Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης (Σχολικός Σύμβουλος Φιλόλογων)
Τα διαδοχικά ιστορικά γεγονότα, που είχαν βιώσει οι Έλληνες κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, παρείχαν σ’ αυτούς μια νέα ψυχολογία, που επηρέασε τη ζωή και των μεταγενεστέρων, χαλυβδώνοντας τον χαρακτήρα τους. Κανένας άλλος λαός δεν αρίθμησε τόσα εκπληκτικά περιστατικά στην πορεία του, ιδιαίτερα στον βαλκανικό χώρο, όσα ο ελληνικός. Πολέμους, μετακινήσεις πληθυσμών, νέες αναζητήσεις τύχης μπροστά σε πιέσεις κινημάτων, εξοριών, συρράξεων, οικονομικών ελλείψεων ατομικών και γενικών αγαθών με αλλαγές πολιτευμάτων και νομοθεσιών με πιέσεις επιβολής καθεστώτων, που προΐσταντο ανελεύθεροι θαυμαστές Ευρωπαίων και μη εφήμερων καλλωπιζομένων ταγών επιθυμούντων -ανάξιων όντων- το βελούδινο πλην όμως φλογοκαές έδρανο της εξουσίας και άλλα δεινά καθιερώθηκαν να βασανίζουν την ανθρώπινη υπόσταση. Κι εμείς οι Έλληνες, προϊόντος του χρόνου και αγγίζοντας το 1940 βιώσαμε μια δικτατορία ιδιόρρυθμη.
Αυτή η δικτατορία προσπάθησε να μιμηθεί τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό και να ορεχθεί τον ιταλικό φασισμό αλλά συνειδησιακά στρεφόταν στην πολιτική της παλαιάς της συμπάθειας προς τους φίλους συμμάχους της δημοκρατίας της Δύσης.
Έτσι η ελληνική ηγεσία ασκούσε διπλή πολιτική. Ενώ στο εσωτερικό της παριστανόταν ως ευθυγραμμιζόμενη προς τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, στο εξωτερικό της, παρά τις διπλωματικές διαβεβαιώσεις, ακολουθούσε οπωσδήποτε με προσοχή και την πατροπαράδοτη εθνική πολιτική ˙ όμως και ήταν έτοιμη σε κρίσιμες στιγμές να τοποθετηθεί στο πλευρό των δυτικών δημοκρατικών συμμάχων. Και αυτές οι κρίσιμες στιγμές δεν άργησαν. Ήλθαν και ξεπέρασαν τις ελληνικές προσδοκίες.
Η ιταλική απόβαση στην Αλβανία (1939), τα αλλεπάλληλα ιταλοελληνικά επεισόδια στον ελληνικό χώρο και η μικροψυχία με τον αψυχολόγητο τορπιλισμό της «Έλλης» ήταν σημεία και ενδείξεις που προοιώνιζαν επερχόμενη θύελλα. Τα σημεία αυτά και οι ενδείξεις ήταν επισημειώσεις, που έπρεπε να υποδεικνύουν τις θέσεις αντιμετώπισής τους από την έμπειρη κυβέρνηση. Ευτυχώς όμως που η θέση της ηγεσίας οπωσδήποτε εξέφραζε την ψυχολογία του λαού, ο οποίος αντιλαμβανόταν τότε καθαρά τον προσανατολισμό του. Και άρχισε τον αγώνα του σε έναν πόλεμο γενικού ξεσηκωμού, γιγάντιο, φοβερής δοκιμασίας, σ’ έναν πόλεμο προσβολής της ανθρώπινης υπόστασης, εξουδετέρωσης, εκμηδενισμού και αφανισμού της πίστης υπέρ βωμών και εστιών. Και πολεμήσαμε μέχρις εσχάτων.
Σήμερα δεν απειλούμαστε, φαντάζομαι, από τις διάφορες επιθυμίες ηγετών για ανασύσταση ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ή αποσπάσεις εδαφών μας προς εκμετάλλευση αλλότριων πόρων. Πόρρω απέχουμε αυτών. Αν και κάποτε διαφαίνονται και κάποτε εξαφανίζονται τέτοιες τάσεις.
Σήμερα απειλούμαστε από έναν αλόγιστο αλλότριο υπερφορτισμό πληθυσμού, που ξυπνάει ιστορικά τις σκόπιμες μεταναστεύσεις του Ισλάμ στην Ευρώπη κατά την εποχή των σουλτάνων του 15ου και 16ου αιώνα με τις προσπάθειές τους να δημιουργήσουν ίδιον κράτος σε ευρωπαϊκό έδαφος. Τότε την ορμή τους ανέκοψε ο Δον Χουάν ο Aυστριακός με το χριστιανικό του στόλο στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Και σήμερα ένα τέτοιο ξεκίνημα αναζήτησης καλλίτερης ζωής δεν ξυπνάει ανάλογες επιθυμίες; Στην Ελλάδα είμαστε λίγοι για να αναλάβουμε τέτοιες ευθύνες για αλλότριο πληθυσμό. Η αντοχή μας ελαχιστοποιείται. Δε χρειάζεται όμως να λαστιχοποιείται! Η επιθυμία μας να εγκαταλείπουμε την πατρίδα μας χάρη στις σπουδές μας ή αναζήτηση εργασίας με ανταλλαγή τίτλου μετανάστη, είναι για τη χώρα του Έλληνα διακύβευση. Το δέντρο μας και από τα κλαδιά του αρχίζει να φυλλορροεί. Η βλάστησή του κινδυνεύει! Έτσι σταματά η ανάπτυξή του. Ας αναζητήσουμε τρόπους ανάπτυξης. Η Ελλάδα να γίνει αφετηρία και πάλι παγκόσμιας παίδευσης. Χρειάζεται συσπείρωση δυνάμεων επωφελών για προώθηση νέων προσπαθειών και νέων αγώνων. Θα επιτύχουμε, αν συσπειρωθούμε. Να στρέψουμε την προσοχή μας στα δικά μας και είναι αρκετά.
Είναι απαράδεκτο όμως να κωλυσιεργούμε και να διώχνουμε τους νέους στην αλλοδαπή. Είμαστε εμείς ανίκανοι να τους διδάξουμε; Γιατί να εμβάζεται το εισόδημά μας στην αλλοδαπή; Περιφρονούμε τον ιδρώτα μας;
Περιβαλλόμαστε κατά τα τρία τέταρτα από θάλασσα, γιατί να μη χρησιμοποιούμε τους πολλούς και ποικίλους πόρους, που μας παρέχει η απεραντοσύνη της; Γιατί εγκαταλείψαμε τη γεωργία, την κτηνοτροφία τις άλλες ωφέλειες της γης και περιβληθήκαμε χελώνειο κέλυφος συρρικνώνοντας την ύπαιθρο χώρα και ζώντας σε ανθυγιεινές περιβάλλον συνωστισμού; Πολλά τα γιατί και καμιά η προσπάθεια; Πού είναι οι απόψεις; Στέρεψαν οι ιδέες μας; «Έχεις τι καινόν;» έλεγαν οι αρχαίοι. Και εμείς από την εποχή της σύστασής μας ως κράτος υποκείμεθα σε δανεισμό. Είναι πολλά τα προβλήματά μας και δεν ακούγονται οι δίκαιες διεκδικήσεις μας. Συρρικνώσαμε τις προσπάθειές μας στην κατάληψη βελούδινου θώκου, συνοδευόμαστε από μια πάγια λιτότητα χωρίς προοπτική, χωρίς πίστη και εμπιστοσύνη, με την άποψη ότι κάτι το ανανεωτικό θα υπάρξει και καταντήσαμε ισοβίτες της φορολογίας με όλο και ενδιάμεσες αυξανόμενες και αναπάντεχες κηλίδες απαιτήσεων. Το γενικό συμφέρον της χώρας απαιτεί ανανέωση. Μπήκαμε σε μια καινούργια εποχή και στην Ευρώπη έχουμε ραγδαίες εξελίξεις.
Σήμερα κυριαρχεί το συναίσθημα του φόβου και ακραίες αντιλήψεις γεννώνται σε όλα τα πεδία. Μια επικρεμάμενη απειλή από την Ασία παρουσιάζει οιωνούς αρνητικούς. Ο θεμελιώδης πυρήνας της ζωής, η οικογένεια, δοκιμάζεται. Η οικογένεια δημιουργεί τον άνθρωπο και αυτός αργότερα την κοινωνία. Η οικογένεια πλάθει ανθρώπους και η κοινωνία τους καθοδηγεί σ’ αυτό που θέλει. Οι κοινωνίες γίνονται ανταγωνιστικές και η δική μας μπροστά στους άλλους υστερεί. Πολλοί εξελίσσονται μοιραία, καθοδηγούμενοι από παρεχόμενα δείγματα και γίνονται από μικροαπατεώνες μέχρι μεγαλοαπατεώνες. Σήμερα όλο και εγκαταλείπεται πλέον αυτό που τόνισε ο Ιωάννης Καποδίστριας ότι δηλαδή την ελπίδα να εργαστεί ο καθένας για το καλό της πατρίδος, δεν πρέπει να την ανταλλάξει με κανένα άλλο συμφέρον. Σήμερα τα γενόμενα συμφέροντα είναι πολλά και εξυπηρετούν αλλότριους σκοπούς.
Ο ατομισμός έχει κάνει τον κόσμο να παρακολουθεί με απάθεια τα δρώμενα όχι μόνο στη δική μας χώρα αλλά και τα διεθνή. Ο καθένας είναι περιχαρακωμένος στα δικά του προβλήματα, δεν εκπληρώνει τις κοινωνικές του ευθύνες, έχει αποκοσμοποιηθεί. Οι άνθρωποι όλοι έχουμε απομονωθεί στο μικρόκοσμό μας, δεχόμενοι από παντού πιέσεις. Ακόμη και οι πέραν των συνόρων μας γείτονες αμφισβητούν τα δικά μας προγονικά οριοθέσια. Και εμείς περί άλλων τυρβάζουμε.
Η πνευματική μας κατάρτιση γίνεται με την εκπαίδευση όλο και πιο προβληματική και τα εκπαιδευτικά συστήματά μας από το 1822 ακόμη βρίσκουν σκοπέλους, γιατί είναι κακές αντιγραφές ευδοκιμούντων λαών στην Ευρώπη και την Αμερική. Εκεί υπάρχουν εκπαιδευτικά συστήματα εφάμιλλα των οικονομικών τους πόρων. Η εκπαίδευση ευδοκιμεί και η παραμονή καθηγητών, φοιτητών, μαθητών στα κτήρια είναι ευχάριστη. Έτσι κρίνεται και αξιολογείται η εργασία, ο ζήλος των διδασκόντων και η απόδοση των μαθητών. Εδώ φοβόμαστε την αξιολόγηση. Θεωρούμε τον εαυτό μας εγωιστικά «καπετάν ένα», δεν παραδεχόμαστε άλλον καλύτερό μας. Εκεί υπάρχει συνεχής προσπάθεια στην κρίση του αξιότερου˙ και στο πρόβλημα της εξυπηρέτησης ακόμη του κοινωνικού γίγνεσθαι˙ και έτσι υφίσταται αποπνικτικός στραγγαλισμός αδιαφορίας και ωχαδερφισμού. Εν κατακλείδι˙ τα ισοπεδώνουμε όλα και αναπαυόμαστε και αφήνουμε τη χώρα μας να αργοπεθαίνει και δεν αντιλαμβανόμαστε ότι «τῶν οἰκιών ἡμῶν εμπιπραμένων ἡμείς ἄδομεν» και παριστάνουμε τον Νέρωνα. Και δε σοβαρευόμαστε να βρούμε τρόπους διάσωσης αλλά περιμένουμε τη σωτηρία της Ελλάδος από τους γλίσχρους μισθούς των μισθωτών και των συνταξιούχων. Έτσι θα προχωρήσει η ανάπτυξη της χώρας; Μένουμε σε μια παρασιτική νοοτροπία˙ παίρνουμε από τους μεν για να δώσουμε στους δε, που έχουμε διορίσει φανερά και κρυφά ανθρώπους που μας εξυπηρετούν εκλογικώς. Έτσι ματαιώνουμε την ανάπτυξη της χώρας οριστικά.
Η απόκτηση μεγάλων ωφελημάτων χρειάζεται θυσία, πίστη και κάματο σ’αυτό που συντελείται˙ η συνεχής αφαίμαξη αργοπεθαίνει τη χώρα μας. Και αυτή από το νεανικό της ζήλο του 1940, που δε λογάριαζε κάματους και κακουχίες αργά ήδη αλλά σταθερά δεν μπορεί να δώσει προοπτική σήμερα στο υποβόσκον γεροντοκρατούμενο Έθνος μας. Αυτό απελπισμένο κουφάρι τείνει στα άλλα κράτη της Ευρώπης το χέρι του, αναζητώντας συμπόνοια ως μη ώφειλε, αυτήν που οφείλουν σε αυτό. Και βαυκαλίζεται, ονειρευόμενο επιτυχίες, που ιππεύει πηγάσους για να ουρανοδρομήσει προς τα αστέρια με θωπείες και σαρδόνιους γέλωτες, καλύπτοντας την ανικανότητά του με παλινωδικά εφευρήματα οίκτου όταν η συνεχής αφαίμαξη όλο και για νέες προσπάθειες και νέους αγώνες, μας έχει καταντήσει υπηκόους του Άργου να αναμένουν στο κονάκι του Λαέρτη…