Από τις πιο όμορφες μέρες σε εορτασμούς και τοπικά ξεφαντώματα στο Μαρούσι ήταν και εκείνες του Τριωδίου, που άρχιζαν οι Απόκριες. Οι εβδομάδες από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου μέχρι της Τυρινής στο Μαρούσι ήταν ξεχωριστές. Το Μαρούσι μέχρι το 1940 έπαιρνε χαρούμενη όψη. Όσοι μαρουσιώτες είχαν πάρει γυναίκες –νύφες– από τα γύρω χωριά Αχαρνές, Καπανδρίτι, Λιόπεσι, Μαραθώνα κλπ. πήγαιναν με τις οικογένειές τους στους γονείς της νύφης, για να αποκρέψουν όλοι μαζί. Η χαρά τους ήταν απέραντη. Οι άντρες ντύνονταν τα καλά τους τσόχινα, μάλλινα κοστούμια, γραβατοφορούντες, γιλέκο με χρυσή αλυσίδα, χρυσό ρολόι στο τσεπάκι, παντελόνι με μπατζάκια στενά –τζογέ– και υποδήματα στιβάλια μυτερά. Το καπέλο ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα. Οι γυναίκες φορούσαν καινούρια φορέματα με χαρούμενα χρώματα και τα παιδιά τους ήταν φροντισμένα.
Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης
Ο μαρουσιώτης γαμπρός έκανε τότε και επίδειξη της αγροτικής παραγωγής του, της οικονομικής του ευμάρειας, της όμορφης γυναίκας του κλπ. Οι χωρικοί περίμεναν τους μαρουσιώτες γαμπρούς και μόλις τους αντίκριζαν από τα καφενεία έλεγαν με υπερηφάνεια: Έρχεται ο γαμπρός πχ. του Καπνόριζα ο Χρήστος ο Ντέγκλερης. Τρέχτε να χτυπήσουμε την καμπάνα. Έτσι ήθελαν να δείξουν τη μεγάλη εκτίμησή τους.
Οι χωρικοί είχαν κι αυτοί απ’ όλα. – Δε θέλουμε να μας φέρετε τίποτα. Μόνο εσάς να δούμε. Όμως κατά βάθος ήθελαν να δοκιμάσουν και το φημισμένο μαρουσιώτικο κρασί απ’ το Σωρό ή τις Αδάμες. «Ροδόσταμο είναι το άτιμο» έλεγαν, «και νεκρό ανασταίνει».
Μερικοί άνδρες ή γυναίκες στο Μαρούσι ντύνονταν μασκαράδες. Η μεταμφίεση ήταν λίγο δύσκολη, γιατί δεν υπήρχαν μάσκες, πλούσιο ενδυματολόγιο και πρωτότυπες ιδέες. Όμως είχαν πολύ κέφι. Έβαφαν το πρόσωπό τους κατάμαυρο με μουντζούρα από καπνιά του τζακιού, του φούρνου ή του τηγανιού. Αργότερα χρησιμοποίησαν μάσκες, που τις έλεγαν μουτσούνες. Όσοι πάλι ήθελαν να ντυθούν ετερόφυλα (άντρες να μασκαρευτούν σε γυναίκες και αντίστροφα) είχαν δυσκολίες. Τότε οι άντρες είχαν μουστάκια σαν τσιγκέλια. Το μουστάκι τους το φρόντιζαν πολύ. Για να κρατιέται σταθερά του έβαζαν μαντέκα (=αλοιφή από κερί). Οι γυναίκες για να φτιάξουν μουστάκια χρησιμοποιούσαν μαλλί από πρόβατο μαύρο. Πάντως πολλοί άντρες ή γυναίκες κάλυπταν το πρόσωπό τους με λευκό ή μαύρο μαντήλι. Αυτό ήταν το προσωπείο τους, η μάσκα τους, η μουτσούνα τους.
Άλλοι νέοι φορούσαν πουκαμίσες, κοντοβράκια, μισοφόρια της γιαγιάς, σώβρακα των παππούδων τους, πρόσθεταν στον ώμο τους μια χεροβολιά άχυρο για να παραστήσουν τον καμπούρη, το μονόπατο. Μερικοί για περιδέραιο κρεμούσαν πλεξάνες από σκόρδα, κρεμμύδια, τροκάνια. Πολλοί αντί να τα κρεμάνε στο λαιμό τα έβαζαν στη μέση τους και τα κουνούσαν επιδεικτικά. Επιτυχημένος μασκαράς, ντυνόταν και ο ναυτεργάτης μαουνιέρης καπετάν Αντρέας, που είχε ξεμείνει στο Μαρούσι μακριά από τις μαούνες του Πειραιά και ντυνόταν κογκολέζος. Μερικοί ντύνονταν δάσκαλοι με ομπρέλες και ψηλά καπέλα, άλλοι καλόγεροι κλπ.
Πριν βγει ο χαρτοπόλεμος χρησιμοποιούσαν ένα ταγάρι γεμάτο πίτουρα, αλεύρι ή σβώλους στάχτης. Έριχναν αυτά. Οι μασκαράδες πήγαιναν μόνο σε συγγενικά τους ή γειτονικά σπίτια για τα χρόνια πολλά. Στις γειτονιές είχαμε χορούς. Στα Αλώνια πχ. του Μαρουσιού κοντά στο πηγάδι του Κάγκαλου –παλιό φρέαρ– στην πλατεία Ηρώων ή των Πλαταιών, μαζεύονταν οι νέοι και οι νέες. Την Κυριακή της Αποκριάς (=Κρεατινής) με σαντούρια, βιολιά και πίπιζες χόρευαν και αστεΐζονταν. Εκεί το γυναικολόι έκανε τους λογαριασμούς του ανάλογα με τα «φερσίματα» του καθενός ή της καθεμιάς που χόρευε. Οι ηλικιωμένες έλεγαν με νόημα, συμβουλεύοντας: – Μωρή, βρε, για μαζέψου ή για μάζεψε τα λόγια σου (=φοβούνταν το κουτσομπολιό). Επιτυχημένες απόκριες με εκδήλωση του μαρουσιώτικου γάμου παλαιότερα είχε παρουσιάσει και ο Σύλλογος Αθμονέων με επιτυχία από την κ. Μανιάτη.
Την τέταρτη εβδομάδα της Τυρινής (Τυροφάγου) γινόταν μεγάλη κατανάλωση ζυμαρικών, γι’ αυτό και η εβδομάδα αυτή λεγόταν Μακαρονού. Ζύμωναν και έφτιαχναν τα μακαρόνια «έλα δω». Τα έβραζαν σε κοχλαστό νερό και τα σέρβιραν, ρίχνοντάς τους καυτό γιδίσιο βούτυρο και άφθονη μυζήθρα. Ανήμερα την Κυριακή φτιάχνανε γαλατόπιτες.
❍ ❍ ❍
Ένα ωραίο έθιμο με γαλατόπιτες έζησα ως γυμνασιάρχης στο Ελληνικό Γορτυνίας (1980). Εκεί την Κυριακή του Ασώτου, όλοι οι ποιμένες, ντυμένοι με τις παραδοσιακές στολές και οι γυναίκες τους με τα παιδιά πήγαιναν στην εκκλησία να λειτουργηθούν και έφερναν γαλατόπιτες, για να τις ευλογήσει ο ιερέας. Ετοιμάζονταν να φύγουν με τα κοπάδια τους στα βουνά. Θα έλειπαν οκτώ μήνες στις καλοκαιρινές τους στάνες πάνω στα βουνά της Γορτυνίας και έκαναν την παραδοσιακή τους παρουσία. Ο ιερέας με παρακάλεσε να τους πω μερικά λόγια στην εκκλησία. Ο ενθουσιασμός τους ήταν τόσο μεγάλος, ώστε όλοι ήθελαν να μου προσφέρουν από ένα κομμάτι γαλατόπιτας από τη δική τους παραγωγή.
Το έθιμο -τους είπα- ότι θα πιάσει τόπο στο Γυμνάσιο, όταν την επόμενη μέρα σ’ ένα διάλειμμα δεκατιανό θα μιλούσα στους τρεις δεκάδες μαθητές και μαθήτριες για τα έθιμα των ποιμένων της ορεινής αρκαδογορτυνίας και θα τους πρόσφερα ένα κομμάτι. Την άλλη μέρα πολλές γαλατόπιτες κατέκλυσαν το σχολείο και παιδιά μη ποιμένων, που περπατούσαν τρεις και τέσσερις ώρες (Ψάρι, Παλαμάρι, Παύλια, Καρύταινα κλπ.) μέσα από δύσβατα αιχμοβριθή και φιδοτραφή μονοπάτια χειμώνα καλοκαίρι, για να έρθουν στον σχολείο, έμαθαν καλά για το έθιμο αυτό και γεύτηκαν τη Δευτέρα του Ασώτου τη νόστιμη λιχουδιά της γαλατόπιτας. Και ήταν αυτά τα παιδιά ξεφτέρια μοναδικά στη μάθηση και αντίληψη, ζυμωμένα με όλες τις αντιξοότητες της ζωής. Έτσι επαλήθευσα τη φράση του σημαντικού Γάλλου ζωγράφου Πουσέν, που απεικόνισε τον εαυτό του στους πίνακες των ποιμένων της Αρκαδίας, στην τεταρτοετή παραμονή μου εκεί κοντά στο Λούσιο ποταμό στους πρόποδες της Καρύταινας όχι μόνο το «εγώ είμαι στην Αρκαδία» (=Ego sum in Arcadia) αλλά «εγώ έζησα στην Αρκαδία» (=sed ego vixit in Arcadia).
❍ ❍ ❍
Στο Μαρούσι –για να επανέλθω– το Σάββατο παραμονή ή της Κυριακής της Τυροφάγου το βράδυ, κάθονταν ολόγυρα στο τζάκι με ιεραρχική σειρά παππούς, γιαγιά, πατέρας κλπ. και έψηναν αβγά στη χόβολη. Τα ονομάτιζαν. Όποιου το αβγό ίδρωνε χωρίς να σκάσει ήταν ο τυχερός. Έκαναν ένα είδος αβγομαντείας. Κυκλοφορούσε κι ένα τετράστιχο:
Τύχη στον ίδρω του αβγού
προσμένουμε στο τζάκι
την Τυρινή ολόχαροι
να πιούμε με κρασάκι
παρέες πού ’φταναν εδώ
με γέλια και τραγούδια
πίτες, τυριά φιλεύαμε
κι άλλα πολλά καλούδια.
Έτσι τελείωναν οι Αποκριές, για να παραχωρήσουν τη θέση τους στην εβδομάδα των νηστειών με πρώτη την Καθαρά Δευτέρα. Η νηστεία ήταν πραγματική. Η λαγάνα, τα βραστά λαχανικά, τα ζυμαρικά, το ρύζι, τα θαλασσινά και τα όσπρια, τα τουρσιά, ο ταραμάς, ο χαλβάς και οι ελιές είχαν την τιμητική τους. Το κρέας στο σπίτι θα έμπαινε πια το Πάσχα.