Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψουμε τις αναπόδραστες έγνοιες μας στον αρειμάνιο κόσμο που ζούμε. Είναι αδύνατο μέσα από τις ηθικές δυσμορφίες και τις αντιθέσεις της κοινωνίας μας, να βρούμε λύσεις που θα στεγάσουν την ανθρωπιά, το όνειρο, την ελπίδα. Παραμένουμε στις επάλξεις των θετικών ιδεών, θρηνώντας για τη τραγελαφική εικόνα της εποχής μας και για τον πεινασμένο άνθρωπο που βγάζει με τον σιδερένιο γάντζο τις σακούλες από τους κάδους των σκουπιδιών, με την προσδοκία ότι θα βρει κάτι φαγώσιμο, κοιτάζοντας ντροπιασμένος τα αδιάκριτα μάτια που τον καρφώνουν και τον προσπερνούν σα να μην είδαν τίποτα.
Τις Κυριακές, είναι πολλοί οι Χριστιανοί που δεν εκκλησιάζονται μέσα στο ναό, αλλά περιμένουν στο προαύλιο. Ο καθρέφτης της ψυχής τους είναι γκρίζος και θολός και η ανύπαρκτη φωνή τους ηχεί σαν κραυγή γεμάτη από την αγωνία της αναμονής.
Έχει Μνημόσυνο! Άραγε θα καταφέρουν να πάρουν τίποτα; Οι συγγενείς και οι φίλοι τιμούν με την παρουσία τους, την απουσία του ανθρώπου τους που έφυγε. Οι άλλοι που περιμένουν, ελπίζουν ότι με τον κόσμο που περνά βιαστικά, θα δώσουν και σ΄ αυτούς το μαγικό σακουλάκι με τους ευλογημένους καρπούς του σιταριού της πικρής μνήμης, κι ένα μικρό τσουρέκι τυλιγμένο σε νάιλον και αν περισσέψουν μερικά κομμάτια, ίσως η ανθρώπινη συνείδησή τους αφυπνιστεί και τότε θα τους φωνάξουν κοντά για να τους δώσουν ό, τι απόμεινε. Αυτό είναι μεγάλη τύχη! Θα φέρουν και στο σπίτι κάτι, λίγες μπουκιές και για τους άλλους πεινασμένους. Κάτι ελάχιστο που το γέννησε ο πόνος και το έθρεψε η έκρηξη των συναισθημάτων της αγάπης.
Θα αναρωτηθούμε: Μπορεί η απογοήτευση, που γέμισε δηλητηριασμένα βέλη το σώμα και την ψυχή και η σκληρή ανέχεια να γκρεμίσει τον άνθρωπο τόσο ξαφνικά και απρόβλεπτα και πριν καλά – καλά το καταλάβει, να τον κατασπαράξει η φρικτή πείνα που καραδοκεί σαν άγριο θεριό; Μόνο όταν ζήσει κανείς μια τέτοια κατάσταση, μπορεί να καταλάβει τη φλόγα που σιγοκαίει τα στήθια των πεινασμένων φτωχών, των αδύναμων γερόντων, των μικρών παιδιών που λυγίζουν και σπάνε σαν εύθραυστα βλαστάρια στο ελάχιστο φύσημα του αγέρα και των κουρασμένων ανθρώπων, που το θάρρος και η τόλμη τους, έχει σαν βρύση στερέψει και σπάνια στάζει λίγες σταγόνες.
Απέναντί μου κάθεται ένας άνθρωπος, ανήμπορος θεατής του κόσμου, από αυτούς που περιμένουν από τα Μνημόσυνα οτιδήποτε για να ξεγελάσουν το σφίξιμο του σώματος και της ψυχής που μας βασανίζει αρκετές ημέρες. Στριφογυρίζει στα παγκάκι με τα μάτια γεμάτα από το φως της προσμονής αλλά και απορίας. Στα χέρια του κρατά ένα χάρτινο σακούλι, που μόλις του έδωσε μια γυναίκα –όπως έκανε και σε άλλους- αρκετά μεγαλύτερο από τα γνωστά. Τον παρατηρώ, κοιτάζοντας δήθεν αλλού, ενώ η σκέψη μου ανυπότακτη στη θέα που έχω μπροστά μου με όλα αυτά τα τεκταινόμενα, πορεύεται σε παράξενες λεωφόρους.
Ο άνθρωπος σκίζει το χαρτί και στα έκπληκτα μάτια του παρουσιάζονται δύο σακουλάκια δεμένα με κορδελίτσα στο άνοιγμά τους. Στο επάνω είναι τα κόλλυβα. Ο άνθρωπος το ανοίγει και το ακουμπά δίπλα του στο παγκάκι. Ύστερα σηκώνει το κεφάλι στον ουρανό και σταυροκοπιέται. Μετά ακουμπά δίπλα στο πρώτο σακουλάκι τα καλούδια που βγάζει ένα – ένα από το δέντρο: Ένα μεγάλο κομμάτι άρτου τυλιγμένο σε νάιλον, ένα στρογγυλό σουσαμένιο κουλούρι, ένα τριγωνικό συσκευασμένο τυράκι, δύο μικρές γκοφρέτες, ένα συσκευασμένο σοκολατένιο γλυκό και ένα κουτάκι χυμό γνωστής εταιρίας. Και μαζί με όλα αυτά, μέσα σε νάιλον, ένα πλαστικό κουταλάκι και χαρτοπετσέτες . Τα κοιτάζει δίπλα του «στολισμένα» στο παγκάκι με έκσταση και σιωπή. Μετά με κινήσεις γρήγορες, λες και φοβόταν ότι κάποιος θα του τα κλέψει, άρχισε να τα τρώει όλα… όλα, το ένα μετά το άλλο. Όταν άδειασε το παγκάκι, έστρεψε πάλι το κεφάλι του στον ουρανό και με έκφραση εξομολογητική, σταυροκοπήθηκε.
Αυτό το Μνημόσυνο, αν και φαίνεται ότι χτίστηκε επάνω στα γερά θεμέλια της Χριστιανοσύνης τού «χτες», με την εικόνα του «σήμερα», εν τούτοις η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική.
Οι πρώτοι Χριστιανοί είχαν τα Κοινά Γεύματα. Όλοι μαζί προσεύχονταν, όλοι μαζί σιτίζονταν, όλοι μαζί πενθούσαν και την ευχή «Μακαρία η μνήμη» αυτού που είχε φύγει από τη ζωή, τις Μακαριές, όπου έτρωγαν όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι διάφορες τροφές, ψωμί, ρύζι, τυρί, ψάρια, κλπ. Αργότερα, μετά τον τέταρτο αιώνα, ετοίμαζαν και τα κόλλυβα, που συμβόλιζαν την Ανάσταση των σωμάτων, σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού, ότι «πρέπει ο σπόρος του σταριού να πέσει στη γη, να θαφτεί και να διαλυθεί, για να δώσει καινούργια ζωή. Αν δεν διαλυθεί, θα μείνει μόνος του…»
Σήμερα, η ανέχεια, η πείνα και η απελπισία, οδηγούν τον άνθρωπο να υπομένει το μαστίγωμα της κοινωνίας και χωρίς να ελπίζει πλέον στο ποθούμενο φίλιωμα λαών και ανθρώπων, να θεωρεί ανεκτίμητο δώρο του Θεού, ένα σακουλάκι με άρτο, κουλούρι κ.α. που θα πάρει από το Μνημόσυνο για να χορτάσει την πείνα. Οι δικές του Μακαριές, έχουν το χρώμα της μοναξιάς, αφού ο δοκιμασμένος πεινασμένος Χριστιανός, τώρα δεν τρώει μαζί με άλλους στο ίδιο τραπέζι.
Τρώει μόνος του ότι του δώσουν στο Μνημόσυνο για να χορτάσει την πείνα του χωρίς να πενθεί για κανέναν άλλον… εκτός από τον εαυτό του.
Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή