Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 11/03/2023
Είμαστε μια από τις πιο όμορφες χώρες του πλανήτη. Πιθανότατα με το καλύτερο κλίμα στον κόσμο. Στο κέντρο του παγκόσμιου «Άτλαντα». Σταυροδρόμι και «χωνευτήρι» πολιτισμών. Με τεράστια και απλησίαστη ιστορία. Με πλουτοπαραγωγικές πηγές. Με άπειρες δυνατότητες και επιλογές ανάπτυξης. Με εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο, που πολλοί από αυτούς απλώς ονειρεύονται να ζήσουν στα μέρη μας.
Τότε, πώς έχουμε καταφέρει να είμαστε τόσο δυστυχισμένοι και βουτηγμένοι στον πόνο, διάολε; Πώς έχουμε καταφέρει να ζούμε για να τρέχουμε συνεχώς, δίχως καν να έχουμε τη δυνατότητα, οικονομικά και χρονικά, να απολαύσουμε αυτόν τον τόπο που είχαμε την τύχη να γεννηθούμε και να μεγαλώσουμε; Πώς έχουμε καταφέρει να θέλουμε να φύγουμε για να ζήσουμε στα ξένα, σαν κυνηγημένοι πρωτόπλαστοι που απώλεσαν
τον Παράδεισό τους;
Πώς καταφέραμε να απαξιώσουμε τη δημοκρατική ελευθερία που κατακτήσαμε με αίμα, δάκρυα και ιδρώτα; Πώς καταφέραμε να φοβόμαστε την ελευθερία έκφρασης; Πώς μπορέσαμε να προτάξουμε το «φανταχτερό» επουσιώδες, στη θέση του θεμελιώδους δικαιώματός μας για μια Πολιτεία που πάνω απ’ όλα φροντίζει τους πολίτες της; Πώς μπορέσαμε να περάσουμε στους εαυτούς μας τις «αλυσίδες» που μας δένουν με τις πάσης φύσεως οθόνες που μας προσφέρθηκαν, υποτίθεται για να διευρύνουν τους ορίζοντές μας, ενώ στην πραγματικότητα φυλακιστήκαμε στους δέκτες μας, παύοντας να είμαστε πομποί;
Τα Τέμπη συμβολίζουν όλα τα παραπάνω: Ένας πανέμορφος τόπος, στη μέση της Ελλάδας, ο οποίος έχει γίνει «καταραμένος» από τις πολύνεκρες τραγωδίες που έχουν γίνει εκεί, εν πολλοίς λόγω της κρατικής αβελτηρίας και λιγότερο του περίφημου «ανθρώπινου λάθους».
Την ίδια στιγμή, από τις οθόνες μας βλέπουμε να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, με ξεδιάντροπο και δίχως προσχήματα τρόπο, όλη η παθογένεια που μας αποχαύνωσε για χρόνια, που μας οδήγησε στη φτωχοποίηση, στην απαξίωση της πολιτικής, στη διαπλοκή με τα πάσης φύσεως συμφέροντα, στην υποταγή μας σε εμμονικές πολιτικές ιδέες που στην πράξη οδηγούν τη χώρα στον ορυμαγδό, αντί στην υγιή ανάπτυξη.
Μέχρι και τις 11:30 της 28ης Φεβρουαρίου 2023, όλα αυτά τα βλέπαμε από τους δέκτες μας παθητικά. Οι συνεχείς διαδηλώσεις των τελευταίων ημερών, μετά και από το «μούδιασμα» της πανδημίας (άλλη μεγάλη ιστορία αυτή…), δείχνουν ότι ένα σεβαστό ποσοστό των πολιτών αποφασίζουν σιγά σιγά να ξαναγίνουν πομποί. Να στείλουν μηνύματα αφύπνισης, εγρήγορσης, κριτικής σκέψης προς εκείνους που έχουν καταφέρει να μας κάνουν δυστυχισμένους στον Παράδεισο επί δεκαετίες.
Είναι αρκετοί για να αλλάξει κάτι; Στο παρελθόν έχουμε δει ότι οι βαλβίδες αποσυμπίεσης της λαϊκής οργής λειτουργούν αποτελεσματικά. Είναι και το θυμικό του Έλληνα τέτοιο: Τα λέει όπως τα αισθάνεται στη στιγμή, ξεσπάει και μετά «φτου κι απ’ την αρχή».
Νόμος Κοντογιαννόπουλου και δολοφονία Τεμπονέρα, Μακεδονικό και συλλαλητήρια, βομβαρδισμοί στη Σερβία, δολοφονία Γρηγορόπουλου, πλατείες και αγανακτισμένοι του μνημονίου, δίκη Χρυσής Αυγής και τώρα τραγωδία Τεμπών… Κομβικές στιγμές των τελευταίων 30 ετών (της περιόδου των δραματικών αλλαγών στην κοινωνία μας δηλαδή) που έβγαλαν μαζικά στους δρόμους τους Έλληνες. Στιγμές που όλοι περιμέναμε ότι θα αποτελούσαν ορόσημα για να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο.
Μα άλλαξε; Τι συμβαίνει την ώρα της κάλπης; Πόσο είναι το ποσοστό της αποχής κάθε φορά; Πόσοι πιπιλάνε την καραμέλα «όλοι ίδιοι είναι» για να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία να αποδράσουν σε κάποια παραλία ή ταβέρνα; Πόσοι κλείνουν τους δέκτες τους για να γίνουν οι ίδιοι πομποί;
Ας κοιτάξουμε και λίγο τον καθρέφτη μας. Όχι μόνο τις οθόνες μας. Και να διαβάζουμε. Πολύ. Μπας κι αλλάξει τίποτα «από τα μέσα» και αρχίσουμε να ζούμε ξανά με ποιότητα ζωής και όχι ως «φυλακισμένοι στον Παράδεισο».