Γράφει ο Κώστας Ζαχαριάδης – Διευθυντής Κοινοβουλευτικής ομάδας ΣΥΡΙΖΑ
Στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου έγινε ένα σημαντικό βήμα. Αναγνωρίστηκε και επιβεβαιώθηκε η μεγάλη προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης και τα θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα. Από το καλοκαίρι του 2015 έως σήμερα, οι προσπάθειες της ελληνικής κοινωνίας και της κυβέρνησης αποδίδουν καρπούς. Η ελληνική οικονομία, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ύφεσης και στασιμότητας, σταθεροποιείται και μπαίνει σε τροχιά ανάπτυξης. Το πρώτο τρίμηνο του 2017 καταγράφηκε ανάπτυξη 0.4%, και οι προβλέψεις για το επόμενο διάστημα από όλους τους διεθνείς οργανισμούς είναι θετικές. Η σταδιακή επιστροφή σε αναπτυξιακούς ρυθμούς μεταφράζεται σε αύξηση των εξαγωγών, αύξηση των επενδύσεων, σταθερή μείωση της ανεργίας από το 27% σε 22,5% – στοιχεία ιδιαίτερα σημαντικά έπειτα από μια τρομακτική και επώδυνη επταετή μείωση του (ΑΕΠ πάνω από 25% του ΑΕΠ), μείωση των εισοδημάτων, συνεχών περικοπών σε συντάξεις και μισθούς, αύξηση της φτώχειας και αποδυνάμωση των σημαντικότερων κοινωνικών δεικτών.
Η αρνητική και αναβλητική στάση του Γερμανού Υπουργού Οι- κονομικών κάμφθηκε σε σημαντικό βαθμό, μετά από συντονισμένες πιέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, της Κομισιόν, των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά και από την ενεργή συμμετοχή της γαλλικής πλευράς στην προσπάθεια να δοθεί έμφαση στο ζήτημα της αναπτυξιακής τόνωσης της ελληνικής οικονομίας.
Όλα τα μηνύματα, οι αξιολογήσεις των ειδικών και οι δηλώσεις των ηγετών όλου του πολιτικού φάσματος ενισχύουν την εκτίμηση ότι η χώρα κέρδισε σταθερότητα για τη δέσμευση ότι θα βγει στις αγορές.
Αυτό όμως δεν έχει περάσει ακόμα στην καθημερινότητα του πολίτη και θα χρειαστεί χρόνος και προσπάθεια, γιατί ο Έλληνας έχει ακούσει τόσες πολλές φορές ότι «βλέπουμε φως στην άκρη του τούνελ», που είναι πλέον με το δίκιο του δύσπιστος.
Κάθε λογικός Έλληνας πολίτης, αντιλαμβάνεται ότι μετά το τέλος του προγράμματος αυξάνονται οι βαθμοί ελευθερίας για τη χώρα. Το τέλος των μνημονίων μπορεί και πρέπει να σηματοδοτήσει την επιστροφή στην ευρωπαϊκή κανονικότητα για την Ελλάδα. Τα επόμενα χρόνια θα ληφθούν κρίσιμες ευρωπαϊκές αποφάσεις για τη δημοσιονομική στρατηγική, την οικονομική διακυβέρνηση, την ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Αναμφίβολα, μια ισότιμη και πιο ισχυρή Ελλάδα θα μπορεί να έχει ισχυρότερο διαπραγματευτικό ρόλο και λόγο. Βρισκόμαστε στην Ευρώπη σε διαδικασία διαρκών ανακατατάξεων και μετάβασης. Είναι αφέλεια κάποιος να πιστεύει ότι τα πράγματα θα παραμείνουν στάσιμα, όποιος βλέπει την Ευρώπη του 2020, του 2025 και του 2050 ως στατική συνέχεια του 2017, κάνει πολιτικό λάθος. Άλλωστε, δεν αλλάζει μόνο η Ελλάδα και η Ευρώπη, αλλάζει ο κόσμος, στους ρυθμούς μιας καλπάζουσας παγκοσμιοποίησης. Ποιος μπορεί να το αγνοήσει αυτό;
Όσο δουλεύουμε συστηματικά προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της σταθερότητας και της βελτίωσης των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, τόσο θα ενισχύονται και θα προχωρούν οι προσπάθειές μας για καλύτερη αναδιανομή του πλούτου, αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος και ενίσχυση της κατανάλωσης, δίνοντας τη δυνατότητα στη κυβέρνηση να προχωρήσει στη βελτίωση και αναπροσαρμογή του δημοσιονομικού μείγματος προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού της φορολογίας και της βελτίωσης των επενδυτικών κινήτρων, στην αποκατάσταση της ομαλής χρηματοδότησης από τις τράπεζες, στην ενίσχυση του κράτους δικαίου και της διαφάνειας, στην απλοποίηση των διαδικασιών και στην αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογιών στον δημόσιο τομέα, στη διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδίου αξιοποίησης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της οικονομίας.
Το στοίχημα, λοιπόν, για την κυβέρνηση και τη χώρα είναι να έχουμε μετρήσιμα αποτελέσματα: Περισσότερες επενδύσεις, ταχύτερη μείωση της ανεργίας, ισχυρότερη διοίκηση, βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη, περισσότερα λεφτά στο ταμείο από υποθέσεις διαφθοράς, φοροδιαφυγής και μαύρου πολιτικού χρήματος. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να διασφαλίσουμε αφενός την οριστική έξοδο από την επιτροπεία.