Κανείς πια δεν αμφιβάλλει, ότι το Ιράκ θα αποτελέσει την πλέον τραυματική εμπειρία των Αμερικανών, ασύγκριτα χειρότερη απ' αυτή του Βιετνάμ. Εκτός των άλλων, η επόμενη μέρα στην ηρωική ασιατική χώρα την βρήκε απελευθερωμένη, ανεξάρτητη και ενωμένη όσο ποτέ. Οι προβλέψεις για το μέλλον του Ιράκ, αντίθετα, είναι μαύρες σαν το κατράμι.
Τα ντοκουμέντα της φρίκης που έρχονται απ' το Ιράκ συνιστούν ήδη μια τεράστια τράπεζα ντοκουμέντων ενός αποτρόπαιου πολέμου. Αυτά που θα διαβάσετε τώρα, όμως, ξεπερνούν κάθε προηγούμενο. Προέρχονται από τον λοχία Darell Ray Griffin, που υπηρέτησε επί δύο χρόνια στο Ιράκ, πριν τον βρει η σφαίρα ενός ελεύθερου σκοπευτή στη Βαγδάτη, τον περασμένο Μάρτιο.
Ο Griffin κρατούσε συστηματικά ημερολόγιο και φωτογραφίες στον υπολογιστή του, που δυστυχώς «κατασχέθηκαν» απ' τον στρατό «για λόγους ασφαλείας». Διασώθηκε ένα πολύ μικρό μέρος απ' τις «εμπειρίες» του, από συνέντευξη και φωτογραφίες που είχε στείλει στην εφημερίδα «US News», μόλις δέκα μέρες πριν σκοτωθεί. Νομίζουμε ότι δεν χρήζουν κανενός είδους σχολιασμού. Οπλιστείτε με δύναμη και διαβάστε τα, για να πάρετε μια μικρή γεύση της «απελευθέρωσης» του Ιράκ:
«Με τη διμοιρία μου στήσαμε ένα οδόφραγμα στην πρώτη γωνία που καταφέραμε να προσεγγίσουμε. (…) Καθώς ετοίμαζα το πολυβόλο μου για ασφάλεια, βλέπω έναν άντρα που προσπαθούσε να βγει από το χωριό κρατώντας στα χέρια του ένα νεκρό μωρό, σα να ήταν ακόμα ζωντανό. Είχε μαζί και τη γυναίκα του, που δεν μπορούσε καλά καλά να περπατήσει, γιατί το πρόσωπό της είχε ανοίξει στα δύο από την έκρηξη. Εκείνη την ώρα, ένας άλλος άντρας μού φέρνει ένα αγόρι 10-12 χρονών, που κρατούσε στην αγκαλιά του. Το παιδί μόλις που ανέπνεε. Ο άντρας προσπάθησε να μου το αφήσει, αλλά εγώ δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από το πλήθος των χωρικών που έρχονταν προς το μέρος μου. Εκείνος ήξερε ότι το παιδί θα πέθαινε, κι έτσι το ακούμπησε δίπλα σε έναν τραυματία με κομμένα πόδια από την έκρηξη, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος απέναντί μου. Στα χέρια του πέθανε τελικά το αγόρι. Είδα τέτοια σφαγή εκείνη την ημέρα, που καμία λέξη φρίκης δεν μπορεί να περιγράψει την εικόνα των όσων έζησα…».
«Ήταν τέτοια η φόρτιση από τα όσα βλέπαμε, που αναγκάστηκα να βάλω τους άντρες μου να στοιβάζουν πτώματα εκ περιτροπής, για να μην πάθει κανείς τους νευρική κατάπτωση. Ο (Ιρακινός) διερμηνέας μας, ο Ρίκι, έκανε εμετό αντικρίζοντας αυτό το μακάβριο θέαμα. Ήμουν σίγουρος πια ότι, ως αμερικανικές δυνάμεις στο Ιράκ, βρισκόμασταν σε ένα περιβάλλον πολύ πιο ασταθές και απρόβλεπτο από ό,τι πίστευα ως εκείνη τη στιγμή».
«Ανυπομονώ να σας ξαναδώ όλους. Αφού τελειώσουν όλ' αυτά, θα περάσει αρκετός καιρός ώσπου να έρθω στα ίσα μου. Έχω κάνει πράγματα που θα με στοιχειώνουν για πολύ καιρό ακόμα. Προσεύχομαι μόνο να με συγχωρήσει ο Θεός που τα έκανα. Ας πούμε απλώς ότι ο εχθρός μπορεί να εμφανιστεί στο πρόσωπο εκείνων που εσύ έχει έρθει να "βοηθήσεις"».
«Πήραμε μαζί μερικούς Ιρακινούς αστυνομικούς και βρεθήκαμε πράγματι μπροστά σ' ένα ακέφαλο πτώμα, ξαπλωμένο στο έδαφος, με το κεφάλι του προσεκτικά ακουμπισμένο πάνω στο στήθος του. Οι 3 αστυνομικοί πλησίασαν το πτώμα για να το αναγνωρίσουν, ενώ εμείς φροντίζαμε για την ασφάλειά τους. Βρίσκονταν στα 3 μέτρα, όταν το πτώμα εξερράγη σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας σοβαρά τους υπόλοιπους. Πήραμε τα υπολείμματα μαζί μας στο κάστρο που μέναμε για ένα διάστημα, και αναγκαστήκαμε ν' ανοίξουμε τη σακούλα που τα τύλιγε για να μπορέσουν οι συγγενείς να αναγνωρίσουν το κάτω μέρος του σώματός του, από τα παπούτσια του. Την ίδια μέρα, Ιρακινοί αστυνομικοί, συγγενείς του κατεστραμμένου πτώματος, άρχισαν να πίνουν και να μεθάνε κι ένας απ' αυτούς, ο Αλί, άρχισε να πυροβολεί στην τύχη στο γεμάτο κίνηση δρόμο που περνούσε κάτω απ' το κάστρο. Τους παρακολουθούσαμε καθώς σκότωναν ένα κορίτσι 17 χρονών, ένα κορίτσι 7 χρονών και έναν άντρα 28 χρονών. Δεν μπορούσαμε να επέμβουμε, καθώς οι λόγοι για τους οποίους συνέβαινε όλο αυτό ήταν πολύ περίπλοκοι. Ήταν μια από τις χειρότερες μέρες που έχω ζήσει στα 34 χρόνια που ζω σ' αυτή τη γη… Μένω άναυδος από φρίκη μπροστά σ' αυτή τη σφαγή, τι μπορώ να πω; Πού ήταν σήμερα ο Θεός;».
«(Βλέποντας εκείνη την μητέρα να προσπαθεί μάταια να θηλάσει το μωρό της) ράγισε η καρδιά μου για τους Ιρακινούς. Ήθελα να βάλω τα κλάματα και να τους πω ότι λυπάμαι τόσο, μα τόσο πολύ για ό,τι έχουμε κάνει. Είχα την έντονη αίσθηση ότι τους απογοητεύσαμε αυτούς τους ανθρώπους. Εκείνη τη στιγμή, έπειτα από έναν ολόκληρο χρόνο στο Ιράκ, συνειδητοποίησα κάτι. Μπουκάραμε σε σπίτια, τρομοκρατήσαμε οικογένειες και καταστρέψαμε τις περιουσίες ψάχνοντας για έναν άπιαστο εχθρό. Κι όλο αυτό το κάνουμε από φόβο για τα πράγματα που δεν μπορούμε να δούμε και προσπαθούμε να αναπληρώσουμε την ανικανότητά μας να πιάσουμε τους στασιαστές, χτυπώντας κουνούπια με βαριοπούλες μέσα σε κτήρια από γυαλί».
Χρήστος Φωτιάδης