Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου με μια ομάδα επτά χορευτών μαζί με τον εαυτό του, παρουσίασαν στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (23 Μαΐου – 8 Ιουνίου & 18 – 22 Ιουνίου 2014) ένα ιδιαίτερο θέαμα χωρίς μουσική, με ένα χορευτικό κείμενο τόσο δυνατό που ενείχε μουσική χωρίς να έχει, εικόνες, συναισθήματα τόσο έντονα και τόσο άμεσα, που συνεπήρε το κοινό του. Χωρίς σκηνικά, με ελάχιστα αντικείμενα μια σκάλα, ένα φύλο πλεξιγκλάς σε ύψος ανθρώπου, ταινίες στο πάτωμα και σκηνικά ένας βράχος από αφρολέξ με επικάλυψη γύψου, που γεννά σαν μήτρα σώματα γυναικεία και αντρικά, ερμαφρόδιτα, ανθρώπους που στη συνέχεια θα επιζητήσουν την ανύψωση τους σε έναν ουράνιο θόλο, που θα μπορούσε να είναι και θάλασσα, που όλο και θα απομακρύνεται αν και θα τους πλησιάζει κάποιες φορές.
Όλο το έργο η σισύφεια προσπάθεια του ανθρώπου για επιβίωση, για αγάπη και για τη συμπαντική ένωση, για τη θέωση.
Η κίνηση πάντα μετρημένη και το νόημα κατανοητό, μιας και είναι ξεκάθαρη η σύλληψη για τον χορογράφο, σκηνοθέτη, φωτιστή, εικαστικό, χορευτή Δημήτρη Παπαϊωάννου.
Η γυναίκα προχωρά έχοντας μπροστά της ένα φύλο πλεξιγκλάς, που κάνει θόρυβο καθώς το κραδαίνει κάθε φορά ένας διαφορετικός σύντροφος. Μια πορεία από το βάθος της σκηνής ως το προσκήνιο και μετά πίσω. Θύμισε μια χορογραφία της
Pina Bausch. Η επένδυση σε ανθρώπους, ο κλονισμός, η αλλαγή προσώπων.
Η επανάληψη, εντείνει την προσπάθεια, κάνει πιο τραγική αυτή την αέναη δοκιμασία του ανθρώπου.
Άνδρας μεταφέρει πέτρες, παίζει με την τελευταία, προσπαθεί να νικήσει την βαρύτητα. Ανεβαίνει σε σκάλα σε μια προσπάθεια να ανέβει πολύ ψηλά, σχεδόν ακροβατεί και υπολογίζει σε στήριξη ενός άλλου χορευτή που κρατά τη σκάλα.
Πέφτει, του προσφέρεται χέρι να σηκωθεί και η σκάλα μεταλλάσσεται σε πατερίτσες.
Γυναίκα με πέτρες στη φούστα και άντρες με πέτρες στο κεφάλι τους, συνεχής μετατόπιση των λίθων. Εικαστικό αποτέλεσμα σχετικά με το καθήκον του ανθρώπου, τις έγνοιες και τις υποχρεώσεις.
Περπατήματα στη σκηνή με βήματα που ακούγονται σαν να κολλάει η σόλα. Πορείες ανθρώπων, διαφορετικές διαδρομές, που όμως όλους τους ενώνει η κοινή προσπάθεια, ο κοινός αγώνας, αναπόφευκτος, πολλές φορές άκαρπος, όμως συνυφασμένος με τη φύση του ανθρώπου.
Συνέχεια των βαδισμάτων στην ίδια πάντα λογική, η προσπάθεια να ξεκολλήσουν τις ταινίες από το δάπεδο της σκηνής. Ο κάθε χορευτής με τον ρυθμό του, με τη διαφορετική έμφαση, προσπάθεια και επιμονή.
Ο αγώνας καταλήγει σε ένα γεύμα με φαγητό και κρασί, μια επιβράβευση του κόπου, ένα απολύτως ρεαλιστικό γλέντι, που απαιτεί το χρόνο του και μας κάνει κοινωνούς του, μέχρι την αποχώρηση των συνδαιτυμόνων για να μείνει επί σκηνής στο τραπέζι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και στη σκηνή να παίζει με την πέτρα και την βαρύτητά της ο Αριστείδης Σερβετάλης.
Still Life λοιπόν, νεκρή φύση στη ζωγραφική, εξελιγμένη για τον 21ο αιώνα, με πάρα πολλούς υπαινιγμούς και προβληματισμούς και με δυνατό, δυναμικό τέλος στη γιορτή μιας ομήγυρης που γλεντοκοπά και κυρίως ενσωματώνει τους θεατές της.
Μαρία Μαρή, Φιλόλογος