Γνωστοί στο Πανελλήνιο, άγνωστοι ως φαίνεται στην Πολιτεία, οι μέθοδοι και πρακτικές που ακολουθούνται για την καταπάτηση και οικοπεδοποίηση δημόσιων δασικών εκτάσεων. Κάποιος που εκπροσωπεί μια ομάδα επαγγελματική, επιστημονική ή κοινωνική, βρίσκει έναν που κατέχει νόμιμα ή παράνομα ένα δάσος ή μια δασική έκταση. Συνήθως ο εμφανιζόμενος ως ιδιοκτήτης έχει χαρτιά μειωμένης αξίας που λένε ότι έχει περιορισμένο δικαίωμα ρητίνευσης ή ότι υπάρχει κατάτμηση του δάσους ή είναι κάποιο μοναστήρι που έχει αμφισβητούμενους τίτλους ή μη νόμιμους.
Κλασικό παράδειγμα η Μονή Πεντέλης που δεν είχε ιδιοκτησία, αλλά μόνο διακατοχικά δικαιώματα (σ.σ.: διακατεχόμενο είναι το δάσος που μπορεί να κατέχει ιδιώτης αλλά η κυριότητα ανήκει στο Δημόσιο μέχρις ότου ο διεκδικητής αποδείξει ότι έχει δικαιώματα επί της έκτασης).
Οι δύο πλευρές κάνουν προσύμφωνα με μειωμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας και συστήνεται οικοδομικός συνεταιρισμός για να αγοραστεί η έκταση. Γίνεται ένα τοπογραφικό, χωρίζονται παράνομα οι εκτάσεις σε οικόπεδα, μπαίνει το σχέδιο των «οικοπέδων» στο γραφείο του οικοδομικού συνεταιρισμού και μετά ακολουθεί η κλήρωση.
Στη συνέχεια αρχίζει η προσπάθεια για να γίνουν τα οριστικά συμβόλαια και να μπει στο σχέδιο πόλεως. Τα μέλη του συνεταιρισμού πληρώνουν τις δόσεις τους και αρχίζει η κατάτμηση, συνήθως με ένα σχέδιο αντιπυρικής προστασίας, όπου ζητούνται να γίνουν δρόμοι εκεί που προβλέπει και το παράνομο ρυμοτομικό σχέδιο.
Ταυτόχρονα, αρχίζει η κοινωνική πίεση για να αλλάξουν το Σύνταγμα και η δασική νομοθεσία και στην προσπάθεια αυτή επιστρατεύονται ως «διακεκριμένα μέλη» του συνεταιρισμού πρόσωπα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στα οποία μάλιστα δίνουν και «οικόπεδα», περιμένοντας ότι θα βοηθήσουν στην επίλυση του ζητήματος.
Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως μετά τη φωτιά στην Πεντέλη, έκταση περίπου 3.000 στρεμμάτων υψηλού δάσους, που διεκδικούνταν από τον οικοδομικό συνεταιρισμό του Αγ. Σπυρίδωνα, εξαιρέθηκε της αναδάσωσης και άρχισε να χτίζεται.