Αυτή την τελευταία υπόσχεση του Οδυσσέα προς τον Ελπήνορα «Ω δύστυχε, όσα ζητάς θα γίνουν, δεν θα σου λείψει τίποτε», αναλαμβάνει να εκπληρώσει ο Τάκης Σινόπουλος, αυτό το χρέος να εξοφλήσει με την ποίησή του. Να ρίξει φως σ’ αυτούς τους αφανείς ήρωες της ιστορίας, τους επιπόλαιους σαν τον Ελπήνορα της «Οδύσσειας», που τον μνημονεύει όμως ξεχωριστά ο Όμηρος, αφού κι’ αυτοί είχαν την συνεισφορά τους στο «ταξίδι». Τους γνωστούς και άγνωστους νεκρούς του πολέμου, που ονοματίζονται στην ποίησή του ως Ιάκωβος, Φίλιππος, Αλέξανδρος κ.α., θέλει να τιμήσει ο Τάκης Σινόπουλος στη μορφή – σύμβολο του Ελπήνορα, μεταμορφωμένου σε σύγχρονο ήρωα, αποδίδοντάς του διαχρονική διάρκεια και αξία ˙ του «ακριβού, φτωχού Ελπήνορα», όπως τον αποκαλεί ο Σεφέρης.
Αποδύεται σε ένα συνεχή αγώνα δικαίωσής τους, σωτηρίας τους από τη λήθη. Θέλει να τους κλάψει, να τελέσει σιωπηλό τρισάγιο, να τους δεξιωθεί, γράφοντας ποιήματα -αναθήματα στη μνήμη τους, αφού κανείς δεν νοιάστηκε γι’ αυτούς μέσα στον ορυμαγδό της Κατοχής και του αδελφοκτόνου σπαραγμού. Άραγε πόσους άσημους και ξεχασμένους Ελπήνορες, πτώματα αφημένα στην αποσύνθεσή τους δεν αντίκρισε ο ποιητής, ζώντας και βιώνοντας ο ίδιος από κοντά και από πρώτο χέρι τον ολέθριο αφανισμό! Φίλους κοντινούς, μα και άγνωστους, ταπεινούς, που κι› αυτούς όμως συμπεριέλαβε στη χορεία των φίλων του.
Ωστόσο, πέρα από το να αναμοχλεύει συστηματικά όλα τα παλιά βιώματα στη σκέψη και στην ψυχή του ο ποιητής, ένα συγκεκριμένο ερέθισμα τον ώθησε στη συγγραφή του «Ελπήνορα». Η καταγραφή και η αφήγηση από τον ίδιο του περιστατικού που η ανάμνησή του τον συγκλόνισε είναι άκρως ενδιαφέρουσα.
Θα μου επιτρέψετε να σας αφηγηθώ τη μικρή ιστορία του δικού μου Ελπήνορα. Ένα μεσημέρι, καλοκαίρι 1944, με φοβερό ήλιο και ζέστη, περνώντας μέσα από το πεδίο του Άρεως, κάθησα εξαντλημένος από την πείνα και την κούραση της κατοχής σ’ ένα παγκάκι. Πρέπει να με είχε ζαλίσει πολύ ο ήλιος κι η εξάντληση. Ξαφνικά στον άσπρο μικρό δρόμο, μες στο φως, πέρασε μπροστά μου η φιγούρα ενός φίλου μου ποιητή που τον σκότωσαν οι Γερμανοί έπειτα από φριχτά βασανιστήρια στην Πάτρα το 1942. Ήταν ο Φώτης Πασχαλινός [= Θοδωράκης Ζώρας]. Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα τον «Ελπήνορα». Αλλά εκείνο που για μένα είχε σημασία είναι πως το όραμα αυτό σφράγισε αποφασιστικά ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής μου.
Να τι έγραψε ο ποιητής εκείνο το καυτό καλοκαιρινό μεσημέρι του 1944, στη μνήμη του αφανούς ήρωα φίλου του Θοδωράκη Ζώρα που βασανίστηκε φρικτά από τους Γερμανούς.
Ελπήνωρ
Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα, τα μαύρα κυπαρίσσια,
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ’ αλάτι και το φως,
τα κούφια βράχια, ο αδυσώπητος ήλιος απάνω,
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα,
μονάχα απέραντη, αρυτίδωτη, πηχτή σιγή.
Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε,
όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε, ο Ελπήνωρ πρέπει να ’ναι εκείνος…
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πως θυμηθήκαμε,
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ, πράγματι, στα μαύρα κυπαρίσσια,
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς,
σκαλίζοντας την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα,
Ελπήνορα πως βρέθηκες ξάφνου σ’ αυτή τη χώρα;
είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά,
τον περσινό χειμώνα, κ’ είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό,
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
Μ’ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού,
ν’ ακούς τ’ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ’ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Και τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Ελπήνορα, που ’χες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου, Ελπήνορα,
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας,
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες, φίλε αλλοτινέ, πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ’ τον ήλιον, αποκρίσου.
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νάρθεις, αποκρίσου.
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
Η θάλασσα, τα κυπαρίσσια, τ’ ακρογιάλι, πετρωμένα
σ’ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός, ο Ελπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς,
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του,
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα,
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό, χωρίς φτερά, χωρίς ηχώ, γαλάζιο αιθέρα.