Η Βασιλική Πιτούλη δεν είναι καινούργια στο χώρο του βιβλίου. Έχουν προηγηθεί τα βιβλία της: «Και το έρεβος να γίνεται φως» (2001), «Η είσπραξη της ημέρας» (Δωδώνη – 2002), «Να με λες Άννα» (Εμπειρία Εκδοτική – 2005), «Διάλογοι περί έρωτος και άλλων δαιμονίων (Δωδώνη – 2007), «Δείπνο εκ προμελέτης (Εμπειρία Εκδοτική – 2008), «Η προδοσία οδηγεί στον παράδεισο» (Εμπειρία Εκδοτική – 2009) και «Ους ο Θεός συνέζευξεν», (Αμαρυσία – 2012). Είναι καθηγήτρια οικονομολόγος και γαλλικής φιλολογίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει διδάξει στη Ριζάρειο Σχολή, στα Εκπαιδευτήρια Καργάκου, σε ΙΕΚ, στα Τοσίτσεια Αρσάκεια Λύκεια και έχει αποσπαστεί στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του δελτίου της Ένωσης Οικονομολόγων Εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Επίσης, έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση από τα γαλλικά στα ελληνικά για το Κέντρο Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ. Τέλος, ήταν εισηγήτρια συντονίστρια της έκδοσης με τίτλο «Αγωγή του Καταναλωτή από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία» τον Μάιο 1999 στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος Εκπαίδευσης και Αρχικής Κατάρτισης.
Συζητάμε μαζί της με αφορμή, το μυθιστόρημα «Εκάλη – Μύκονος: διαδρομή εγκλήματος», που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις ΕΝΑΣΤΡΟΝ.
***
Αμαρυσία: Κυρία Πιτούλη, μιλήστε μας λίγο για το βιβλίο σας.
Β. Πιτούλη: Το «Εκάλη – Μύκονος: διαδρομή εγκλήματος» είναι το έβδομο πια βιβλίο μου στη λογοτεχνία και ίσως αυτός είναι ένας σημαδιακός αριθμός. Τι εννοώ; Νομίζω ότι έχω βρει πλέον το δρόμο μου στο γραπτό λόγο, τον λογοτεχνικό βέβαια, αφού πειραματίστηκα με αρκετά είδη. Ποίηση, συλλογές διηγημάτων, νουβέλες, όλα αυτά με αφορούν, αλλά θεωρώ ότι βρήκα τη στέγη μου στο μυθιστόρημα, το οποίο είναι σύνθετο και δύσκολο είδος.
Α: «Διαδρομή εγκλήματος». Ώστε έχουμε να κάνουμε με ένα αστυνομικό μυθιστόρημα;
Β.Π.: Είναι κοινωνικό και αστυνομικό, όπως υπαινίσσεται ο τίτλος. Κοινωνικό, διότι περιγράφω μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, η οποία κινείται μεταξύ Εκάλης και Μυκόνου. Αστυνομικό αφού υπάρχει το έγκλημα. Αυτό το τονίζω, διότι θεωρώ ότι δεν είναι ένα απλό αστυνομικό του τύπου βρες το δολοφόνο, έχω στο βιβλίο μου πολλή κοινωνική κριτική για τα όσα έχουν γίνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και μας έφεραν εδώ που μας έφεραν.
Α: Ενδιαφέρον ακούγεται. Δηλαδή, καταγγέλλετε τα κακώς κείμενα;
Β.Π.: Δεν καταγγέλλω τίποτε αφού ο συγγραφέας, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να έχει καταγγελτικό ύφος. Συμπάσχω με τους ήρωές μου και τους εκθέτω δραματικά. Ξέρετε, είναι ένα δράμα κι αυτό, να επινοήσεις τους ήρωες ενός μυθιστορήματος, και ύστερα να ζήσεις μαζί τους, να τους περιγράψεις στην καθημερινότητά τους, να τους αγαπήσεις για να μπορέσεις να τους δώσεις σωστά. Το ζητούμενο είναι να συγκινηθεί ο αναγνώστης.
Α: «Αγαπάτε» και τους κακούς ήρωες;
Β.Π.: Ποιος είναι καλός και ποιος κακός, μόνο ο Θεός μπορεί να το κρίνει. Εγώ πλάθω ανθρώπους με πάθη, τους ακολουθώ και με πηγαίνουν όπου αυτοί νομίζουν. Ο ήρωας για μένα έχει τη δική του αυθυπαρξία, δεν τον κάνω εγώ ό,τι θέλω, νομίζω ότι συμβαίνει το αντίθετο… (Γέλια).
Α: Δηλαδή, όταν γράφετε, δεν γνωρίζετε εκ των προτέρων το τέλος μιας ιστορίας σας;
Β.Π.: Το τέλος είναι το λιγότερο που μετράει, έχει βεβαίως τη σημασία του. Εκείνο που μετράει είναι η διαδρομή. Τι θα συμβεί, πώς θα εξελιχθεί ο ψυχισμός του ήρωα ανάλογα με τα γεγονότα και τις καταστάσεις. Τι λύσεις θα δώσουν στην υπόθεση του έργου οι ήρωες, τελικά. Επί παραδείγματι, το «Εκάλη – Μύκονος» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά μου όπου εμφανίζω τον αστυνόμο Πάνο Μαυράκη. Το πρώτο ήταν το «Δείπνο εκ προμελέτης». Τον παρουσιάζω ως «γοητευτικό και αδιάφθορο», αλλά θεωρώ ότι δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ένας άνθρωπος διαβασμένος, με ηθικά διλήμματα. Είναι ένας καθημερινός άνθρωπος που βρίσκεται λόγω της δουλειάς του αντιμέτωπος με ακραίες καταστάσεις. Σ’ αυτό το βιβλίο συγκεκριμένα, με δυο φόνους, ένα στη Μύκονο και ένα στο Κολωνάκι και μην περιμένετε να σας πω περισσότερα.
Α: Τα έχετε βάλει με την υψηλή κοινωνία, δηλαδή;
Β.Π.: Στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ υψηλή κοινωνία με την έννοια που δίνουν στη λέξη οι δυτικοί Ευρωπαίοι, αν θέλετε. Τα κατάλοιπα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ισχυρά, χάσαμε τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, και βρεθήκαμε εδώ σ’ αυτή την ακρούλα γης να παλεύουμε με τα εσωτερικά μας δαιμόνια. Είναι και προνομιούχο το οικόπεδό μας και το εποφθαλμιούν πολλοί, αλλά κυρίως μας φταίει ο κακός εαυτός μας.
Α: Διακρίνω μια αιχμηρότητα στο λόγο σας.
Β.Π.: Γιατί όχι; Είμαι άτομο πολιτικοποιημένο με την ευρεία έννοια του όρου. Δε θέλω να χαϊδεύω αυτιά και ιδιαιτέρως δε θέλω να χαϊδεύω τα αυτιά των μαθητών μου. Ο δάσκαλος για να είναι άξιος του τίτλου του πρέπει να λέει αλήθειες και μόνο. Από ψέματα χορτάσαμε, να φάνε κι οι κότες.
Α: Πώς συνδυάζετε το επάγγελμα της καθηγήτριας με τη συγγραφή μυθιστορημάτων;
Β.Π.: Δύσκολα, αλλά στα δύσκολα δε βρίσκεται η αξία; Το καθηγητηλίκι μου έχει δώσει πολλά, ανθρωπογνωσία κυρίως. Αποτελεί το βιοπορισμό μου αλλά η συγγραφή είναι το πάθος μου. Μερικές φορές αισθάνομαι υπηρέτης δυο αφεντάδων… (Γέλια).
Α: Σχολιάστε λίγο την κατάσταση της εκπαίδευσης σήμερα.
Β.Π.: Άσχημη, δυστυχώς. Ελλείψεις σε όλα τα επίπεδα, από διδακτικό προσωπικό μέχρι βιβλία παλιά, απηρχαιωμένα. Τη στιγμή που άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί τρέχουν με χίλια, εμείς κοιτάζουμε το χάλι μας, δεν επενδύουμε στην Παιδεία που ταυτίζεται με την ίδια την έννοια του πολιτισμού. Η παιδεία αποτελεί το μέλλον του τόπου και η ελληνική παιδεία δεν έχει δυστυχώς τα ερείσματα και τη στήριξη που θα έπρεπε από το ίδιο το κράτος. Όλα από το κεφάλι ξεκινάνε.
Α: Έχετε σχέδια για άλλο βιβλίο;
Β.Π.: Όχι ακόμη, δεν είναι καιρός. Άλλωστε το «Εκάλη – Μύκονος» είναι φρέσκο ακόμη, με την έννοια ότι εκδόθηκε και κυκλοφόρησε φέτος. Πρέπει να κάνει τη διαδρομή του. Εκείνο όμως για το οποίο αγωνίζομαι είναι η βελτίωση του επιπέδου φιλαναγνωσίας του κοινού, το οποίο, οφείλω να σας ομολογήσω, είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη.
Α: Πώς μπορεί να βελτιωθεί αυτή κατάσταση;
Β.Π.: Με την τόνωση και την ενίσχυση των βιβλιοθηκών, με προγράμματα φιλαναγνωσίας, με πολλούς τρόπους, αν θέλετε ακόμη και με την προσωπική προσπάθεια αυτοβελτίωσης όλων μας. Να στραφεί ο κόσμος στο διάβασμα, είναι κι αυτός ένας τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης. Η κρίση που περνάει η χώρα δεν είναι μόνο οικονομική, είναι πρωτίστως κρίση αξιών. Να μην βλέπουν οι πολίτες συνέχεια τηλεόραση, πολλά προγράμματα της οποίας είναι από παραπλανητικά μέχρι αποβλακωτικά. Στην Ευρώπη δεν θα δεις γυναίκα στο τρένο χωρίς ένα βιβλίο στο χέρι της. Εδώ;
Α: Μια ευχή για τους αναγνώστες;
Β.Π.: Να έχουμε υγεία όλοι, να ξεπεράσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται την κρίση αυτή και να ζήσουμε καλύτερες μέρες.
Α: Κι εμείς σας ευχόμαστε να γράφετε όσο μπορείτε περισσότερο.