Κανονικά, θα έπρεπε να γράψω ένα ακόμα κείμενο αναφορικά με τα όσα – φαιδρά, θα μου επιτρέψετε, σε σχέση με τη βαρύτητα του θέματος – εκτυλίσσονται τις τελευταίες εβδομάδες, αναφορικά με το τέλος ταφής, αλλά στην Ελλάδα που τόσο αγαπώ και τόσο μας πληγώνει, δεν θεωρώ ότι είναι το μείζον θέμα να ασχοληθεί κάποιος τη δεδομένη στιγμή.
Μετακινούμαι καθημερινά με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Αυτά, τα διαλυμένα, αχρηστευμένα, απείρως επικίνδυνα, που κάνουμε συνέχεια το σταυρό μας να βγούμε όρθιοι και αρτιμελείς. Δεν θα μπορούσα άλλωστε να κάνω αλλιώς, Εκτός του ότι ως άνθρωπος που αρέσει αυτού του είδους η μετακίνηση και θεωρώ ότι, έστω κι έτσι, βάζω έναν μικρό κόκκο άμμου στην προσπάθεια εφαρμογής μιας βιώσιμης αστικής μετακίνησης προς όφελος του πλανήτη, το εξοδολόγιο μετακίνησης με το αυτοκίνητό μου από και προς τους τόπους εργασίας μου είναι τουλάχιστον απαγορευτικό.
Η μετακίνηση με τα Μέσα έχει τις ιδιαιτερότητες και το ενδιαφέρον της. Προσωπικά, επιλέγω να χάνομαι διαβάζοντας βιβλία ή ακούγοντας μουσική – πολλές φορές και ταυτόχρονα – ή ακόμα και να σκαρώνω μικρές ιστορίες στα σημειωματάριά μου, που κάποτε ίσως αποφασίσω να εκδώσω.
Το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, η μετακίνηση με τα ΜΜΜ είναι θλιβερή και δυσάρεστη. Όχι για τις καθυστερήσεις, το συνωστισμό και την επικνδυνότητα του ίδιου του μέσου, αλλά γιατί εδώ και καιρό, είναι σχεδόν καθημερινό το φαινόμενο των… «δελτίων θανάτου», που διακόπτουν βίαια την καθημερινότητα όλων μας.
Μόνο κατά την τελευταία εβδομάδα, όχι ένας, ούτε δύο, αλλά τουλάχιστον τέσσερις συνάνθρωποί μας, κατά τις ώρες που μετακινούμαι, έδωσαν τέλος στη ζωή τους, πηδώντας στις γραμμές του μετρό ή του ΗΣΑΠ (κυρίως του δεύτερου). Δεν θα σταθώ καν στις ατελείωτες αναμονές, καθυστερήσεις, μπλοκάρισμα στους σταθμούς, που συνεπάγεται το κλείσιμο και η διαδικασία απομάκρυνσης των σωρών. Και δεν θα το κάνω γιατί αυτή ακριβώς είναι η απόλυτη αποκτήνωση της κοινωνίας μας.
Στα πηγαδάκια που δημιουργούνται είναι έντονη η αγανάκτηση όχι για το γεγονός ότι κάποιος συνάνθρωπός μας δεν άντεξε την πίεση της ζωής του, αποφασίζοντας να την τερματίσει με βίαιο, σαδιστικό και άδοξο τρόπο, αλλά γιατί… μας καθυστερεί από το να πάμε στις δουλειές μας. Ναι, αυτή είναι πλέον η έγνοια μας. Και αυτό με κάνει να χάνω την πίστη μου στην ανθρωπότητα όλο και περισσότερο.
Μετά από 17 σχεδόν χρόνια κρίσης, έχουμε γίνει τέρατα. Έχουμε συνηθίσει τη βία και την ασχήμια. Και όποιος δείχνει αδυναμία ή δεν καταφέρνει να ανταπεξέλθει, γίνεται αντίπαλός μας. Από δημοσιογραφική – και όχι μόνο – διαστροφή, ζήτησα να μιλήσω με κάποιον ειδικό της ψυχικής υγείας για τους λόγους που πλέον επιλέγεται αυτός ο τρόπος αυτοκτονίας πλέον όλο και πιο συχνά. Δεν θα αναλύσω όλα όσα μου είπε γιατί θα μας πάρει «σεντόνια», αλλά σας διαβεβαιώ ότι όσα συζητήσαμε ήταν σοκαριστικά.
Πλέον, κάθε μέρα μπαίνω στους συρμούς με ένα επιπλέον ψυχολογικό βάρος. Ειλικρινά, δεν με νοιάζει τι ώρα θα φτάσω σπίτι μου και αν θα ταλαιπωρηθώ. Με συντρίβει, όμως, η πιθανότητα, να συνταξιδεύω με συνανθρώπους μου που μέσα τους κραυγάζουν για βοήθεια, αλλά δεν είμαστε εκεί να τους τη δώσουμε. Έχετε αναρωτηθεί ποτέ, αν κάποιος από αυτούς τους δυστυχείς, κάποτε πέρασε από δίπλα σας;
Ας συνεχίσουμε, λοιπόν, να φωνάζουμε, έστω κι αν αγγίζουμε τα επίπεδα της γραφικότητας. Ας μην κλείνουμε τα μάτια στο διπλανό μας και ας έχουμε απλωμένο το χέρι μας, όπου και να βρισκόμαστε. Ποιος ξέρει; Ίσως την ύστατη στιγμή, κάποιος να αρπαχτεί από αυτό πριν κάνει το απονενοημένο.