Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή
Και ξαφνικά νιώθεις ότι η φύση γύρω σου, ακίνητη και απορημένη, περιμένει κάτι καινούργιο και ταυτόχρονα παλιό, κάτι γνωστό και ταυτόχρονα άγνωστο. Σταματάς και κοιτάς. Κοιτάς τον ουρανό κι αυτός δακρύζει. Κοιτάς τη γη κι εκείνη ιδρώνει. Κι εσύ, ανασαίνεις βαθιά ένα καινούργιο άρωμα που γεμίζει το στέρνο σου κι εσύ το κρατάς μέσα σου, σα να μη θέλεις να δραπετεύσει ποτέ από εκεί. Αυτό το γνωστό – άγνωστο άρωμα, μόλις πριν από λίγες ώρες, άρχισε να το φτιάχνει το φθινόπωρο στο δικό του αθέατο εργαστήρι και να το σκορπίζει απλόχερα τριγύρω, παντού… Είναι το καινούργιο άρωμα της πρώτης φθινοπωρινής βροχής!
Μη φεύγεις… Τώρα είναι η σοφή επόμενη ώρα. Κάθισε στο παγκάκι που βλέπεις στο πεζοδρόμιο. Δεν είσαι στο χωριό. Τελείωσαν οι διακοπές κι εσύ φορτωμένος με τις ζεστές ώρες του καλοκαιριού, επέστρεψες στην τσιμεντούπολη. Όμως ευτυχώς, εδώ που βρίσκεσαι, έχει πολλά δέντρα και περιποιημένη πρασινάδα. Δίπλα σου, ένα ψηλό ωραίο δέντρο, σού ετοιμάζει μία έκπληξη. Σηκώνεις το κεφάλι και το παρατηρείς. Νομίζω ότι τον χειμώνα, όταν περνούσες δίπλα του, το θαύμαζες για τα δροσερά πράσινα φύλλα του. Ήταν πολλά και σφιχτά γαντζωμένα, επάνω σε μακριά κλαδιά. Και τώρα το θαυμάζεις και ας μη σου δίνει την ίδια εικόνα, γιατί αν και είναι πάλι φορτωμένο με πολλά φύλλα, αυτά έχουν αλλάξει όπως αλλάζουν και οι άνθρωποι όταν περνά ο καιρός και μεγαλώνουν και στο τέλος σκύβουν το σώμα και το κεφάλι τους στη γη, λες και επιζητούν τη γαλήνη και την ηρεμία μέσα στα σπλάχνα της.
Μείνε εκεί και νιώσε το δροσερό αεράκι να ταξιδεύει επάνω σου, στο πρόσωπο, στα μαλλιά, στο σώμα και να δυναμώνει βιαστικά αυτό το παράξενο χάδι του. Όχι… ‘Όχι, μην τρομάζεις τώρα που το φύσημα του αέρα φέρνει επάνω σου χούφτες καφετιά και κίτρινα φύλλα που αποχωρίζονται το δέντρο που τα γέννησε, χωρίς πόνο και αγωνία. Σχεδόν σε έχουν σκεπάσει κι εσύ εξακολουθείς να μένεις στην ίδια θέση. Ίσως θυμήθηκες το τραγούδι «Φθινόπωρο θα πει μελαγχολία». Αυτό βλέπω στα μάτια σου.
Τώρα μετράς αμήχανα τα τέσσερα, πέντε σπουργίτια που μοιράζονται μπροστά σου ένα κομμάτι ψωμί. Το σέρνουν όλα μαζί, γλιστρούν τα αδύνατα πόδια τους, το ένα τσιμπά το άλλο και αυτά επιμένοντας προσπαθούν να κερδίσουν τα ψίχουλα της ημέρας. Όχι, δεν υπονοώ τίποτα απολύτως. Όλοι έχουμε πάρει το μάθημά μας κυρίως τα τελευταία χρόνια. Η καθημερινότητα έχει παραγίνει δύσκολη. Κι εμείς, αν και φημιζόμαστε ότι είμαστε «λογικά όντα», μπροστά στην ανάγκη της τροφής, της στέγης και στην ικανοποίηση των αμέτρητων αναγκών μας, που θαρρείς ότι λειτουργούν με πολλαπλασιαστή, όλοι εμείς, παραμερίζουμε τη λογική και λειτουργούμε «τσιμπώντας» ο ένας τον άλλον όπως τα σπουργίτια.
Πάλι τα μάτια σου μπερδεύονται με τα γαλάζια χρώματα του ουρανού και βλέπω ότι ψάχνεις τον ήλιο και δεν τον βρίσκεις. Σκούρα σύννεφα, γυμνά και αγριεμένα τον έχουν κρύψει και μόνο από τις άκρες τους ξεφεύγουν, σαν χρυσαφένιες ματιές, λίγες ακτίνες. Σου θυμίζω ότι ήρθε το φθινόπωρο και από εδώ και πέρα θα βλέπεις λιγότερο τον ήλιο στον ουρανό, αλλά και όταν τον βλέπεις, θα είναι άβουλος κι εγκλωβισμένος μέσα σε μαύρους όγκους από σύννεφα.
Προχθές που περπάτησα στο βουνό, δε με ακολουθούσε μόνο η δροσούλα του πρωινού. Με τα πρώτα βήματα κατάλαβα ότι ο καιρός έχει αλλάξει και μάταια περίμενα να συναντήσω στον δρόμο μου την καυτερή ανασαμιά του καλοκαιριού και όλα τα κελαηδίσματα των πουλιών να με ακολουθούν. Κρύφτηκαν κι αυτά φοβισμένα ανάμεσα στα κλαδιά, φούσκωσαν τα φτερά τους, έγιναν σαν μικρές μπάλες και βυθίστηκαν στη ραστώνη που γεννούσε το σώμα τους.
Στην πλαγιά του βουνού, «στου βράχου τη σχισμάδα», που λέει ο ποιητής, με ξάφνιασε ευχάριστα η ροζ γειτονιά που είχαν φτιάξει βιαστικά τα ντροπαλά κυκλάμινα. Στο απαλό χάδι του αέρα, έγερναν τον χαμηλό βλαστό τους και το έξυπνο ανθάκι στην κορυφή, ήταν σα να αποκτούσε μικρά μάτια και σε κοίταζε με φόβο για τη ζωή του, τώρα που τούτη η δύσκολη στιγμή, του έδινε ψυχή και λόγο για να σου θυμίσει ότι μόλις χθες γεννήθηκε μέσα από τα μάτια του ουρανού και θέλει να ζήσει… Άλλωστε για να προφυλαχτεί από τα αδιάφορα ανθρώπινα χέρια, φύτρωσε στη σχισμή του απότομου βράχου!
Σε βλέπω να κοιτάζεις με έκπληξη στο ζεστό τοπίο τη βλάστηση που τώρα γερασμένη και ξερή είχε παραδοθεί στον ανελέητο ήλιο του καλοκαιριού. Τη βλέπεις να τρεμουλιάζει, να διαλύεται και να χάνεται. Όμως δεν πρόσεξες ότι το πρόσωπο της γης έχει αρχίσει πάλι να ιδρώνει παράξενα και από κάθε πόρο του ιδρώτα της να γεννιέται η μικρή καταπράσινη λόγχη της χλόης, που αναζητώντας γρήγορα το φως, λογχίζει τρυφερά τα δάχτυλα του ήλιου, χωρίς καθόλου να τον πονέσει.
Ο σοφός λαός είχε παρομοιάσει τη ΓΗ με τη ΜΑΝΑ, όταν είπε: «H γη είναι σαν τη μάνα! Τι και αν τη χτυπάς, την πατάς, την κλωτσάς και την πληγώνεις… Εκείνη ξεχνά γρήγορα και συνεχίζει ακούραστη να σε στηρίζει και να σου προσφέρει!» Τώρα που η μελαγχολία του φθινοπώρου χτυπά διακριτικά την πόρτα της ψυχής σου, συντρόφευσε για λίγη ώρα και τη θάλασσα. Κάθισε σε μια παρατημένη καρέκλα της παραλίας, που πριν λίγες ημέρες τη διεκδικούσαν με καυγά πολλοί λουόμενοι και επισκέπτες.
Σήμερα η θάλασσα ξεφυλλίζει το χτες και αποτιμά το σήμερα. Χτες όλη η παραλία έσφυζε από ζωή και ήταν δική της. Γέλια, χαρούμενες φωνές, παιχνίδια, τραγούδια, αστεία, …και εκείνη ντυμένη στα χρυσά στολίδια που της πρόσφερε απλόχερα ο ήλιος, μουρμούριζε ασταμάτητα το δικό της σκοπό και τα δικά της λόγια και εξομολογιόταν μόνο στον εαυτό της τα λάθη της και τα πάθη της, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Αυτά όλα ήταν «χτες». Σήμερα έχει αλλάξει διάθεση. Σήμερα η θάλασσα συλλογίζεται. Η όψη της είναι ψυχρή και απόκοσμη. Πότε – πότε κάτι θέλει να πει, αλλά τελικά καταλήγει στη σιωπή και μόνο ελαφρά κύματα θυμού χωρίς σχήμα, έκφραση και αρμονία ταράζουν το γαλάζιο της. Μία δρασκελιά μόλις έκανε ο χρόνος και όλα άλλαξαν. Τώρα και η θάλασσα κουβεντιάζει μόνο για μοναξιά και νοσταλγία και στέλνει με τους γλάρους της ένα «αντίο» υπομονής στους φίλους της.
Και φέτος το φθινόπωρο, με συνέπεια στον ερχομό του, ήρθε να μείνει όπως και όσο πρέπει. Ύστερα κι αυτό θα προσπεράσει το χρόνο μας, χωρίς να ξεστρατίσει πουθενά, με βήμα αφηρημένο, αφήνοντας πίσω του μια ασίγαστη διαπίστωση που τη βεβαιώνουν οι στίχοι του ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη που και αυτός ομολογεί ότι:
«Με την πρώτη σταγόνα βροχής
Σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχαν γεννήσει αστροφεγγιές…»