Με άλλα λόγια, μόλις ένα σύστημα εδραιωθεί , λειτουργήσει, έχει την τάση να συνεχίσει να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, εκτός εάν παρέμβει κάποιο εξωτερικό γεγονός καθώς τα συστήματα φτάνουν σε μια σταθερή κατάσταση στην οποία τα μέρη τους είναι σε ισορροπία. Μια άλλη σημαντική ιδέα που ανήκει στη γενική θεωρία συστημάτων είναι η έννοια ότι όλα τα συστήματα βασίζονται σε μια σειρά κανόνων. Αυτοί οι κανόνες μπορεί να λειτουργούν καλά για την οικογένεια όταν είναι σε μια κατάσταση ισορροπίας, αλλά σε περιόδους αλλαγών μπορεί να είναι απαραίτητο να αναθεωρηθούν οι κανόνες, έτσι ώστε να επιτραπεί στο σύστημα να επιτύχει ένα νέο επίπεδο λειτουργίας. Μια τελευταία σημαντική έννοια στις συστημικές προσεγγίσεις είναι η θεωρία του βιολογικού κύκλου του συστήματος. Ένα ανθρώπινο σύστημα όπως η οικογένεια, μορφοποιείται μέσω μιας αναμενόμενης σειράς μεταβολών: εγκατάλειψη της πατρικής στέγης, γάμος, είσοδος στον κόσμο της εργασίας, γέννηση ενός παιδιού, θάνατος ενός γονέα, συνταξιοδότηση, θάνατος ενός συζύγου κ.α. Φυσικά, μερικές αλλαγές στο οικογενειακό σύστημα είναι απρόβλεπτες, υπάρχουν όμως άλλες που είναι κανονιστικές για το σύστημα και πλήρως προβλέψιμες. Αυτή η συνειδητοποίηση βοηθά στην κατανόηση του συστήματος, κοιτάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά στις αλλαγές του βιολογικού κύκλου και «τι» έμαθε από προηγούμενα γεγονότα αυτού του είδους.
Ένας σύμβουλος που ενεργεί σύμφωνα με τα συστήματα δεν ενδιαφέρεται πρωταρχικά για την ενδοψυχική κατάσταση του πελάτη του. Αντίθετα, επιλέγει να επικεντρωθεί στο σύστημα μέσα στο οποίο ζει το άτομο και στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί αυτό το σύστημα. Κατά βάση, εάν ένα άτομο αναφέρει ένα πρόβλημα, αυτό επαναπροσδιορίζεται από έναν συστημικό θεραπευτή ως αποτυχία του συστήματος να προσαρμοστεί στην αλλαγή. Συνεπώς, ο στόχος ενός συστημικού θεραπευτή είναι να διευκολύνει την αλλαγή σε συστημικό επίπεδο για παράδειγμα μετατοπίζοντας την ισορροπία μεταξύ διαφορετικών μερών του συστήματος ή με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του τρόπου επικοινωνίας και μετάδοσης πληροφοριών. ( J.Mcleod, Εισαγωγή στη Συμβουλευτική, Μεταίχμιο,μτφ.Δ. Καραθάνου-Α. Μαρκαντώνη, Αθήνα ,2003,σελ. 249-254). Υπάρχουν τρεις κύριες σχολές κλασικής οικογενειακής θεραπείας :
Η δομική οικογενειακή θεραπεία που δημιουργήθηκε από τον Salvador Minuchin ( 1974) και τους συναδέλφους του στη Φιλαδέλφεια. Κύριες έννοιες είναι τα υποσυστήματα, τα όρια, οι ιεραρχίες και οι συμμαχίες.
Η στρατηγική προσέγγιση στην οικογενειακή θεραπεία, που προήλθε από μια έρευνα των Gr, Bateston, J. Weakland, D. Jackson ,J. Haley στο Ίδρυμα Ψυχικών Ερευνών στο Πάλο Άλτο της Καλιφόρνια (1950).Κυριαρχεί η χρήση τεχνικών όπως οι αντιφατικές εντολές, η επαναδιατύπωση και η ανάθεση καθηκόντων ώστε να επέλθει αλλαγή στα συμπτώματα.
Η σχολή του συστήματος του Μιλάνου με δημιουργό τον Palazolli (1978).
Χρησιμοποιούν ιδιαίτερα την ιδέα της κυκλικότητας, η οποία αναφέρεται σε μια υπόθεση αμοιβαίας αιτιώδους συνάφειας κατά την οποία όλα προκαλούν και προκαλούνται από κάτι άλλο.Όλα τα μέλη του οικογενειακού συστήματος συνδέονται αμοιβαία και η ομάδα θεραπείας θα προσπαθήσει να ανοίξει αυτή την πτυχή της οικογενειακής ζωής μέσω κυκλικών ερωτήσεων.
Το κοινό πεδίο της σύγχρονης οικογενειακής θεραπείας περιλαμβάνει:
Ενεργό συμμετοχή όλων ή των περισσότερων μελών της οικογένειας, ώστε να επιτραπεί η τήρηση των προτύπων αλληλεπίδρασης και η συμμετοχή στην αλλαγή.
Παρεμβάσεις με στόχο τις ιδιότητες του συστήματος και όχι τις εμπειρίες των ατόμων. Τεχνικές όπως η γλυπτική της οικογένειας ( Satir 1972, Duhl 1973, Papp 1976) ή τα γενεογράμματα ( McGoldrick, Gerson 1985,1989) επιτρέπουν στο θεραπευτή να εργαστεί με το οικογενειακό σύστημα στο σύνολό του.
Το θεραπευτή που υιοθετεί μια απόμακρη ,ουδέτερη στάση, ώστε να αποφύγει να « απορροφηθεί» από το σύστημα ή να παρασυρθεί στο σχηματισμό συμμαχίας με ορισμένα μέλη της οικογένειας ή υποομάδες.
Τους θεραπευτές που εργάζονται ως ομάδα: κάποιοι από αυτούς δουλεύουν στο δωμάτιο με την οικογένεια και άλλοι δρούν ως παρατηρητές, ώστε να ενισχύουν την ουδετερότητα και τον προσανατολισμό προς τα συστήματα, καθώς και να διευκολύνουν την ανίχνευση της μικρής αλληλεπίδρασης προτύπων, που λαμβάνει χώρα μέσα στη περίπλοκη δυναμική του τρόπου με τον οποίο τα μέλη μια ς οικογένειας ζούν μαζί.
Συνεδρίες υψηλής επιρροής σε περιορισμένο αριθμό και όχι συνεδρίες σε μεγαλύτερο αριθμό, αλλά πιο ήπιες ή περισσότερο υποστηρικτικού χαρακτήρα. Τα προβλήματα των εφήβων είναι συχνά τόσο συνυφασμένα με τη συμπεριφορά και τα προβλήματα των γονέων, ώστε ο ειδικός θα πρέπει, σε όλες τις περιπτώσεις, να ζητήσει από τον έναν ή και από τους δύο γονείς να συμμετάσχουν στις διαγνωστικές συνεδριάσεις. Μπορεί ακόμη να ζητηθεί από τους γονείς να παρευρίσκονται συχνά στις θεραπευτικές συναντήσεις ή τουλάχιστον, να αναφέρουν την πρόοδο που το παιδί τους σημειώνει κατά την πορεία της θεραπείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί ακόμη να ζητηθεί από τους γονείς να υποβληθούν και οι ίδιοι σε κάποια ψυχοθεραπευτική διαδικασία και προσωπική συμβουλευτική.