Το γαϊτανάκι είναι ένα έθιμο που πέρασε στην Ελλάδα από τους πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και είναι από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας. Είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της αποκριάς και η δεξιοτεχνία των χορευτών δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο! Για να στηθεί ο χορός γύρω από το γαϊτανάκι χρειάζονται δεκατρία άτομα. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου ξεκινούν 12 μακριές πολύχρωμες κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα. Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο. Γύρω από το στύλο, 12 χορευτές με παραδοσιακές στολές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν μαζί, σε 6 ζευγάρια, τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια. Καθώς κινούνται κυκλικά και εναλλάσσουν βήματα και ταίρια, πλέκουν τις κορδέλες γύρω από το στύλο δημιουργώντας χρωματιστά σχέδια. Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν γύρω από το στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.
Μια θεωρία λέει ότι ο κυκλικός αυτός χορός υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής, από την χαρά στην λύπη, από τον χειμώνα στην άνοιξη, από την ζωή στον θάνατο και το αντίθετο.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΑΣΚΑΣ
Η χρήση μάσκας και γενικά η μεταμφίεση είναι μια συνήθεια που συνδέεται στενά με τις Απόκριες και ανάγεται στα πανάρχαια χρόνια όταν οι λατρευτές του Διόνυσου, του Θεού του κρασιού και της διασκέδασης, έβαφαν το πρόσωπό τους με «τρύγια».
Η αποκριάτικη μάσκα, όπως την ξέρουμε σήμερα σαν ένα σύμβολο του τρελού καρναβαλιού, ξεκίνησε από τη Βενετία της Ιταλίας τον 15ον αιώνα. Στην ελληνική ιστορία, οι μάσκες προέρχονται από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, όταν οι αρματολοί έβρισκαν στις Απόκριες την ευκαιρία να κατέβουν στην πόλη μασκαρεμένοι και να γλεντήσουν με συγγενείς και φίλους, χωρίς να φοβούνται ότι θα τους αναγνωρίσουν οι Τούρκοι.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΧΑΡΤΑΕΤΟΥ
Οι χαρταετοί είναι μια ελαφριά κατασκευή σκοπός της οποίας είναι να πετά με τη βοήθεια του αέρα και αποτελεί επινόηση των ανατολικών λαών με μεγάλη παράδοση στην Κίνα, την Ιαπωνία, την Ινδία, την Ταυλάνδη και το Αφγανιστάν. Οι αετοί της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα ήταν κατασκευασμένοι πιθανότατα από πανί, ενώ οι πρώτοι χαρταετοί αναφέρονται το 1450 στη Γερμανία και το 1606 στην Ισπανία, σε ημερολόγιο κληρικού ως παιχνίδι χαράς την ημέρα του Πάσχα. Από τα πλουσιόπαιδα της Ευρώπης, οι χαρταετοί πέρασαν από λιμάνι σε λιμάνι και έφθασαν πρώτα στη Σμύρνη, στη Χίο και στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσουν στα Επτάνησα, την Πάτρα, τη Σύρο και έπειτα σε όλη την Ελλάδα. Ανάλογα με την περιοχή, είχαν και μία ονομασία. Οι Σμυρνιοί τούς έλεγαν «τσερκένια», οι Κωνσταντινουπολίτες «ουτσουρμάδες», οι Πόντιοι «πουλία», οι Θρακιώτες «πετάκια», οι Επτανήσιοι «φυσούνες». Σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι χαρταετοί ονομάζονταν «αστέρια», «ψαλίδες», «φωτοστέφανα» κ.ά.
Στην Ελλάδα το πέταγμα του χαρταετού είναι πλέον μέρος των εθίμων της Καθαράς Δευτέρας. Παραδοσιακά ο σκελετός των χαρταετών κατασκευάζεται είτε από ελαφρύ ξύλο είτε από πλαστικό, ενώ το μέρος που φέρνει αντίσταση στον αέρα από πλαστικό φύλλο ή χαρτί. Σημαντικά σημεία του χαρταετού για επιτυχημένο πέταγμα είναι τα ζύγια της καλούμπας, τα ζύγια της ουράς και το μέγεθος της ουράς. Οι χαρταετοί φτιάχνονται σε τεράστια ποικιλία σχημάτων, αλλά το παραδοσιακό σχήμα στην Ελλάδα είναι αυτό με τον εξάγωνο σκελετό.