Με τους εναρκτήριους στίχους του ποιήματος «Τοπίο θανάτου…» ο ποιητής θέτει το σκηνοθετικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται το γεγονός της εμφάνισης του Ελπήνορα, θεατροποιώντας μ’ αυτόν τον τρόπο τον ποιητικό του λόγο. Ταυτόχρονα σηματοδοτεί τον προσωπικό του ποιητικό τόπο που κυριαρχείται από τον θάνατο, πράγμα που είχε ως συνέπεια ο Ελληνιστής Κίμων Φράιερ να χαρακτηρίσει συνολικά την ποίηση του Τάκη Σινόπουλου ως «τοπίο θανάτου».
Σκηνικό θανατερό και ερεβώδες της επανάκαμψης του Ελπήνορα με ερημιά, «κούφια βράχια, αδυσώπητο ήλιο», χωρίς κανένα ίχνος ζωής «μήτε φτερούγα πουλιού, μήτε λίγο νερό να κυλάει», παρά μονάχα «πηχτή σιγή», η σιωπή και η ακινησία που μόνο ένα πέπλο θανάτου μπορεί να γεννάει. Χώρος ταιριαστός με την ψυχοσύνθεση του ποιητή, ατμόσφαιρα θανάτου διαπερνά το ποίημα, δημιουργώντας κλίμα απειλητικό και πένθιμο.
Μα, μήπως αυτό το ερεβώδες σκηνικό το ταιριαστό με την ψυχολογία του Τάκη Σινόπουλου εξ αιτίας των οδυνηρών εμπειριών του δεν αποτυπώνει επίσης την Ελλάδα της εποχής του, τη σπαραγμένη και καθημαγμένη από την Κατοχή και τον αδελφοκτόνο πόλεμο; Την Ελλάδα που αναδύεται από τον γκρεμό του πολέμου, έχοντας αφήσει πίσω αζήτητους τις χιλιάδες άκλαυτους και άθαφτους νεκρούς της;
Και μέσα σε αυτό το εφιαλτικό τοπίο εμφανίζεται ο εμβληματικός ήρωας ή μάλλον αντι -ήρωας του Ομήρου Ελπήνωρ, που έρχεται από κάπου μακριά και η φιγούρα του χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Υπάρχει μια καταφανής διαφοροποίηση του Ελπήνορα στο ποίημα του Τάκη Σινόπουλου από το αντίστοιχο απόσπασμα της Οδύσσειας. Ενώ στο έπος της Οδύσσειας ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη και συναντάει τον Ελπήνορα, στο ποίημα του Τάκη Σινόπουλου ο Ελπήνωρ καταφθάνει στον Πάνω Κόσμο για να συναντήσει τον Οδυσσέα – ποιητή, για να ζητήσει, και μόνο με την παρουσία του, αναγνώριση και δικαίωση.
Η εμφάνισή του, εδώ όχι με σπασμένους τους σπονδύλους του λαιμού αλλά, «με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά» να σκαλίζει την άμμο «με ακρωτηριασμένα δάχτυλα», είναι το σύμβολο του βασανισμένου νεκρού που έχει υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, του αδικαίωτου νεκρού που επανέρχεται ζητώντας αποκατάσταση, απόδοση τιμής, ενώ ο Οδυσσέας εκφράζει την απορία του «Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ’ αυτή τη χώρα; […] τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός;» Η απάντηση από τον Ελπήνορα δεν έρχεται, οι νεκροί άλλωστε δεν έχουν μιλιά, έρχεται όμως αβίαστα ως υπονοούμενη από τον ποιητή, αφού οι εφιαλτικές περιστάσεις του καιρού στην Ελλάδα επανέφεραν τους αφανείς και ανώνυμους νεκρούς ήρωές της στο πρόσωπο του Ελπήνορα.
Ο Οδυσσέας αναρωτιέται και πάλι, το μοτίβο της απορίας επανέρχεται, αναζητά απεγνωσμένα να μάθει, «πώς μπόρεσες να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ’ τον ήλιο… αποκρίσου». Ο ποιητής χρησιμοποιώντας πληθυντικό πρόσωπο, «το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει…», εντάσσει και τον εαυτό του στην αφανισμένη γενιά της ρημαγμένης Ελλάδας που την δείχνει σαν κατάμαυρο καράβι και τον ίδιο κι’ όλους μαζί τους Έλληνες σαν «περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ’ τον ήλιο της». Η απάντηση δεν έρχεται και πάλι. Είναι όμως και πάλι καταφανής.
Κι’ ο Ελπήνωρ, «ο χαμένος στις απέραντες παραγράφους της ιστορίας […] που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μεσ’ στα παλιά χειρόγραφα» δεν απαντά. Γιατί είναι εκείνος που ανάγεται σε ένα μακρινό και αόριστο παρελθόν, αφού η Ελλάδα απ’ τη μακραίωνη ιστορία της έχει να επιδείξει πολλούς ξεχασμένους νεκρούς Ελπήνορες από τους διαχρονικούς εξολοθρεμούς της και τις αέναες συμφορές της, που έρχονται και ζητούν δικαίωση όταν οι καιροί το ζητούν. Η απάντηση δεν έρχεται από νεκρούς λησμονημένους και ανώνυμους, νεκρούς χωρίς ταυτότητα. Είναι και αυτός ανάμεσα στους πολλούς αφανείς.
Ο ποιητής δεν βρίσκει λύση «το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη», όλα επανήλθαν «σ’ ακινησία θανατερή». Ήταν ένα όραμα, ο Ελπήνορας έφευγε μακριά, απομακρυνόταν χωρίς απάντηση, χωρίς λύση «στον αδειανό χωρίς φτερά, χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα». Η τραγική κορύφωση του αδιεξόδου που προκύπτει από τη σκηνοθετική δραματοποίηση οδυνηρών αφηγήσεων είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησης του Τάκη Σινόπουλου.
Το σύμβολο του Ελπήνορα εκτός από τη δυναμική παρουσία του στην πρώτη Συλλογή του Τάκη Σινόπουλου, «Μεταίχμιο», όπως προαναφέρθηκε, με το ποίημα «Ελπήνωρ», συμπληρώνεται και με μια δεύτερη παρουσία του στην ίδια Συλλογή στο ποίημα ‘’Νεκρόδειπνος για τον Ελπήνορα’’ που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1947.
Συνοψίζοντας, ο Ελπήνορας «ο χαμένος στις απέραντες παραγράφους της ιστορίας» και η συμβολική μορφή του που αναφαίνεται θαμπή μέσα σε έναν αόριστο και ασαφή τόπο και χρόνο, περικλείει όλα τα πρόσωπα των αφανών, αυτών των μικρών ηρώων ή ουσιαστικά αντι-ηρώων που παρελαύνουν στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου και που σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας μας, παρ› όλη την αφάνειά τους, έδωσαν δυναμικό «παρών». Και όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γιώργος Σαββίδης σχετικά με τον τρόπο που ο Τάκης Σινόπουλος προσεγγίζει τον «Ελπήνορα», «είναι η βαθμιαία διεύρυνση της σκοπιάς του, από ατομική σε συλλογική εμπειρία, έτσι ώστε ο δικός του Ελπήνωρ να μην αλλάζει μόνο όνομα, μορφή, φύλο και σκηνικό, αλλά να διαμελίζεται βακχικά και να μετουσιώνεται σε μια πολυάριθμη Νέκυια «αφανών».