Το πρώτο ερώτημα ένα παιδί που γεννήθηκε πριν πέντε ή δέκα χρόνια στον παππού του λογικά είναι «γιατί δεν σκέφτηκες για μένα», γιατί παππού, γιατί πατέρα να μην μπορώ να δημιουργήσω στη χώρα των προγόνων μου και να χρειάζεται να μεταναστεύσω; Τέτοια οδυνηρά ερωτήματα σιωπηρά ή ηχηρά ακούγονται από τα νέα παιδιά. Με την ταχύτητα που τρέχουν τα πράγματα παγκοσμίως, μαζί με της βαριάς μορφής επιπολαιότητα, πιο σωστά ανευθυνότητα, των πολιτικών μας το μέλλον των παιδιών έχει κιόλας εισέλθει σε γκρίζα ζώνη. Πριν προλάβουμε να συνειδητοποιήσουμε τη μια κρίση οικονομική και κοινωνική μας έρχεται μια άλλη. Αδύναμοι να αντιδράσουμε σε αυτήν την παλίρροια των εξελίξεων στεκόμαστε άφωνοι περιμένοντας τη μοίρα μας να χτυπήσει και τη δική μας πόρτα. Τα παιδιά θα μας ρωτάνε, ποια λάθη έκανα εγώ; Γιατί πρέπει να προοδευτούν άλλες χώρες και με τη δική μου συνεισφορά; Οι πολιτικοί μας αντί να τολμήσουν το νέο καινοτόμο προτιμούν την πεπατημένη για να απολαμβάνουν τα προνόμια που οι ίδιοι έφτιαξαν για τον εαυτό τους. Η πολιτική μια από τις αρχαιότερες επιστήμες (αν είναι επιστήμη) στην πορεία πολλών αιώνων με τις ποικίλες μορφές και μεταμορφώσεις βιώνει τη δική της παρακμή σε ό, τι αφορά στις προτεραιότητες, τον ουμανισμό και την κοινωνική δικαιοσύνη. Από τέχνη του εφικτού και του πραγματικού, έγινε τέχνη της εικονικής πραγματικότητας προς τα έξω, ενώ αντίθετα, προς τα μέσα έγινε «επιστήμη» για την κατάκτηση της εξουσίας για την οποία όλοι επιδεικνύουν άριστες επιδόσεις.
Οι 300 της Βουλής ξέρουν πολύ καλά πως και γιατί «η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της», αλλά το επάγγελμα δεν τους αφήνει περιθώριο να παραγγείλουν άλλο μενού(!). Άφησαν την ελληνική κοινωνία να «ταξιδεύει» εικονικά σε ένα πολυτελές κρουαζιερόπλοιο με τον εαυτό τους στην πρώτη θέση απολαμβάνοντας περιστασιακή ευημερία χωρίς όμως να νοιάζεται κανένας για τον προορισμό. Δηλαδή το μέλλον της Ελλάδας και των παιδιών της. Έτσι απρογραμμάτιστα και απαράσκευα φτιάξαμε μια «βιομηχανία» παραγωγής πτυχιούχων όχι επειδή τους χρειαζόμαστε τόσους πολλούς, αλλά επειδή θέλαμε να βολευτούμε κομματικά προσκείμενους. Πολιτικοί και πολίτες δεν θελήσαμε να σκεφτούμε ποιο θα είναι το μέλλον του ελληνισμού με μια παιδεία πολύ κατώτερη την περιστάσεων όπου η πνευματική και πολιτιστική φτώχεια για τις τελευταίες 3 – 4 δεκαετίες είναι καθομολογούμενη. Με ένα κοινωνικό – πολιτικό σύστημα που ψάχνει να βρει τον εαυτό του αλλά, βρίσκεται σε λάθος δρόμο. Είναι αλήθεια, ότι οι σημερινές κοινωνίες, δική μας και ξένες, διάγουν μια μεταβατική περίοδο χωρίς ξεκάθαρους στόχους και προορισμό. Είναι μια «επικίνδυνη» περίοδος όπου όλοι αναμένουν την εξέλιξη χωρίς να κάνουμε τίποτα οριστικό για το απώτερο μέλλον της χώρας και των παιδιών μας.
Αλήθεια αναρωτήθηκε κανένας πως θα μοιάζουν οι Έλληνες μετά από 40 και 50 χρόνια; Αν τα σημερινά παιδιά μας, επιβάτες στο ίδιο κρουαζιερόπλοιο, γνώριζαν τι ακριβώς τα περιμένει; Μάλλον θα φώναζαν με αγωνία; Μαμά, μπαμπά σταματήστε να κατέβω, η πατρίδα μου κινδυνεύει από τους ανθρώπους της.
Εμείς; Εμείς, αυτάρεσκα συνεχίζουμε την κρουαζιέρα πολυτελείας. Τα μηνύματα της υπογεννητικότητας, της ανεργίας, τα αφήνουμε να κυλούν κάτω από το χαλί. Μετακυλούμε το χρόνο και αφήνουμε κάποιους άλλους να τα φροντίσουν και αυτοί οι «άλλοι» θα έπρεπε να είμαστε όλοι εμείς, πολιτικοί και πολίτες. Ένα ερώτημα φαίνεται (και πάλι) θα μείνει αναπάντητο. Γιατί δεν τιμωρήθηκαν παραδειγματικά όλοι όσοι γύρισαν τη χώρα μερικές δεκαετίες πίσω;
Ο Ελληνισμός για πολλές δεκαετίες, φαίνεται, να περνά μια διαρκή κρίση ιδεών με έλλειψη στοχασμού και οράματος. Οι οικονομικές δυσκολίες των τελευταίων ετών έχουν μεγεθύνει πολλά από τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα.
Γιώργος Σταυράκης