Νέοι κανονισμοί σχετικά με τις εισαγωγές αφορολόγητων προϊόντων τέθηκαν πρόσφατα σε ισχύ, με αποτέλεσμα όσοι ταξιδεύουν στην Ε.Ε. να μπορούν να μεταφέρουν στις αποσκευές τους μεγαλύτερες ποσότητες αφορολόγητου κρασιού ή αρωμάτων. Η νέα αυτή νομοθεσία αυξάνει τη μέγιστη αξία και ποσότητα που μπορεί να μεταφέρει ένα άτομο μαζί του χωρίς να καταβάλλει δασμούς εισαγωγής.
Αυτοί, λοιπόν, που ταξιδεύουν αεροπορικώς ή ακτοπλοϊκώς μπορούν να εισαγάγουν χωρίς δασμούς προϊόντα μέγιστης αξίας 430 ευρώ συνολικά, έναντι 175 ευρώ που ισχύει σήμερα. Ενώ η μέγιστη αξία των προϊόντων που μπορούν να μεταφέρουν όσοι ταξιδεύουν οδικώς στην Ε.Ε. ανέρχεται σε 300 ευρώ.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το όριο αυτό αποφασίστηκε «λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των χωρών μελών που έχουν χερσαία σύνορα με χώρες στις οποίες οι τιμές είναι σαφώς πιο χαμηλές από αυτές στην Ε.Ε.». Ωστόσο, τα όρια αυτά των 430 και 300 ευρώ δεν αφορούν μόνο συγκεκριμένα προϊόντα, όπως ο καπνός, τα οινοπνευματώδη ποτά ή τα αρώματα, τα οποία υπόκεινται και σήμερα σε ποσοτικούς περιορισμούς, όπως σε λίτρα ή σε αριθμό.
Έτσι, για τα αρώματα, τις κολόνιες και το τσάι καταργείται εφεξής το ποσοτικό όριο, ενώ για το κρασί διπλασιάζεται από τα 2 λίτρα που είναι σήμερα στα 4 λίτρα. Για την μπίρα εισάγεται όριο 16 λίτρων, ενώ για τα οινοπνευματώδη ποτά με περιεκτικότητα αλκοόλ άνω του 22% το όριο του 1 λίτρου παραμένει το ίδιο. Όσον αφορά στα τσιγάρα, το όριο είναι τα 200, όμως κάθε κράτος – μέλος θα μπορεί να το μειώσει στα 40 τσιγάρα προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις πολιτικές του για τη δημόσια υγεία.
Βάσει των νέων μέτρων, όποιος ταξιδεύει αεροπορικώς προς την ΕΕ θα μπορεί να φέρει μαζί του αφορολόγητα 200 τσιγάρα, ένα λίτρο ρακί, τέσσερα λίτρα κρασί, 16 λίτρα μπίρα και άλλα προϊόντα συνολικής αξίας 430 ευρώ.
Από την πλευρά του ο Επίτροπος που είναι αρμόδιος για τους δασμούς, Λάζλο Κόβακς σχολίασε: «Η ισχύς των νέων αυτών ορίων αποτελεί μια καλή είδηση για τους ευρωπαίους ταξιδιώτες. Μεγάλος αριθμός από τους κανονισμούς που ίσχυαν από το 1969, δεν ανταποκρίνονταν στις σημερινές ανάγκες».