Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 25/03/2023
Ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα παρακολουθώντας τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο κέντρο της ασφυκτικά γεμάτης από κόσμο πλατείας Κασταλίας στο Μαρούσι, να αποκαλεί «θυσία» την τραγική απώλεια των 57 συνανθρώπων μας στη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών.
Δεν πίστευα ότι 18 ημέρες μετά θα επέλεγε να χρησιμοποιήσει μια λέξη που ήδη έχει καταδικαστεί στη συνείδηση της κοινής γνώμης όταν χρησιμοποιήθηκε από μεγαλόσχημους συναδέλφους σε τηλεοπτικά πάνελ.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ήταν εκ των προτέρων επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να μιλήσει για «θυσία» ή επρόκειτο για κάτι που ενστικτωδώς, εν τη ρύμη του λόγου του, προέκυψε. Το σίγουρο είναι ότι, είτε έτσι είτε αλλιώς, η χρήση της προκάλεσε εκ νέου αντιδράσεις και σίγουρα μείωσε τη δυναμική που προσέδωσε στον πρωθυπουργό η μεγάλη παρουσία κόσμου στην πρώτη δημόσια εμφάνισή του μετά το πολύνεκρο δυστύχημα.
Η λέξη «θυσία» συνιστά, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, εθελούσια ενέργεια. Θυσιάζω κάποιον/κάτι ή θυσιάζομαι εγώ για κάποιον σκοπό. Τα θύματα της τραγωδίας, στη μεγάλη τους πλειοψηφία νέοι άνθρωποι, πώς ακριβώς «θυσιάστηκαν»; Τους έστειλε κανείς εσκεμμένα με το συγκεκριμένο τρένο να βρουν τον θάνατό τους για να χρησιμοποιηθούν μετά ως «ευκαιρία» για να εξυπηρετηθεί κάποιος σκοπός, στην προκειμένη περίπτωση ο εκσυγχρονισμός του σιδηροδρομικού δικτύου; «Ευκαιρία»… Να μια ακόμη λέξη που χρησιμοποίησε λίγο μετά από την ομιλία Μητσοτάκη στο Μαρούσι, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης, ρίχνοντας κι άλλο «λάδι στη φωτιά».
Και άντε να δεχτεί κανείς ότι τέτοιες, επιεικώς άστοχες, εκφράσεις είναι πιθανό να χρησιμοποιηθούν τις πρώτες ώρες και ημέρες μετά τη σύγκρουση των τρένων, όταν κυριαρχεί πανικός, νευρικότητα, άγχος και πρεμούρα να χρησιμοποιηθούν πάσης φύσεως επιχειρήματα από τους κυβερνώντες για να περιορίσουν την εις βάρος τους κριτική για «πράξεις ή παραλείψεις». Όμως, όταν έχουν περάσει 18 ημέρες, κατά τις οποίες χιλιάδες κόσμου ανά την Ελλάδα βγήκαν στους δρόμους για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία και την οργή τους για τα κακώς κείμενα του κράτους μας και ακόμη και ο πρωθυπουργός αναπαράγει έννοιες που προκαλούν το λαϊκό αίσθημα, είναι κάτι που πραγματικά προκαλεί απορίες.
Το θέμα είναι ότι τα περί «θυσίας» σχεδόν επισκίασαν τη γενικότερη αυτοκριτική και την αναφορά από τον πρωθυπουργό σε λάθη «από τα οποία μαθαίνουμε» και σε ευθύνες «που αναλαμβάνουμε σε ό,τι μας αναλογεί», όπως είπε. Και αυτή ήταν η πρώτη φορά που ακούσαμε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να προχωρεί σε μια τέτοια αυτοκριτική, η οποία, αν μη τι άλλο, του πιστώνεται και αντικρούει τα επιχειρήματα περί «απόστασής του από την πραγματικότητα» που του προσάπτουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Διότι ακόμη κι αν αυτή η αυτοκριτική γίνεται υπό την έντονη πίεση που ασκείται στον ίδιο και την κυβέρνησή του και ιδίως ενόψει των εκλογών, δεν παύει να αποτελεί ένα θετικό σημάδι επίγνωσης ότι ούτε όλα γίνονται σωστά ούτε μπορεί η ατομική ευθύνη να αποτελεί μόνιμο «άλλοθι».
Κι αυτή η αίσθηση επίγνωσης και «τσαλακώματος» δεν είναι κατ’ ανάγκη κάτι κακό για κάποιον πολιτικό ηγέτη, αντιθέτως μπορεί να τον βοηθήσει να εξελιχθεί, να βελτιωθεί, να αντιληφθεί τον σφυγμό της κοινωνίας σε όσο πιο ρεαλιστικό βαθμό γίνεται. Και αυτό είναι ένα προνόμιο που δεν πρέπει να…
«θυσιάζεται» στον βωμό δηλώσεων που δεν συνάδουν με το γενικότερο αίσθημα της κοινωνίας. Η οποία θέλει απόδοση ευθυνών και αλλαγή προς το καλύτερο των συνθηκών ζωής, σε μια χώρα που εδώ και 13 χρόνια βρίσκεται διαρκώς μεταξύ σφύρας και άκμονος.