Η απόφαση της διοίκησης των ΕΛΤΑ να προχωρήσει στο κλείσιµο 204 υποκαταστηµάτων σε όλη την επικράτεια δεν προκάλεσε απλώς σφοδρές αντιδράσεις και ανησυχία στις τοπικές κοινωνίες, αλλά αυτό που αποκαλούµε -κατά τα λατρεµένα µας δηµοσιογραφικά κλισέ- «σεισµό µεγατόνων».
Οι παλινωδίες που ακολούθησαν της αρχικής απόφασης (τα 204 υποκαταστήµατα που θα έβαζαν «λουκέτο» στη συνέχεια έγιναν 46 τα οποία ήδη έκλεισαν από τη ∆ευτέρα 3 Νοεµβρίου) δεν βοήθησαν στην εδραίωση του «αφηγήµατος» της διοίκησης περί «αναδιάρθρωσης και εκσυγχρονισµού» των ΕΛΤΑ που στοχεύει «στη µείωση του λειτουργικού κόστους και στη στροφή προς ψηφιακές υπηρεσίες».
Αν κάποιος αφουγκραστεί την τοπική κοινωνία (και αυτή των Βριλησσίων καθώς το υποκατάστηµα των ΕΛΤΑ στην πλατεία Ελευθερίας ήταν ένα από τα 46 στα οποία µπήκε ήδη «λουκέτο»), θα καταλάβει ότι για πολλούς πολίτες, δήµους και τοπικούς φορείς, η κίνηση αυτή µεταφράζεται σε ένα ακόµη βήµα αποµάκρυνσης του κράτους από τις ανάγκες της περιφέρειας και των ασθενέστερων κοινωνικών οµάδων, καθώς ο κοινωνικός ρόλος που είχαν αναπτύξει τα ΕΛΤΑ έµοιαζε να είναι η δύναµη ενός «γίγαντα εν υπνώσει», όπως είχαν καταλήξει να είναι τα Ελληνικά Ταχυδροµεία τα τελευταία χρόνια.
Είναι γνωστό ότι η λειτουργία των ταχυδροµείων δεν περιορίζεται στην απλή διακίνηση αλληλογραφίας. Για πολλούς ηλικιωµένους, ιδίως σε µικρές πόλεις και χωριά, τα ΕΛΤΑ αποτελούν βασικό σηµείο επαφής µε το ∆ηµόσιο – από την παραλαβή συντάξεων και λογαριασµών έως την αποστολή εγγράφων και δεµάτων. Το κλείσιµο τόσων καταστηµάτων, ειδικά στην επαρχία, σηµαίνει ότι χιλιάδες πολίτες θα πρέπει πλέον να µετακινούνται αρκετά χιλιόµετρα για να εξυπηρετηθούν, γεγονός που δηµιουργεί σηµαντικά προβλήµατα σε περιοχές χωρίς επαρκή συγκοινωνιακή κάλυψη.
Παράλληλα, στους αστικούς δήµους, όπως τα Βριλήσσια, η κατάργηση ενός υποκαταστήµατος επιβαρύνει τα γειτονικά καταστήµατα, αυξάνοντας τους χρόνους αναµονής και µειώνοντας την ποιότητα εξυπηρέτησης. Οι εργαζόµενοι των ΕΛΤΑ εκφράζουν φόβους για περαιτέρω απολύσεις, η ΚΕ∆Ε αλλά και οι κατά τόπους δήµαρχοι (ακόµα και «γαλάζιας» απόχρωσης) εκφράζουν την κατηγορηµατική αντίθεσή τους στο κλείσιµο των καταστηµάτων, όµως το ερώτηµα του «ενός εκατοµµυρίου» είναι: ποιος ασχολήθηκε πραγµατικά µε το παρόν και το µέλλον των ΕΛΤΑ τα τελευταία 8 χρόνια που ανήκουν στο Υπερταµείο, κινούµενα µεταξύ «φθοράς και αφθαρσίας;».
Για περισσότερο από µια δεκαετία, τα Ελληνικά Ταχυδροµεία παραµένουν παγιδευµένα σε έναν φαύλο κύκλο ζηµιών και αποτυχηµένων προσπαθειών εξυγίανσης µε τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη να κάνει λόγο για καταστήµατα «που µπαίνουν µέσα 100.000 και 150.000 ευρώ κάθε χρόνο».
Η πικρή αλήθεια είναι ότι σε έναν κόσµο που τρέχει µε ιλιγγιώδεις ταχύτητες προς την ψηφιακή εποχή, τα Ελληνικά Ταχυδροµεία παρά το ευρύτατο δίκτυο που διέθεταν (πριν την …«αναδιάρθρωση») έµειναν πίσω ασθµαίνοντας.
∆εν προχώρησαν σε συνεργασίες µε µεγάλους εµπορικούς οµίλους για τη διανοµή προϊόντων, δεν επένδυσαν σε box delivery σηµεία, ώστε ο πολίτης να παραλαµβάνει το δέµα του όποτε τον βολεύει, δεν επένδυσαν σε µια επικοινωνιακή καµπάνια επαναλανσαρίσµατος του brand τους… ∆εν, δεν, δεν…
∆εν γνωρίζουµε εάν πλέον είναι αργά για να µη µείνει «γράµµα κενό» ο ψηφιακός µετασχηµατισ µός των ΕΛΤΑ. Το σίγουρο είναι ότι αυτό θα όφειλε να συνδυάζεται µε τη διατήρηση ενός δικτύου φυσικής παρουσίας, ιδιαίτερα σε αποµακρυσµένες και ευάλωτες περιοχές. Επενδύσεις σε τεχνολογία, αναβάθµιση προσωπικού και συνεργασίες µε άλλους φορείς του ∆ηµοσίου θα µπορούσαν να εξασφαλίσουν τη βιωσιµότητα των ΕΛΤΑ χωρίς να στερήσουν από τους πολίτες µια κρίσιµη δηµόσια υπηρεσία.
Η πρόκληση, εποµένως, δεν είναι να κλείσουν καταστήµατα, αλλά να µετασχηµατιστούν τα ΕΛΤΑ σε έναν σύγχρονο και ευέλικτο Οργανισµό που θα υπηρετεί τον πολίτη µε συνέπεια και κοινωνική ευαισθησία.
Είναι πια αργά να συµβεί κάτι τέτοιο; Ας ελπίσουµε πως όχι…








































































































