Δίπλα απ’τα σπίτια στο Βουλιαράτι της Ηπείρου βρέθηκαν δύο νεκρά σώματα αντίπαλων φαντάρων, ενός Ιταλού και ενός Έλληνα, τρυπημένα από τις ξιφολόγχες τους, καθώς εφορμούσαν ο ένας ενάντια στον άλλο (εφημερίδες του 1940).
Λεβέντες τα όπλα άδραξαν, πετάχτηκαν στα όρη
να συναντήσουν τον εχθρό, που κούρσευε τη γη τους.
Σειρήνες πανδαιμόνιο βομβαρδισμοί αντάρα
ξεχύθη ο κόσμος στις αυλές, στους δρόμους, τις πλατείες
πόλεμος, έλεγαν πνιχτά με ρίγος και με κλάμα.
Τ΄αηδόνια στα βάτα σίγησαν και τα πουλιά κρυφτήκαν
κι οι ουρανοί εγέμισαν με πλήθος αεροπλάνα.
Η γη στην Ήπειρο βογγά, σπίθες οι ξιφολόγχες
αγγέλλουν την εφόρμηση, βρυκόλακας το χιόνι
παγώνουν κι’ αχρηστεύονται τα πόδια και τα χέρια.
Φαντάροι με πείσμα μάχονται να σώσουνε τη γη τους
απ’τη σκλαβιά, που μια νυχτιά οι ξένοι σκαρφιστήκαν.
Γυναίκες, μάνες κι αδελφές, στα σπίτια μόνες μείναν
με τους αμάχους γέροντες και τα παιδιά στην κούνια.
Κι εκείνες στη συσκότιση κάτω απ’το λυχνάρι
Κουβάρια μαλλιά απλώσανε κι αρχίσαν με βελόνες
να πλέκουν γάντια και κασκόλ, φανέλες στους φαντάρους
και οι βελόνες άστραφταν ψηλαφητά στην πλέξη
σα ξιφολόγχες μοιάζανε, που το μαλλί σπαθίζαν.
Πολέμησαν πόλεμο βαρύ έγινε αυτός πνοή τους
χωρίς ψωμί κι εφόδια σ’ανέτοιμη πατρίδα.
Στην Κορυτσά, το Δέλβινο, Ιβάν και Τρεμπεσίνα
σελίδες γράφτηκαν λαμπρές της ιστορίας τους τόμους
εχθροί ρωμαίοι και γραικοί σφαγιάστηκαν, χαθήκαν
σώμα με σώμα αγκαλιά με λόγχη τρυπημένα
ατόφια μείναν άθελκτα της θλίψης τα συντρίμμια
πολέμου ευθύνη αρχηγών να πιάσουν ένα αστέρι
νίκης, τη Νίκη ρώτησαν, αν τέτοια πλάνα θέλει;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΣΟΥΡΗΣ