Πριν από δυο εβδοµάδες, η εν ψυχρώ δολοφονία του συντηρητικού ακτιβιστή Τσάρλι Κερκ την ώρα που µιλούσε σε φοιτητική εκδήλωση στο Πανεπιστήµιο της Γιούτα, συγκλόνισε την κοινή γνώµη σε διεθνές επίπεδο, φέρνοντας στο νου τις πολιτικές δολοφονίες που µάστιζαν τις ΗΠΑ στα τέλη των 60’s – µόνο το 1968 και µε διαφορά λίγων µηνών είχαν δολοφονηθεί ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ο Ρόµπερτ Φ. Κένεντι.
Η στήλη δεν θα σταθεί σήµερα στους κοινωνικοπολιτικούς τριγµούς που µπορεί να επιφέρει αυτή η θλιβερή εξέλιξη (οι διεθνολόγοι γνωρίζουν καλύτερα από τον γράφοντα), αλλά στον τρόπο που καλύφθηκε η δολοφονία του Κερκ, καθώς κατά κοινή οµολογία, ενώ τα παραδοσιακά ΜΜΕ σεβάστηκαν το κοινό τους, τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης έκαναν το ακριβώς αντίθετο.
Από την πρώτη στιγµή της δολοφονίας, το σοκαριστικό βίντεο κατέκλυσε ιστότοπους όπως το X (πρώην Twitter), το TikTok και το YouTube, τη στιγµή που θεωρίες συνωµοσίας εξαπλώνονταν τάχιστα στα social, καθώς -όπως αναφέρει το Associated Press σε ανάλυσή του- αυτή η δοκιµασµένη τακτική «κάνει ακριβώς αυτό για το οποίο έχει σχεδιαστεί: κρατά τους ανθρώπους προσκολληµένους στις ιστοσελίδες για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα». Μια θάλασσα φηµών και παραπληροφόρησης, πασπαλισµένη µε ψευδείς ειδήσεις, θεωρίες συνωµοσίας, αλλοιώσεις στοιχείων που αποπροσανατολίζουν το κοινό δίνοντας έµφαση στο δράµα και το αισθητικό σοκ, παρά στην ουσία και την ανάλυση, έκαναν την υπόλοιπη δουλειά…
Την ίδια στιγµή, τα παραδοσιακά ΜΜΕ αφού ξεπέρασαν το αρχικό σοκ της στιγµής της δολοφονίας, µπήκαν στην ουσία της είδησης. Επισήµαναν ζητήµατα ασφάλειας στην εκδήλωση, περιέγραψαν τόσο τον ύποπτο όσο και τον ακριβή τρόπο διαφυγής του και συνεργάστηκαν µε το FBI, το οποίο από την πρώτη στιγµή δηµοσιοποίησε φωτογραφίες και βίντεο, προσφέροντας αµοιβή για πληροφορίες.
Το αποτέλεσµα είναι γνωστό: µέσα σε 33 ώρες, ο 22χρονος Τάιλερ Ρόµπινσον από τη Γιούτα τέθηκε υπό κράτηση, κατηγορούµενος για τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ.
Τι συµπέρασµα βγαίνει από αυτήν την ιστορία;
Στην εποχή των fake news, της ΑΙ και των social media, παραµένει αδιαπραγµάτευτη η αξία της παραδοσιακής δηµοσιογραφίας.
Οι εφηµερίδες, οι ραδιοφωνικοί σταθµοί και τα τηλεοπτικά δίκτυα διαθέτουν πόρους αλλά κυρίως έµπιστες πηγές για να ελέγξουν πληροφορίες πριν τις παρουσιάσουν ως γεγονότα. Γνωρίζουν τους όρους «δεοντολογία», «δηµοσιογραφική ευθύνη», «διασταύρωση πληροφορίας». Μπορούν -για την ακρίβεια είναι υποχρεωµένα- να δώσουν φωνή σε διαφορετικές πλευρές (αστυνοµία, τοπική κοινότητα, πολιτικούς, ειδικούς), να ανατρέξουν σε ιστορικά γεγονότα που έχουν σχέση µε το γεγονός, να προχωρήσουν σε προβλέψεις βασισµένες στην ιστορική κατανόηση, την αναλυτική επανεξέταση και τη δικαιοσύνη.
Σε καιρούς αυξανόµενης πόλωσης και διάδοσης ψευδών ειδήσεων, ο ρόλος των παραδοσιακών ΜΜΕ είναι πιο κρίσιµος από ποτέ. Αν καταφέρουν να διατηρήσουν την αξιοπιστία τους, αν λειτουργούν µακριά από κοµµατικές αγκυλώσεις – εξαρτήσεις παρουσιάζοντας «την αλήθεια και µόνο την αλήθεια χωρίς να προσθέσουν ή να αποκρύψουν τίποτε» (όπως επιτάσσει ο χριστιανικός όρκος που παίρνουν οι µάρτυρες στα δικαστήρια) τότε µπορούν να εκπληρώνουν το καθήκον τους ως δηµόσιο αγαθό.
Όπως ακριβώς κάνει τα τελευταία 60 χρόνια η εφηµερίδα που κρατάτε στα χέρια σας…