Η συμφωνία Ευρώπης – Τουρκίας μετά τη Σύνοδο Κορυφής της περασμένης Παρασκευής είναι γεγονός, αλλά η εφαρμογή της αποτελεί στοίχημα κυρίως για την Ελλάδα, αφού η χώρα μας είναι εκείνη που πρακτικά θα κληθεί να «απολογηθεί» στις Βρυξέλλες εάν δεν υπάρχει βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα. Και τα πρώτα μηνύματα από την πλευρά της Τουρκίας δεν δείχνουν να είναι ενθαρρυντικά, αφού οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές συνεχίζονται από τα τουρκικά παράλια, ενώ ο αριθμός των εγκλωβισμένων προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα ξεπέρασε τους 50.000. Τα δε τρομοκρατικά χτυπήματα στις Βρυξέλλες ενισχύουν την αίσθηση ότι τα σύνορα δύσκολα θα ανοίξουν ξανά και πως η ίδια η Ευρώπη και η φιλοσοφία της θα αλλάξει άρδην. Μέσα σ’ αυτό το τοπίο, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει αμήχανα τις καταστάσεις και τα ζητήματα που προκύπτουν καθημερινά, όχι από κακή πρόθεση ή αδιαφορία. Αλλά γιατί πραγματικά αδυνατεί να διαχειριστεί αυτό το ζήτημα, στο μέγεθος που εξελίσσεται.
Σε εσωτερικό πολιτικό επίπεδο, εξακολουθούν να κυριαρχούν μικροκομματικές λογικές. Η λεκτική αστοχία του Γιάννη Μουζάλα εξελίχθηκε σε μείζον πολιτικό ζήτημα με την επιμονή Καμμένου για την αποπομπή του από την κυβέρνηση, ωστόσο στην πραγματικότητα ήταν μάλλον πιο σοβαρό ζήτημα η δήλωση Μουζάλα ότι «θα πεθάνουν παιδιά στην Ειδομένη».
Επί της ουσίας, τόσο ο Γ. Μουζάλας παραμένει στην κυβέρνηση – πιθανότατα αναβαθμισμένος, για να ξεπεραστούν οι ενδοκυβερνητικές αναταράξεις – όσο και ο Π. Καμμένος και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες παραμένουν στον κυβερνητικό συνασπισμό. Σαν να μην άλλαξε τίποτα, δηλαδή.
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση σκοπεύει να αλλάξει την ατζέντα τις επόμενες ημέρες και να αξιοποιήσει την προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή, με θέμα τη διαφθορά. Συζήτηση που αναβλήθηκε την περασμένη Τρίτη, λόγω των δραματικών γεγονότων στις Βρυξέλλες, αλλά θα πραγματοποιηθεί πια την ερχόμενη Τρίτη, με το Μαξίμου να προαναγγέλλει «διευθύνσεις και ονόματα» για τη διαφθορά και τη διαπλοκή και την αντιπολίτευση να μιλά για «επικοινωνικά πυροτεχνήματα».