι». Πρόκειται γι’ αυτούς που φέρνουν «πληρωμένα» πτυχία και μάλιστα με άριστα από πανεπιστήμια βολικών χωρών του εξωτερικού και για τους εγκάθετους των κομματικών παρατάξεων στα ελληνικά πανεπιστήμια, που τους έρχονται στο σπίτι τα πτυχία, τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά επίσης με άριστα.
Θεωρώ ότι σε θεωρητικό – ιδεολογικό επίπεδο, σύμφωνα με το αγνό και άδολο ήθος της Αριστεράς όλοι αυτοί οι άριστοι και «άριστοι» και οι δημιουργοί τους, εφόσον αποκλειστικός σκοπός της αριστείας τους είναι η ιδιοτέλεια της χρησιμοθηρίας και εξουσιολαγνίας, μέσα σ’ ένα ταξικό, ανταγωνιστικό και αδίστακτο σύστημα, είναι ηθικά καταδικαστέοι. Και το παράδοξο είναι ότι με αυτή τη θέση της Αριστεράς συμφωνεί και ένας «γύπας» του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο δισεκατομμυριούχος χρηματιστής, μεγαλοεπενδυτής και ενίοτε κερδοσκόπος (ασαφείς διακρίσεις) Τζόρτζ Σόρος σε άρθρο του στη σουηδική εφημερίδα «Dagens Nyheter» υποστηρίζει: «Προσωπικά έχω κάνει μία ολόκληρη περιουσία μέσα στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, αλλά ακόμη εξακολουθώ να φοβάμαι ότι η άνευ ορίων επικράτηση ενός καπιταλιστικού συστήματος «laisser faire» και η συνεχής διάχυση των αξιών της αγοράς στη ζωή μας, απειλεί το μέλλον των δημοκρατικών κοινωνιών. Ο κύριος εχθρός μιας ανοιχτής κοινωνίας δεν είναι πλέον η κομμουνιστική απειλή, αλλά η καπιταλιστική. Είναι λάθος να καθιστούμε βασική αρχή μιας πολιτισμένης κοινωνίας την επιβίωση των ικανοτέρων». Και αν τα πράγματα έχουν έτσι, τότε ποια μορφή αριστείας στο χώρο της εκπαίδευσης είναι συμβατή με το αίσθημα δικαίου και τις αρχές αφετηριακής ισότητας της Αριστεράς; Πιστεύω ότι η Αριστερά αποδέχεται και θεωρεί ηθική τη γνήσια, την αυθεντική, τη μη «στημένη» από άλλους αριστεία. Την αριστεία των γόνων φτωχών οικογενειών από πόλεις και χωριά, που χωρίς υλικό και πνευματικό κεφάλαιο, μόνοι τους και αβοήθητοι καταφέρνουν να πρωτεύσουν και επιπλέον έχουν ως βασική αξία της ζωής τους την αλληλεγγύη και δεν επιθυμούν να κυριαρχήσουν επί των άλλων και υπ’ αυτό το πρίσμα θεωρώ ότι βλέπει το θέμα της αριστείας των πρότυπων δημόσιων σχολείων ο υπουργός Παιδείας, ως έντιμος μαρξιστής. Και εδώ ακριβώς σύντροφοι της Αριστεράς τίθενται τα δύσκολα ερωτήματα: Σε ποια κατηγορία εντάσσεις τους αρίστους των πρότυπων δημόσιων σχολείων; Τι ακριβώς κάνεις ως Κυβέρνηση της Αριστεράς με όλους αυτούς τους αρίστους και «αρίστους»; Έχεις τη δυνατότητα παρέμβασης; Σε ποιες κατηγορίες και σε ποια έκταση; Και αν οι λύσεις που προτείνεις χαρακτηρίζονται από μερικότητα, ποιες είναι οι κοινωνικές επιπτώσεις της παρέμβασής σου; Δύσκολο πολύ δύσκολο να είσαι Αριστερός και πολύ πιο δύσκολο να είσαι Αριστερός στην Ελλάδα και μάλιστα στην εξουσία…
∆ηµήτρης Γ. Σουλιώτης
Συνταξιούχος Τραπεζικός