Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Η κλασική ατάκα του τίτλου προέρχεται από την ελληνική ταινία «Αχ αυτή η γυναίκα μου» και πάντα στο μυαλό μας συνοδεύεται από τη χαρακτηριστική φωνή της αξέχαστης Σαπφούς Νοταρά. Γιατί, όμως, την θυμήθηκα; Για να περιγράψω Μσυνοπτικά την όλη ιστορία της υπερτοπικήςΜεπιβάρυνσης του Αμαρουσίου, μιας περίπτωσης – πιλότου για το πώς μπορεί να αλλοιωθεί ο προαστιακός χαρακτήρας μιας ολόκληρης περιοχής και, μάλιστα, με εκ των υστέρων νομιμοποιημένες «παρατυπίες» ου μην «παρανομίες».
Το «The Mall», επί 15 χρόνια στον «αέρα», ολοκληρώνει τη διαδικασία νομιμοποίησής του, μετά την υπαγωγή του εκ των υστέρων σε «αναπτυξιακούς» νόμους ως «στρατηγική επένδυση». Το αδελφάκι του, «Golden Hall» νομιμοποιήθηκε πιο «άνετα», λειτουργώντας εντός ενός κτηρίου που κανονικά θα έπρεπε να έχει αποσυναρμολογηθεί αμέσως μετά την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Το καζίνο στο κτήμα Δηλαβέρη φαίνεται, πλέον, πολύ ορατά στον ορίζοντα, παρά τις προσφυγές και τις ενστάσεις δήμων, φορέων και κατοίκων της περιοχής. Αγώνες επί αγώνων, δικαστικές διαμάχες, πολιτικές αντιπαραθέσεις, τόννοι μελανιού, χιλιάδες αναρτήσεις για όλα τα παραπάνω, εδώ και μια 20ετία.
Και διατυπώνω τη σκληρή ερώτηση: Και λοιπόν; Θυμάμαι τους λυσσαλέους αγώνες των κατοίκων του Ψαλιδίου. Με την Αττική Οδό να το διασχίζει και ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο στην «καρδιά» του. Και μετά και δεύτερο, λίγο πιο κάτω. Για υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και των αντικειμενικών αξιών των σπιτιών στα οποία είχαν επενδύσει, φώναζαν επί χρόνια. Τώρα, 15 χρόνια αργότερα, πόσοι από τους κατοίκους του Ψαλιδίου δεν πηγαίνουν απέναντι στο «Mall» για τα ψώνια τους; Και πόσοι κάτοικοι του Αγίου Θωμά δεν πηγαίνουν στο «Mall», το «Golden Hall», το «Avenue», το «Media Markt», το «Leroy Merlin» κ.λπ.;
Και, άραγε, πόσοι Μαρουσιώτες, Χαλανδραίοι, Πευκιώτες, Μελισσιώτες κ.ο.κ. που «τιμούν» κατά χιλιάδες τα παραπάνω εμπορικά κέντρα, δεν θα «πετάγονται» και στο… απέναντι καζίνο που μπορεί να συνοδεύεται από εμπορικές χρήσεις «ελκυστικές» στο σύγχρονο life style; Πόσοι από αυτούς ενοχλούνται π.χ. από το τσιμέντο, τα σίδερα ή τον κυκλοφοριακό φόρτο της περιοχής τους; Ο λαός λέει «μπρος στα κάλλη, τι είναι ο πόνος» και αυτό συμβαίνει στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία κατά κόρον από την εποχή του «εκσυγχρονισμού» κι έπειτα.
Καλές, φιλότιμες, δίκαιες και λογικές οι αντιδράσεις δεκαετιών από τους τοπικούς φορείς ή συνδυασμούς ή δημοτικές Αρχές για όλο αυτό που συμβαίνει στο Μαρούσι και δεν ξέρω αν έχει ταίρι σε όλη την Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια. Ωστόσο, από τη συνταγή λείπει το βασικότερο συστατικό: Το λαϊκό έρεισμα, η απήχηση στα ευρύτερα στρώματα των τοπικών κοινωνιών. Κοινώς, καμιά 200αριά άνθρωποι προσπάθησαν κόντρα «σε θεούς και δαίμονες» να αποτρέψουν την υπερτοπική επιβάρυνση της περιοχής.
Όλοι οι υπόλοιποι, είτε δεν ασχολήθηκαν, είτε προβληματίστηκαν μεν, αλλά από τον… καναπέ τους, είτε απλά… κάνουν τα ψώνια και πίνουν τον καφέ τους στα εμπορικά κέντρα της περιοχής. Γι’ αυτό και τα πάντα δρομολογούνται υπέρ των συγκεκριμένων επενδυτικών συμφερόντων, ακόμη και με εκ των υστέρων νομιμοποιήσεις. «Τα θέλει κι εμάς ο οργανισμός μας». Αυτή είναι η σκληρή αλήθεια.