Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης (Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων)
Εισαγωγικά στη μετακατοχική ιστορία του Μαρουσιού
76 χρόνια από την 3η ραϊχοϋποδούλωση
Kαι πάντα βρισκόμαστε μετέωροι. Αγωνιζόμαστε για απραγματοποίητα όνειρα. Και ό,τι συμβαίνει σήμερα είχε βιωθεί και χθες. Η ιστορία επαναλαμβάνεται αναλογικά στις εποχές κάτω από άλλες μορφές, περνώντας διάφορα στάδια, που χαρακτηρίζονται αργότερα επικά. Τα γεγονότα ξεπερνούν την εποχή τους και τις προσδοκίες μας. Τα αναπάντεχα καιροφυλακτούν. Γιατί εκεί που λέγαμε, πως ελευθερωθήκαμε από το 3ο Ράιχ, τα ματωμένα, λεύτερα όμως χώματά μας υποδουλώθηκαν σε άλλα στρατεύματα.
Ιμπεριαλιστικά στρατεύματα Άγγλων, Νεοζηλανδών, Αυστραλών, Αφρικανών κλπ. κατέκλυσαν τη χώρα μας γιατί θεωρήθηκε πως μια σύγκρουση ανάμεσα στους δύο αναγεννηθέντες στρατούς -του κυβερνητικού και του δημοκρατικού- ήταν αναπόφευκτη. Αυτοί οι δύο αναγεννηθέντες στρατοί αναζήτησαν τη νέα υποκινούμενη από ξένους δυνάμεις υπόστασή τους στην κατάληψη του νεοσύστατου καθημαγμένου κράτους μας.
Ήταν τέτοια η συγκρότηση των δύο στρατών, εφόσον και οι δύο υποκινούνταν, ώστε η σύγκρουσή τους ήταν βεβαία. Ο κυβερνητικός στρατός ήθελε μαζί με τα αγγλικά κλπ. στρατεύματα να στηρίξει τη διάδοχη αμφιλεγόμενη εξουσία στην Αθήνα, ενώ ο δημοκρατικός, κατερχόμενος από τα βουνά, επιζητούσε με συμμάχους τους πέραν των συνόρων μας να κυριαρχήσει στα δρώμενα και να καταλάβει την πόλη της Αθήνας, περιλαμβάνοντάς την στα υπό σκέψη τεκταινόμενα.
Και από τις αρχές του Δεκεμβρίου 1944 άρχισε η εμφύλια σύρραξη. Τα χιόνια του μήνα εκείνου, μακάρι να μην ξαναέρθουν ποτέ στη χώρα μας. Ο κυβερνητικός στρατός υποστήριζε με τους συμμάχους του την Αθήνα, όπου είχε την έδρα της η κυβέρνηση, ενώ ο δημοκρατικός την πολιορκούσε με απώτερο σκοπό την κατάληψή της και να εγκαταστήσει σ’ αυτήν την κυβέρνηση του βουνού, που είχε ετοιμάσει.
Η πολιορκία της πόλης της Αθήνας είχε αρχίσει από τη βόρεια πλευρά της, γιατί από εκεί ήταν περισσότερο ευάλωτη. Το Γαλάτσι στα Τουρκοβούνια συγκέντρωνε πολύ δημοκρατικό στρατό ετοιμοπόλεμο, ενώ οχήματα είχαν υποστεί παραλλαγή από την πλευρά των Αμπελοκήπων και το Γουδί. Έτσι η πόλη ήταν σε κλοιό και μόνο από την πλευρά τη νότια, η λεωφόρος Συγγρού ήταν κάπως ελεύθερη στη διακίνηση ξένων οχημάτων με στρατιωτικές δυνάμεις που προστάτευαν το δρόμο. Από εκεί έφτασε και ο Τσώρτσιλ για συνδιάσκεψη στην Αθήνα, και όπου υπήρχε ακόμη πρόσβαση, αφού το Φεβρουάριο του 1945 στην έπαυλη του Π. Κανελλόπουλου στη Βάρκιζα υπογράφτηκε μεταξύ των Αντιπροσώπων της κυβέρνησης και εκείνης του βουνού (ΕΑΜ) μετά το δεκεμβριανό κίνημα του 1944, η φερώνυμος συμφωνία της Βάρκιζας. Σημειωτέον ότι οι Μαρουσιώτες αγαπούσαν την περιοχή της Βάρκιζας, γιατί ως κυνηγοί πήγαιναν εκεί και κυνηγούσαν τρυγόνια ή έστηναν παγίδες.
Στην πολιορκούμενη πόλη είχαν καταφύγει κοπέλες και πολλοί νέοι άντρες από το Μαρούσι. Άλλοι ως φοιτητές και άλλοι για ν’ αποφύγουν τη στράτευση από το δημοκρατικό στρατό. Όλα τα βόρεια προάστια είχαν καταληφθεί από άνδρες με πηλήκια που είχαν ως εθνόσημο μια μπλε βούλα. Κατ’ ουσία αυτή η βούλα ήταν πάνω στο χάλκινο εθνόσημο από το οποίο είχαν σπάσει το βασιλικό στέμμα. Ήταν αυτό και μια ένδειξη της βούλησης του πολιτεύματος από ορισμένους στρατιώτες μας ακόμη και από τον πόλεμο του 1940 στη Βόρεια Ήπειρο. Μόνο το έμπειρο μάτι των διμοιριτών είχε αντιληφθεί τούτο και εμείς το βλέπουμε σήμερα σε φωτογραφίες τους.
Το περίεργο είναι ότι οι άνδρες αυτοί κατέβαιναν ντυμένοι άλλοι με πολιτικά παντελόνια και άλλοι φορώντας μπουφάν με δίκοχα, μπερέδες, κασκόλ˙ ήταν ένα συνονθύλευμα στρατού με αραβίδες, δίκαννα, γκρα, ζωσμένοι χειροβομβίδες και ξιφάκια. Μερικοί φορούσαν αρβύλες άλλοι ήταν με γαλότσες. Κατέβαιναν στην Αθήνα περνώντας μέσα από τις ρεματιές με προφύλαξη. Μερικοί ξέφευγαν και έμπαιναν στα σπίτια, ζητώντας μπουκ (=ψωμί) ή ούγιε (=νερό). Και νερό έβγαζαν από το πηγάδι τους οι Μαρουσιώτες αλλά ψωμί πού να εύρισκαν. Η πείνα θύμιζε και πάλι την Αθήνα του 1941.
Όλοι αυτοί μέσα από τις ρεματαριές, για να μη δίνουν στόχο κατευθύνονταν στο Γαλάτσι. Νέοι στην ηλικία και έφηβοι, όσοι δεν είχαν κρυφτεί σε απόμακρα εξωκκλήσια ή ερειπωμένα μοναστήρια Νταού, Καλήσια κλπ. είχαν αγγαρευθεί με τα κάρα τους και τα άλογά τους να μεταφέρουν ζωοτροφές και πυρομαχικά στο Γαλάτσι, ενώ στα Σίδερα και το Φάρο του Ψυχικού υπήρχαν μπλόκα του δημοκρατικού στρατού. Άλλα μπλόκα του κυβερνητικού στρατού είχαν στηθεί στο Γηροκομείο, στου Γκύζη και στη Μεσογείων στους Αμπελοκήπους.
Όσοι πολίτες επιχειρούσαν να περάσουν τα μπλόκα για τις δουλειές τους συλλαμβάνονταν, φυλακίζονταν, βασανίζονταν ή κρατούνταν αιχμάλωτοι, ως ύποπτοι ή όσοι ομολογούσαν και έκριναν από πληροφορίες -ψίθυρους- για τα φρονήματά τους είχαν αντίστοιχη αντιμετώπιση.
Άλλοι Μαρουσιώτες, φοιτητές, εμποροϋπάλληλοι, έβγαιναν κρυφά από την Αθήνα να έλθουν στο Μαρούσι για να εφοδιαστούν με τρόφιμα και πάλι να επιστρέψουν. Έπαιρναν από τις οικογένειές τους, ψωμί, χορταρικά, αυγά, κουνέλια, κοτόπουλα κλπ. και γύριζαν στην Αθήνα. Αρκετοί επίσης είχαν στείλει μέλη της οικογένειάς τους στην πρωτεύουσα, για να τα προστατεύσουν στους δύσκολους καιρούς.
Και όταν οι δημοκράτες ή οι κυβερνητικοί τούς σταματούσαν, για να τους ελέγξουν στα μπλόκα, άλλους τους θεωρούσαν ύποπτους, τους έπαιρναν τα τρόφιμα και τους έκλειναν στα κρατητήρια για εξακρίβωση ταυτότητας ή και χωρίς ενοχή ακόμη τους γρονθοκοπούσαν ή τους βασάνιζαν. Ιδιαίτερα στην ανάκριση για να ομολογήσουν σε ποιους ανήκουν τους υπέβαλαν σε φριχτά βασανιστήρια˙ μερικοί συλληφθέντες δεν άντεχαν. Τα βασανιστήρια της οδού Μέρλιν από τη γερμανική Γκεστάπο αναστήθηκαν και πάλι. Οι Έλληνες και από τις δυο πλευρές όπου ανήκαν, αλίμονο, βασάνιζαν μέχρι θανάτου, όσους θεωρούσαν ύποπτους από πρόχειρες ανυπόστατες πληροφορίες. Στους βασανιζόμενους όμως δεν ανήκαν μόνο Μαρουσιώτες˙ αλλά και πολλοί άλλοι από άλλες περιοχές και μάλιστα ανέντακτοι σε οργανώσεις. Τα πτώματά τους τα πετούσαν από τα παράθυρα έξω στην αυλή από την πίσω πόρτα του βασανιστηρίου τους. Τις σορούς τις έπαιρναν νύχτα και τις μετέφεραν στις χωματερές.
Τις περισσότερες φορές τους συλληφθέντες τους μετέφεραν σε άλλα σημεία των Αθηνών ή του λεκανοπεδίου για ανακρίσεις και εξακρίβωση στοιχείων. Εννοείται ότι κατά τη διάρκεια της κράτησής τους, που διαρκούσε πολλές ημέρες, τους άλλαζαν συνεχώς τόπο παραμονής. Κυριολεκτικά σέρνονταν πάνω στα πατώματα των κρατητηρίων οι συλληφθέντες με πληγές από τους ζωστήρες με τα μελανά πλήγματα χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, χωρίς οίκτο.
Πολλούς ανά τριάντα «κολόνες» τους έλεγαν οι δημοκρατικοί, τους μετέφεραν στο Χαϊδάρι κι από κει σε πεζοπορία στα Δερβενοχώρια, με απώτερο σκοπό να τους οδηγήσουν -και όσοι επιβιώσουν- πού; Φήμες έλεγαν προς την Αλβανία ή τη Σερβία γιατί από εκεί ήταν ανοικτά τα σύνορά μας. Από εκεί είχαν φυγαδεύσει και τα παιδιά μας. Πόσοι άραγε έφτασαν ως εκεί άγνωστο είναι. Τα ίχνη τους χάνονταν. Στο Μαρούσι που είχαν συλληφθεί περίπου τριάντα οδηγήθηκαν στη Χασιά (Πάρνηθα). Όμως στο δρόμο προς τη Θήβα δεν άντεξε η κολόνα. Οι κακουχίες τους διέλυσαν. Άλλοι πέθαναν και άλλοι γύρισαν άρρωστοι στις εστίες τους, βασανιζόμενοι από τις τοτινές κακουχίες πολλά χρόνια μετά. Και δεν ήταν όλοι αυτοί δεξιών φρονημάτων. Η εκδίκηση θριάμβευε. Οι κυβερνητικοί τους ανακριθέντες τους πήγαιναν στο Γουδί και από εκεί στο Χασάνι ή το Δέλτα του Φαλήρου. Και δεν ήταν όλοι αυτοί αριστερών φρονημάτων. Η εκδίκηση, η σπιουνιά, ο χαφιεδισμός και πάλι εμφιλοχωρούσε. Δεν έλειψαν ποτέ αυτά από τη χώρα μας! Στη συμμετοχή του ρόλου του εκκρεμούς του Φουκώ ανερυθρίαστα πλείστοι όσοι ανήκαν.
Συνεχίζεται…