Το περασμένο καλοκαίρι, την επικαιρότητα μονοπώλησαν οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, οι οποίοι ήταν στην πρώτη θέση της ατζέντας των συζητήσεων με την τρόικα. Όχι αναίμακτα – πολιτικά πάντα, ευτυχώς… – η απαγόρευση των πλειστηριασμών καταργήθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2014.
Έτσι, το μεγάλο «αγκάθι» που έμεινε σε ό,τι έχει να κάνει με τον τραπεζικό τομέα είναι τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια. Και αυτό είναι το θέμα που φαίνεται ότι θα μας απασχολήσει αυτό το καλοκαίρι.
Το ρεπορτάζ θέλει την κυβέρνηση να φορτσάρει και να παρουσιάζει τις σχετικές ρυθμίσεις εντός των επομένων ημερών, ούτως ώστε να εφαρμοστούν από το φθινόπωρο. Η επιλογή να προταχθούν τα επιχειρηματικά δάνεια και στη συνέχεια να ρυθμιστούν τα δάνεια των νοικοκυριών μπορεί να κριθεί δίκαιη ή άδικη, ανάλογα με την οπτική γωνία που προσεγγίζει κανείς το θέμα.
Ασφαλώς η επανεκκίνηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι το μεγάλο ζητούμενο για την πραγματική οικονομία και την ανάπτυξη, αφού η ρύθμιση των οφειλών των επιχειρήσεων –μικρών, μεσαίων και μεγάλων– θα διώξει την αβεβαιότητα και θα σταθεροποιήσει τις συνθήκες επενδύσεων, επιχειρηματικότητας και ανταγωνισμού και τις εργασιακές συνθήκες. Αρκεί, βεβαίως, να τηρηθούν στοιχειώδεις κανόνες…
Από την άλλη πλευρά, όμως, τα νοικοκυριά στενάζουν τα τελευταία χρόνια από τις οφειλές προς την Εφορία και τις τράπεζες, σε ένα κλίμα διαρκώς επιδεινούμενο, παρά το γεγονός ότι οι αριθμοί δείχνουν βελτίωση στην οικονομία. Σίγουρα υπάρχουν οι λεγόμενοι «μπαταχτσήδες», αλλά οι περισσότεροι «νοικοκυραίοι» θέλουν να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις τους, στο βαθμό που μπορούν μέσα στις νέες οικονομικές συνθήκες που έφερε η κρίση. Το ίδιο οι επαγγελματίες, οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν να μην είναι αποκλεισμένοι από τον τραπεζικό δανεισμό.
Οι τελικές ρυθμίσεις, λοιπόν, και η εφαρμογή τους αποτελούν καθοριστικής σημασίας στοίχημα για την κυβέρνηση. Αφενός για το αν θα καταφέρει να κερδίσει το στοίχημα της επανεκκίνησης της οικονομίας, αφετέρου για το αν θα καταφέρει να κερδίσει το στοίχημα της καθημερινότητας των πολιτών και να μπορέσει να τους εμπνεύσει.
Χρειάζεται συνεπώς μια επικίνδυνη, αλλά απαραίτητη ισορροπία στη διαπραγμάτευση με την τρόικα και το τραπεζικό σύστημα και η κατανόηση ότι το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο πρέπει να έχει και κριτήρια πολιτικά και όχι μόνο τεχνοκρατικά-οικονομικά.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, εάν επιβεβαιωθούν τα σενάρια για εκλογές το φθινόπωρο ή τον Ιανουάριο, με την προεδρική εκλογή, μην εκπλαγείτε εάν το θέμα των «κόκκινων» δανείων αποβεί καθοριστικό για την εκλογική αναμέτρηση. Και αν αντιμετωπιστεί ξανά με τους αναποτελεσματικούς και αποσπασματικούς όρους που αντιμετωπίστηκε μέχρι σήμερα, δύσκολα η σημερινή κυβέρνηση θα αποφύγει τη συντριβή – το ίδιο και η οικονομία.