Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 27/07/2024
Κανονικά αυτό το editorial θα το απασχολούσαν οι ταραχές στον Δήμο Λυκόβρυσης – Πεύκης για την «εκπαραθύρωση» 15 σχολικών καθαριστριών, με τη λογική «όπου ευημερούν οι αριθμοί, δυστυχούν οι άνθρωποι». Έπεσα όμως σε μια φωτογραφία που ομολογώ μου «έκοψε» τα γόνατα και αποφάσισα να αναφερθώ σε «οικεία κακά» που παραμένουν επώδυνα, ανεπούλωτα και εν πολλοίς αναπάντητα…
Η φωτογραφία φυσικά είναι αυτή που βλέπετε, τραβηγμένη το βράδι της Τρίτης 23 Απριλίου: τα φαναράκια που οι συγγενείς και φίλοι των 104 θυμάτων της αδιανόητης πυρκαγιάς που ισοπέδωσε το Μάτι και εν μέρει τον Νέο Βουτζά, έβαλαν να πλεύσουν μέσα στο λιμανάκι του πόνου και των απόκοσμων ουρλιαχτών που ακόμη και σήμερα αντηχούν εκεί γύρω και στις καρδιές του λαού μας.
Κι όμως, 6 χρόνια πέρασαν κιόλας από εκείνη τη «μαύρη Δευτέρα» για ένα ολόκληρο έθνος, η οποία αποτέλεσε και «μαύρη χρεοκοπία» μιας ολάκερης συντεταγμένης Πολιτείας. Κι αν ο χρόνος κυλά αμείλικτα, τα ερωτηματικά για τις αποφάσεις που λήφθηκαν από τους «αρμόδιους» εκείνο το τραγικό απόγευμα, εξακολουθούν να βασανίζουν τις οικογένειες των θυμάτων σε πρώτο χρόνο και ολόκληρη την κοινωνία μας κατ’ επέκταση.
Η επεισοδιακή δίκη, η κατακραυγή για τις εισαγγελικές προτάσεις και αποφάσεις, απλά ρίχνουν αλάτι σε ανεπούλωτα «εγκαύματα» σε σώματα και ψυχές, ωστόσο όχι και σε όλες τις συνειδήσεις. Αρκετοί από αυτούς που θα έπρεπε να κυνηγούν οι «Ερινύες» εξακολουθούν να ζουν και να δραστηριοποιούνται στους χώρους τους, πολιτικούς και υπηρεσιακούς, δίχως ουδέποτε να αναλάβουν έστω το δυσβάσταχτο ηθικά βάρος μιας απολογίας, μιας «συγγνώμης». Άλλοι εξ αυτών δε, αναρριχήθηκαν έτι περαιτέρω σε αξιώματα, προκαλώντας ακόμη περισσότερες απορίες για το τι στο καλό συμβαίνει επιτέλους σε αυτόν τον δύσμοιρο τόπο.
Μια τρίωρη δυτική θύελλα 12 μποφόρ, ασύλληπτη ακόμη και σήμερα για όσους ζήσαμε στα βόρεια προάστια εκείνη την ημέρα. Μια φωτιά που ξεκίνησε από την Πεντέλη και ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Η καθυστερημένη κινητοποίηση της Πυροσβεστικής, η έλλειψη εναέριων μέσων όταν ακόμη ήταν εφικτό να πετάξουν. Ένα 112 που σήμερα πλέον χτυπάει για… ψύλλου πήδημα, αλλά τη στιγμή που έπρεπε παρέμεινε βουβό. Μια αστυνομική απόφαση διοχέτευσης οχημάτων από μια στενωπό που εξελίχθηκε σε πύρινη εκατόμβη. Μια άναρχη δόμηση μέσα στα δέντρα ή/και στην άκρη της θάλασσας, ένας οικισμός δίχως ελεύθερους και αποψιλωμένους χώρους συγκέντρωσης. Μια κυβερνητική «παράσταση» στο Συντονιστικό Πολιτικής Προστασίας για λόγους τηλεθέασης, την ώρα που ήταν γνωστό ότι έχει καεί κόσμος. Ένα πινγκ – πονγκ επίρριψης ευθυνών, με το «μπαλάκι» να πετιέται εν τέλει στην «εξέδρα». Μια δίκη που επέτεινε τον πόνο και προκάλεσε την οργή των οικείων όσων έχασαν τη ζωή τους.
Θα τολμήσω να αποκαλέσω τους εκλιπόντες «θύματα πολέμου». Όχι μόνο επειδή έχασαν τη ζωή τους μέσα σε μια πύρινη λαίλαπα που θύμιζε πραγματικό πόλεμο… Αλλά γιατί αυτός ο «πόλεμος» που εγώ επικαλούμαι, είναι αυτός της κοινωνίας μας έναντι ενός κράτους εχθρικού για τον πολίτη σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας πλέον.
Και δυστυχώς μέχρι στιγμής τον χάνουμε εμφατικά…