Του Ηλία Κουρκουλάκου, καθηγητή φιλολόγου στο Πρότυπο Πειραματικό ΓΕΛ Αναβρύτων
Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται η πρώτη από τις πολλές δυσκολίες, που αντιμετωπίζει όποιος επιχειρεί να προσδιορίσει ποια είναι η προβληματική συμπεριφορά του έφηβου. Δηλαδή, ότι δεν υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των προβληματικών και των άλλων εφήβων. Οι όροι, όπως «υχολογικά προβλήματα», « συμπτώματα ψυχικής δυσπροσαρμοστίας», είναι, κατά κανόνα κάποιες διογκώσεις ή κάποιες ανεπάρκειες ή κάποιοι ανεπιθύμητοι συνδυασμοί μορφών συμπεριφοράς, που είναι κοινές σε όλους τους εφήβους. Η διάκριση ανάμεσα στη φυσιολογική και στην παθολογική συμπεριφορά είναι θέμα διαφοράς βαθμού. Φυσικά, η προβληματική συμπεριφορά ενός εφήβου δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από το περιβάλλον του. Τα προβλήματα προκύπτουν από τις αλληλεπιδράσεις με τους άλλους στο σπίτι, στο σχολείο, στη γειτονιά.
Για τους περισσότερους ανθρώπους, μια συμπεριφορά θεωρείται φυσιολογική και γίνεται αποδεκτή, αν είναι η συνηθισμένη, αν δηλαδή συμφωνεί με τη συμπεριφορά των πολλών. Οι κρίσεις μας δε για το αν μια συμπεριφορά είναι προβληματική ή όχι είναι κρίσεις αξιολογικές και γίνονται με βάση κάποιο σύστημα αξιών. Όμως τα αξιολογικά κριτήρια δεν είναι ίδια σε όλες τις κοινωνίες και σε όλες τις εποχές. Ακόμη και στην ίδια κοινωνία υπάρχουν διαφοροποιήσεις, σχετικά με τα αξιολογικά κριτήρια, που θα καθορίσουν μια προβληματική συμπεριφορά.
Επιπλέον, οι ανθρώπινες πράξεις-απλές ή σύνθετες, φυσιολογικές ή παθολογικές- είναι το προϊόν διαφορετικών, κάθε φορά, συνδυασμών αιτιολογικών επιδράσεων, που έχουν συχνά μη προβλέψιμες συνέπειες. Έτσι, ανόμοιοι αιτιολογικοί παράγοντες ( π.χ. διαφορετικά οικογενειακά περιβάλλοντα και διαφορετικός τρόπος ανατροφής του παιδιού) μπορεί να καταλήξουν σε παρόμοιες μορφές συμπεριφοράς σε διαφορετικούς εφήβους.Απο την άλλη μεριά όμοιες συνθήκες μπορεί να οδηγήσουν σε ανόμοιες μορφές συμπεριφοράς σε διαφορετικούς εφήβους που μεγαλώνουν κάτω από τις παρόμοιες αυτές επιδράσεις. Όπως είναι φανερό, η διαμόρφωση της συμπεριφοράς του εφήβου είναι πολυπαραγοντικής αιτιολογίας και επομένως και η αξιολόγηση της προβληματικής ή αποκλίνουσας συμπεριφοράς γίνεται ένα δύσκολο έργο ,για το οποίο υπάρχουν διαφορετικές θεωρητικές και επιστημονικές προσεγγίσεις. Διαφορετικά προσεγγίζεται η προβληματική συμπεριφορά από την ψυχαναλυτική-ψυχοδυναμική προσέγγιση, διαφορετικά από από την συμπεριφοριστική προσέγγιση, διαφορετικά από την γνωστική-συμπεριφοριστική προσέγγιση και διαφορετικά από την συστημική προσέγγιση.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των διαφορετικών σχολών της Ψυχολογίας και στην αξιολόγηση της προβληματικής συμπεριφοράς αλλά κυρίως στη θεραπευτική παρέμβαση στην περίπτωση που κριθεί ότι μια συμπεριφορά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προβληματική και χρήζει θεραπείας. Κάνοντας μια συνοπτική αναφορά στην προσέγγιση της προβληματικής συμπεριφοράς από την πλευρά της συστημικής προσέγγισης, θα λέγαμε ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση ήρθε ως συνέπεια της εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης που σημειώθηκε τον 20ο και 21ο αιώνα, σε μια προσπάθεια παροχής στήριξης στον άνθρωπο που αγωνίζεται να επιβιώσει ανάμεσα σε μεγάλα και πολύπλοκα κοινωνικά συστήματα. Την ίδια στιγμή που η Συμβουλευτική και η ψυχοθεραπεία ανέπτυσσαν μεθόδους εργασίας με τα άτομα, ένας διαφορετικός κλάδος των κοινωνικών και φυσικών επιστημών αναζητούσε τρόπους για την κατανόηση των αρχών με τις οποίες λειτουργούν τα συστήματα, καθώς και των τύπων παρέμβασης που μπορούν να επιφέρουν αλλαγές σε επίπεδο συστημάτων. Στο πεδίο της συμβουλευτικής και της ψυχοθεραπείας, η προσέγγιση μέσω συστημάτων σχετίζεται κυρίως με την οικογενειακή θεραπεία. Οι βασικές ιδέες της θεωρίας των συστημάτων είναι ότι ένα σύστημα περιλαμβάνει ένα σύνολο φτιαγμένο από αλληλένδετα μέρη και η αλλαγή σε οποιοδήποτε μέρος επηρεάζει το υπόλοιπο σύστημα. Μια οικογένεια μπορεί να ιδωθεί ως ένα σύστημα, που αποτελείται από μια μητέρα, έναν πατέρα και δύο παιδιά. Καθένα από αυτά τα πρόσωπα παίζει ορισμένους ρόλους και εκτελεί συγκεκριμένα καθήκοντα μέσα σ’ αυτό. Αν εντούτοις η μητέρα προσβληθεί από κάποια σοβαρή ασθένεια και δεν είναι σε θέση να συνεχίσει να εκπληρώνει τα ίδια καθήκοντα, τότε αυτές οι λειτουργίες θα αναδιανεμηθούν μεταξύ των μελών της οικογένειας, μεταβάλλοντας την ισορροπία των σχέσεων. Υπάρχει και μια άλλη ιδιότητα των συστημάτων, η οποία συνδέεται στενά με την ιδέα του συνόλου-μέρους. Τα λειτουργικά συστήματα έχουν την τάση να είναι ομοιοστατικά στον τρόπο που λειτουργούν.