Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Mέσα σε όλο τον χαμό της σεξουαλικής κακοποίησης που συγκλονίζει την ελληνική κοινωνία, στο ερώτημα «γιατί τώρα», υπάρχει μια αιτίαση: «Δεν μιλούσες, δεν αντέδρασες και άφησες τον κάθε τύπο να το κάνει ξανά και ξανά και σε άλλους». Είναι μια αιτίαση που θα μπορούσε να ακουστεί εύλογη, όχι όμως όταν υπάρχουν τόσες πολλές εξηγήσεις: Επαγγελματική ανασφάλεια, προσωπική ενοχή, κοινωνικό στίγμα, φόβος, αμφιβολίες, δυσδιάκριτα όρια επειδή επρόκειτο για γενικευμένη συμπεριφορά που είχε «νομιμοποιηθεί» δια της σιγής μέσα στο πέρασμα δεκαετιών. Πολλά μπορεί να πει κανείς και θα είναι όλα τους σωστά.
Θα προσθέσω μια ακόμη παράμετρο, ίσως παράταιρη μέσα στο γενικό κλίμα των ημερών, αλλά ενδεχομένως σημαντική: Ο μέσος Έλληνας (και όχι μόνο) πολίτης αυτής της χώρας δεν γνωρίζει καλά τα δικαιώματά του. Για να μην πω ότι δεν τα γνωρίζει σχεδόν καθόλου. Γνωρίζει ποια είναι τα όρια ανάμεσα σε μια νορμάλ σεξουαλική/ερωτική προσέγγιση και τη σεξουαλική παρενόχληση/κακοποίηση; Ξέρει πού σταματούν τα όρια της κανονικής συμπεριφοράς του εργοδότη/προϊσταμένου του και αρχίζει η ποινικά κολάσιμη κατάχρηση εξουσίας; Γνωρίζει πού να απευθυνθεί (νομικοί, αστυνομία) και πώς να το κάνει; Διαθέτει μια στοιχειώδη, έστω, πληροφόρηση για το πνεύμα (αν όχι και το γράμμα) του νόμου, και τις δυνατότητες που του διαθέτει το Σύνταγμα, το πολίτευμα και η νομοθεσία ώστε και ο ίδιος να προστατευτεί και η καταγγελία του να έχει νομικό έρεισμα; Σε πολλές περιπτώσεις όχι, πόσω μάλλον όταν το μυαλό σκοτεινιάζει και η ψυχή τραυματίζεται βαθιά.
Στην απαράδεκτη υπόνοια από μικρή μερίδα της κοινωνίας μας ότι το τάδε θύμα «έδωσε δικαιώματα», οφείλουμε να απαντήσουμε ότι «γνωρίζουμε τα δικαιώματά μας».
Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση είναι πλέον μονόδρομος στα σχολεία μας, από μικρές ηλικίες, λόγω (και) των κινδύνων του διαδικτύου. Όπως και η καταπολέμηση του εκφοβισμού και της βίας. Όπως και τα θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα, που πρέπει να ενσωματωθούν σε ένα ουσιώδες και όχι διαδικαστικό μάθημα Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Θα περίμενε κανείς από όλα τα κεντρικά συνδικαλιστικά σωματεία από όλους τους επαγγελματικούς και επιστημονικούς κλάδους να συνενωθούν και να το απαιτήσουν. Δυστυχώς, ο καθένας κοιτάει τα του οίκου του και τις μικροκομματικές σκοπιμότητες και ισορροπίες.
Τέλος, κάτι ακόμη πιο βαθύ, σκοτεινό και αποτρόπαιο: Το «Χαμόγελο του Παιδιού» και άλλοι φορείς έχουν κατά καιρούς παρουσιάσει στοιχεία για εκατοντάδες ανήλικα προσφυγόπουλα/μετανάστες που αγνοούνται.
Το ίδιο και η Ιντερπόλ. Ήδη εδώ και τουλάχιστον μια πενταετία. Μέχρι στιγμής κανείς δεν έδειχνε να ασχολείται σοβαρά. Σιγά σιγά, όμως, μια πιθανή, εφιαλτική εκδοχή αρχίζει να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα για κάποια (πολλά;) από αυτά τα παιδιά. Το υποπτευόμασταν, αλλά δεν θέλαμε να το δεχθούμε; Ίσως. Κάποιοι χτύπησαν, επιτέλους, την πόρτα του εισαγγελέα. Και η έρευνα των Αρχών θα πρέπει να εντατικοποιηθεί, να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο.
Πλέον, δεν έχουμε την πολυτέλεια απλά να «υποπτευόμαστε» επειδή δεν έχουμε ούτε καν ενδείξεις. Οι ενδείξεις ήδη παρουσιάζονται μπροστά μας και αρχίζουν να γίνονται «αποχρώσες»…