Γράφει η Μαρία Σπυροπούλου – Θεοδωρίδου, φιλόλογος
Η ποιητική ενσάρκωση του μυθικού ήρωα Ελπήνορα αποτελεί το σημείο εκκίνησης της λογοτεχνικής διαδρομής του Τάκη Σινόπουλου. Το ποίημα ‘‘Ελπήνωρ’’, πρωτοδημοσιευμένο το 1944, είναι το πρώτο της Συλλογής του ‘‘Μεταίχμιο’’ . Το ‘‘Μεταίχμιο’’ είναι η πρώτη Συλλογή του ποιητή την οποία εκδίδει ιδιωτικά, σε λίγα αντίτυπα, το 1951. Η Συλλογή αυτή περιλαμβάνει 13 ποιήματά του δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά την περίοδο 1944-1949 τα οποία προκαλούν αίσθηση και έχουν μεγάλη απήχηση στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Στο ‘‘Μεταίχμιο’’ αποτυπώνονται οδυνηρά γεγονότα και εφιαλτικές εμπειρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου πολέμου, εμπειρίες που ο ίδιος ο ποιητής βίωσε με συγκλονιστικό τρόπο, όντας στρατιωτικός γιατρός και ακολουθώντας τον Εθνικό Στρατό σ’ όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου.
Το αμοιβαίο, αβυσσαλέο μίσος και οι φρικαλεότητες που πήγασαν απ’ αυτό σημάδεψαν καθοριστικά την ψυχοσύνθεσή του και αποτέλεσαν τον θεματικό πυρήνα της ποιητικής του. Επί μέρους ζητήματα αυτής της θεματικής είναι ο πόλεμος, ο θάνατος, ο όλεθρος, η φτώχεια, η θλίψη, η επώδυνη μνήμη, η μοναξιά, ο φόβος.
Αλλά, ο Τάκης Σινόπουλος δεν είναι μόνον ο ποιητής της μεταπολεμικής γενιάς που συνδέει την ποίησή του σχεδόν αποκλειστικά με την ιστορική εποχή της Κατοχής και του Εμφυλίου, είναι κατ’ εξοχήν εκείνος ο οποίος σκηνοθετεί και αναπαριστά θεατρικά και με δραματικό τρόπο όσο κανένας άλλος, την εφιαλτική πλευρά της. «…αισθάνομαι σαν ένας ποιητής χρονικογράφος» θα πει σε συνέντευξή του στην Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ το 1974. «Αισθάνομαι δηλαδή πως πρέπει να πω μέσα από τη γλώσσα μου, αυτό που είδα κι έζησα, με λίγα λόγια αυτόν τον εφιάλτη…». Και ασφαλώς ο εφιάλτης του Σινόπουλου, που χαρακτηρίστηκε από τον κριτικό λογοτεχνίας Δημήτρη Ραυτόπουλο, ως «…μια ανθρωπολογική καταστροφή, άρνηση του πολιτισμού, υποχώρηση του Λόγου, εθνοαυτοκτονία» υπήρξε ένα τραγικό ιστορικό φαινόμενο υψίστης εθνικής σημασίας.
Τα κίνητρα της ιστορικοποιημένης, στενά δεμένης με τη συγκεκριμένη εποχή ποιητικής δημιουργίας του είναι η βαριά ευθύνη της καταγραφής των γεγονότων, ευθύνη την οποία ο ίδιος επωμίζεται ως αυτόπτης μάρτυρας, αλλά και οι «ενοχές» που τον κατέτρυχαν αυτόν, ως τυχερόν επιζώντα. Επιπλέον, η επιθυμία του να ξορκίσει τους φόβους του και να αποφορτίσει την πολύπαθη μνήμη του από τα τραγικά γεγονότα που ο ίδιος είχε βιώσει, ενεργοποιώντας εν τέλει έναν χρήσιμο κοινωνικό προβληματισμό.
Ο μυθικός ήρωας Ελπήνωρ ανασταίνεται για πρώτη φορά στην παγκόσμια λογοτεχνία από τον Αμερικανό ποιητή Έζρα Πάουντ το 1917 (συμπτωματικά είναι και το έτος γέννησης του Τάκη Σινόπουλου) με το γνωστό ποίημα ‘‘Canto’’ το οποίο μεταφράζει στα Ελληνικά ο Γιώργος Σεφέρης το 1939. Ο Τάκης Σινόπουλος διαβάζει τη Σεφερική μετάφραση, θαυμάζει και τους δύο αυτούς ποιητές. Παράλληλα, θαυμάζει και τον άλλο, επίσης μεγάλο Άγγλο ποιητή Τόμας Έλιοτ, εκφραστές και οι δύο του Αγγλοαμερικανικού μοντερνισμού στην ποίηση.
Παρ’ όλες τις σαφείς επιρροές του και από τους τρεις αυτούς ποιητές και την ιδιαίτερη συνάφειά του με αυτούς, κυρίως με τον Γιώργο Σεφέρη ως προς το ύφος και τη θεματολογία που προβάλλει μυθικά αρχέτυπα προερχόμενα από την Ομηρική μυθολογία, ο Τάκης Σινόπουλος είναι ο πρώτος Έλληνας που καθιστά δική του ποιητική μορφή τον μυθικό ήρωα Ελπήνορα. Είναι η πρώτη φορά που το όνομα ‘‘Ελπήνωρ’’ απαντάται στην Ελληνική ποίηση.
Ακολουθώντας τη ‘‘μυθική μέθοδο’’, σύμφωνα με την περιγραφή της από τον Τόμας Έλιοτ και την υιοθέτησή της και από τους δύο Αγγλοαμερικανούς μοντερνιστές, ο Τάκης Σινόπουλος ενσωματώνει και αυτός τον αρχαίο μύθο στην ποιητική του ως μοντερνιστικό μύθο (ο μύθος του Ελπήνορα δεν είναι ο μοναδικός στην ποίησή του). Η ‘‘μυθική μέθοδος’’ αφορά τις διαχρονικές αναφορές, (πανάρχαιοι μύθοι, θρύλοι, μυθικά σύμβολα, παραδοσιακά στοιχεία, προσαρμοσμένα όμως όλα στη μοντέρνα αισθητική) οι οποίες δεσπόζουν στην ποίηση και των δύο Αγγλοαμερικανών ποιητών.
Ο στόχος της χρήσης του μύθου από τον Τάκη Σινόπουλο είναι προφανής: να αναδείξει τις εμφανείς αναλογίες μεταξύ γεγονότων που έλαβαν χώρα στην αρχαιότητα με άλλα της σύγχρονης εποχής, καθιστώντας τα εύληπτα για τον αναγνώστη. Η καταφυγή του ποιητή στον μύθο είναι το εργαλείο του για να αναπαραστήσει την πολεμική και εμφυλιακή περιπέτεια της εποχής του, καθώς ο μύθος εμπεριέχει βαθιές αλήθειες που αφορούν θεμελιώδη πανανθρώπινα θέματα. συνάμα, αποτελεί και διδακτική μέθοδο. Συνεπώς, ο μύθος καθίσταται ένας από τους πλέον εκφραστικούς τρόπους παραγωγής ζωντανής και δημιουργικής λογοτεχνίας. Ας θυμηθούμε κάποια από τα πολυχρησιμοποιημένα μυθικά πρόσωπα και πως μεταπλάστηκαν δημιουργικά στη σύγχρονη λογοτεχνία (Οιδίποδας, Αντιγόνη, Οδυσσέας, Ελένη, Ηλέκτρα κ.α.)
Ποιός ακριβώς όμως είναι ο μυθικός ήρωας Ελπήνορας; Ένας ταπεινός, αφανής και ευαίσθητος ήρωας της Οδύσσειας, ένα δευτερεύον πρόσωπο, όπως τον περιγράφει ο Όμηρος, ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα που, ζαλισμένος από το κρασί, αποκοιμιέται στην ταράτσα του μαγεμένου παλατιού της Κίρκης, στο νησί Αία. Όντας αρκετόν καιρό στο θεϊκό νησί ο Οδυσσέας, αποφασίζει ξαφνικά να αποχωρήσει μαζί με τους συντρόφους του, και με υπόδειξη της Κίρκης να κατέβει στον Άδη για να λάβει πληροφορίες από τον Τειρεσία σχετικά με τον γυρισμό του στην πατρίδα. Κι’ ο άμοιρος Ελπήνορας, ακούγοντας το βιαστικό ποδοβολητό της φυγής τους, και στη σπουδή του να τους προλάβει, γκρεμίζεται με το κεφάλι από την ταράτσα, συντρίβει τον τράχηλό του και ευθύς κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο. Κι’ ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του, μεσ’ το βιαστικό φευγιό τους τον εγκαταλείπουν, τον αφήνουν άκλαυτο και άταφο πίσω τους στο νησί της Θεάς, ένα παραπεταμένο, άψυχο κορμί. «Άθαφτος, απορριγμένος πάνω στη μεγάλη γης, κουφάρι που τ’ αφήσαμε στο σπίτι της Κίρκης άκλαυτο κι ασαβάνωτο…» θα πει ο Σεφέρης στη μετάφραση του ‘‘Canto’’ του Έζρα Πάουντ.
Κατεβαίνοντας όμως ο Οδυσσέας στον Άδη, (είναι η γνωστή Νέκυια) με τις οδηγίες της Κίρκης, καλεί και συνδιαλέγεται με τις ψυχές των νεκρών φίλων του, επιζητώντας τη συμβουλή τους. Εκεί, πρώτος εμφανίζεται ο Ελπήνορας και η παρουσία του στον Άδη ξαφνιάζει τον Οδυσσέα. Τον ικετεύει και τον θερμοπαρακαλεί, όταν επιστρέψει στον Κόσμο των ζωντανών, στο νησί της Κίρκης, να αναζητήσει το νεκρό κορμί του, να το κλάψει, να το θάψει και να βάλει ένα σημάδι στον τάφο του, το κουπί που έλαμνε ο ίδιος μαζί με όλους τους συντρόφους του Οδυσσέα, για να δείχνει ποιός ήταν.
Στη ραψωδία ‘‘λ’’ της ‘‘Οδύσσειας’’, τη γνωστή ως ‘‘Νέκυια’’, ο Οδυσσέας διηγείται στον Αλκίνοο όλη αυτή την περιπέτεια στον Άδη. Το σχετικό απόσπασμα της ‘‘Οδύσσειας’’ σε μετάφραση Δ. Μαρωνίτη έχει ως εξής:
Νέκυια, Ραψωδία ‘‘λ’’ Οδύσσειας (Μετάφραση Δ. Μαρωνίτη)
Πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα ήλθε, του συντρόφου μου
δεν είχε ακόμη ταφεί στο χώμα, κάτω από το πλατύ στέρνο της γης,
το σώμα του εμείς το αφήσαμε στης Κίρκης το παλάτι
άκλαυτο κι άταφο – μας πίεζε τ’ άλλο βαρύ καθήκον.
Μόλις τον είδα δάκρυσα και τον συμπόνεσε η καρδιά μου
αμέσως τον προσφώνησα, κι όπως του μίλησα,
τα λόγια μου πέταξαν σαν πουλιά:
«Ελπήνορα, πώς έφτασες εδώ, κάτω στο ζοφερό σκοτάδι;
Με πρόλαβες πεζοπορώντας, εμένα και το μαύρο μου καράβι.»
Στα λόγια μου βογγώντας εκείνος αποκρίθηκε:
«Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
με σύντριψε ενός δαίμονα μοίρα κακή και το άμετρο κρασί
στης Κίρκης το παλάτι, στον ύπνο βυθισμένος πλάγιασα στο δώμα,
κι ο νους μου σκοτισμένος δεν μ’ άφησε να κατεβώ την ίδια
σκάλα την ψηλή που ανέβηκα, γκρεμοτσακίστηκα με το κεφάλι
από τη στέγη έτσι συντρίφτηκαν οι αστράγαλοι
στον σβέρκο μου, κι ευθύς στον Άδη κατέβηκε η ψυχή μου.
Μα τώρα σε ξορκίζω, στο όνομα εκείνων που σου λείπουν,
για τη γυναίκα σου μιλώ, για τον πατέρα που μικρόν σ’ ανάθρεψε,
για τον Τηλέμαχο, που μόνο του, μοναχογιό τον άφησες στο σπίτι.
Το ξέρω, μόλις αφήσεις τους δόμους του Άδη, θα πιάσεις
πάλι στο νησί της Αίας με το καλόχτιστο καράβι σου.
Εκεί λοιπόν σαν φτάσεις, παρακαλώ σε, άρχοντά μου, να με θυμηθείς
μη φύγεις και μ’ εγκαταλείψεις άταφον, άκλαυτο,
κι έτσι με χωριστείς, μήπως σου γίνω η αφορμή και πέσει πάνω σου
οργή θεού. Πρώτα κάψε το σώμα μου, μαζί με τ’ άρματά μου,
τα δικά μου ύστερα σήμα ανύψωσε για χάρη μου
στο περιγιάλι της θαλάσσης – ενός που η δυστυχία τον τσάκισε,
να βλέπουν οι μελλούμενοι και να με μνημονεύουν.
Κι όταν μ’ αυτά τελειώσεις, στήριξε το κουπί στον τύμβο μου,
αυτό που είχα ζωντανός, όσο κωπηλατούσα με τους άλλους μου συντρόφους.»
Μου μίλησε, κι εγώ στο λόγο του αποκρίθηκα:
«Ω δύστυχε, όσα ζητάς θα γίνουν, δεν θα σου λείψει τίποτε.»