Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 14/12/2024
Στην αυτοδιοικητική επικαιρότητα κυριαρχεί η απόφαση του ΣτΕ να κρίνει αντισυνταγματικούς τις επίμαχες διατάξεις του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού μετά τις σχετικές προσφυγές Δήμων και της ΚΕΔΕ. Μια απόφαση που αλλάζει τα δεδομένα στον χώρο της οικοδομής, ενώ και στο Μαρούσι πολλοί εκτιμούν ότι επηρεάζει και την υπόθεση της επένδυσης στο κτήμα Δηλαβέρη με καζίνο – ξενοδοχείο – χώρους αναψυχής. Επομένως αναμένουμε με εξαιρετικό ενδιαφέρον τις εξελίξεις και, πάνω απ’ όλα, την απόφαση του ΣτΕ και για τις προσφυγές ακύρωσης του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος, ώστε να δούμε πώς θα εξελιχθεί το σημαντικό για την ευρύτερη περιοχή θέμα.
Ωστόσο, θα επικεντρώσουμε τη ματιά μας κάπου αλλού. Διότι μας προξένησε εντύπωση (μπορούμε να την πούμε και αλγεινή) το γεγονός ότι στον προ ημερών αντιπυρικό απολογισμό του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, στον οποίο παραβρέθηκε ο πρωθυπουργός, βραβεύτηκαν, ανάμεσα σε άλλους, Δήμοι του Βορείου Τομέα όπως η Πεντέλη, ο Διόνυσος και η Κηφισιά.
Και, εντάξει, μπορεί κάποιος να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με την κυβερνητική -πρωθυπουργική, υπουργική και υπηρεσιακή- ικανοποίηση για το αποτέλεσμα του «νέου δόγματος» δασοπυρόσβεσης. Τα στοιχεία, οι αριθμοί και τα επιχειρήματα που παρατέθηκαν από τον υπουργό Βασίλη Κικίλια και εν συνεχεία εκτιμήθηκαν από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως θετικά, είναι εκεί κι ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του, λαμβάνοντας πάντα υπόψη και τις πολύ δύσκολες κλιματικές συνθήκες που επικράτησαν το καλοκαίρι που πέρασε.
Αναρωτιέται κανείς, όμως, ποιος ήταν ο λόγος για τις βραβεύσεις των Δήμων μιας περιοχής η οποία έπαθε τεράστια «εγκαύματα» από την καταστροφική πυρκαγιά του Αυγούστου. Τα οποία θα αγωνίζεται να επουλώσει για πολύ καιρό ακόμη, ζώντας μια πρωτοφανή κατάσταση: Να βλέπει μια φωτιά να ταξιδεύει 25 χιλιόμετρα ασταμάτητη, να ακούει και να διαβάζει λάθος προβλέψεις για την εξέλιξή της, να ψάχνει εναγωνίως επαρκή εναέρια και επίγεια μέσα πυρόσβεσης, να βιώνει το άπλωμα της φλόγας βαθιά εντός του οικιστικού ιστού και πλέον, εκτός από (ένα ακόμη) μεγάλο κομμάτι πρασίνου και δέντρων, να μετρά ζημιές και σε δεκάδες οικίες, ένα κλειστό γυμναστήριο, ακόμη και σε σχολεία και δυστυχώς και τον θάνατο μιας εργαζόμενης γυναίκας και δυστυχώς και τον θάνατο μιας εργαζόμενης γυναίκας;
Ποιο είναι αλήθεια το μήνυμα που στέλνουν τέτοιες βραβεύσεις; Ότι ακόμη κι αν η πόλη σου δέχεται ένα τεράστιο και καταστροφικό πλήγμα, εμείς θα σε επιβραβεύουμε για την προσπάθεια (που αποδείχθηκε ανεπαρκής στην πράξη); «Ζήτω που… καήκαμε» που λέει κι ο σοφός λαός μας; Και κατά πόσο αυτή η (επι)βράβευση απηχεί την άποψη του πραγματικού κριτή, δηλαδή του πολίτη – κατοίκου των περιοχών αυτών; Ρητορικό το ερώτημα…