Δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι αποτελεί τον ιδανικότερο εκπρόσωπο του -πολύπαθου στην Ελλάδα- είδους «ιστορικό μυθιστόρημα». Φανατικός ιστοριοδίφης ο ίδιος και λάτρης της γραφής που συνδυάζει καταγραφή ιστορικών γεγονότων και μυθοπλασία, ο Ισίδωρος Ζουργός φροντίζει σε κάθε βιβλίο του να πλάθει με μαεστρία ένα μαγευτικό σύμπαν που κερδίζει τους λάτρεις της ανάγνωσης. Με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου βιβλίου του («Λίγες και μία νύχτες», εκδόσεις Πατάκη) και την εκδήλωση προς τιμήν του που θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου στις 20.00 στην αίθουσα «Νίκος Εγγονόπουλος» του πάρκου «Μίκης Θεοδωράκης» (πρώην ΤΥΠΕΤ) στα Βριλήσσια, συνομιλήσαμε μαζί του για τη γραφή, την Ιστορία, την Εκπαίδευση και την Έμπνευση.
Συνέντευξη: Τάσος Μεργιάννης
Θα μας συστήσετε τις «Λίγες και μία νύχτες», το τελευταίο σας μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη;
Πρόκειται αρχικά για μια προέκταση ενός ιστορικού γεγονότος. Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β’ μένει αιχμάλωτος σε μια πολυτελή βίλα της Θεσσαλονίκης από το 1909 ως την είσοδο του ελληνικού στρατού τον Οκτώβρη του 1912. Η κυβέρνηση των Νεότουρκων στην Κωνσταντινούπολη τον θεώρησε ύποπτο για συνομωσία και τον απομάκρυνε από τον θρόνο. Το δικό μου μυθιστόρημα, με αφορμή αυτό το γεγονός, επινοεί πολλούς ήρωες και επεισόδια της ζωής τους σε σχέση με τα μεγάλα γεγονότα που ξετυλίγονται από τις αρχές του αιώνα ως τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ο βασικός ήρωας ζει ως θύτης και θύμα ολόκληρη την ιστορία του 20ού αιώνα. Ερωτεύεται, πολεμά, ξενιτεύεται, αποδρά, πλουτίζει και δυστυχεί με πολλούς τρόπους. Συνεχίζει όμως να ονειρεύεται μια άλλη ζωή στην πιο γοητευτική συνοικία της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, στη συνοικία των Εξοχών, που απλωνόταν στην ανατολική πλευρά της πόλης. Οι Εξοχές, να το αναφέρουμε αυτό, δεν υπάρχουν πια, όμως μας έχουν αφήσει κληρονομιά κάποια εμβληματικά κτίρια.
Στα βιβλία σας η μυθοπλασία πηγαίνει χέρι χέρι με την ιστορική πραγματικότητα. Πώς ξεκίνησε η αγάπη σας για την Ιστορία;
Από πολύ νωρίς ως αναγνώστης και ως θεατής ταινιών εποχής. Αργότερα κλήθηκα ως δάσκαλος να διδάξω Ιστορία και κατόπιν την έκλεισα στο κουκούλι του συγγραφικού μου κόσμου. Το επαναλαμβάνω με κάθε ευκαιρία, παρ’ ότι είναι ήδη αρκετά γνωστό: Δεν μπορείς να αντιληφθείς αυτό που ζεις, αν δεν το εξετάσεις μέσα από τον ερευνητικό φακό της Ιστορίας. Το παρόν χωρίς τη βοήθεια μιας ιστορικής προοπτικής μοιάζει χαώδες και ανερμήνευτο.
Αν μπορούσατε να διακτινιστείτε σε μια μηχανή του χρόνου, σε ποια ιστορική εποχή θα θέλατε να ζείτε;
Η καλύτερη εποχή νομίζω πως είναι αυτή που είναι δοτικότερη για τον μέσο καθημερινό άνθρωπο. Τέτοια είναι η σημερινή με την αναγνώριση δικαιωμάτων σε πολύ περισσότερους ανθρώπους και την προσπάθεια στοιχειώδους ευημερίας. Αυτό βέβαια είναι συγκριτικό και δεν σημαίνει πως εξασφαλίστηκε η κοινωνική δικαιοσύνη ή πως οι ανισότητες εξαλείφτηκαν. Αν όμως παρ’ όλα αυτά επιμένετε για κάποια χρονική μετακίνηση, θα μπορούσα να σας μεταφέρω είκοσι με τριάντα χρόνια πίσω, όταν η μεταπολεμική Ευρώπη εξασφάλιζε στους πολίτες της μεγαλύτερη ασφάλεια, εργασιακή ηρεμία και περίθαλψη. Δυστυχώς σήμερα εκείνα τα παλιά συμφωνηθέντα και κεκτημένα διακυβεύονται.
Από πού αντλείτε την ιστορική γνώση;
Την περισσότερη γνώση την παίρνει κανείς από τις ιστορικές μελέτες, τα ντοκουμέντα, τις βιογραφίες, τα απομνημονεύματα. Σ’ αυτό το κυνήγι της γνώσης δεν αποκλείονται οι κινηματογραφικές ταινίες και τα ιστορικά ντοκιμαντέρ. Πολλές φορές επίσης έχω κουβεντιάσει με ηλικιωμένους ανθρώπους αναζητώντας πληροφορίες κυρίως για λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής στο παρελθόν, χρήσιμο υλικό στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος.
Ως εκπαιδευτικός, τα βιβλία της Ιστορίας στο σχολείο πως τα κρίνετε;
Στην Ελλάδα συνήθως ζητάμε πολλά από ένα εγχειρίδιο και συχνά παραπονιόμαστε λέγοντας «μα γιατί δεν υπάρχει εκείνο το γεγονός ή το άλλο». Εξαιτίας αυτού πολλές φορές προσθέτουμε στα βιβλία υπερπληθώρα αναφορών, με αποτέλεσμα να έχουμε υπερφορτωμένα κείμενα σε τέτοια μάλιστα γλώσσα την οποία δεν μπορούν εύκολα να διαχειριστούν οι μαθητές. Το μάθημα έτσι μετατρέπεται σε καταναγκασμό και προκαλεί δυσφορία. Καλείται τότε ο δάσκαλος να αποσυμπιέσει τα κείμενα και πολλές φορές να παραλείψει μεγάλα κομμάτια. Ο ίδιος άνθρωπος βέβαια προσπαθεί να δείξει και τις γενεσιουργές αιτίες των γεγονότων οι οποίες, μέσα στην όλα πληθώρα των παραθέσεων, δεν είναι διακριτές. Ο χρόνος για όλα αυτά δεν είναι αρκετός, αρχίζουν τότε οι επιμηκύνσεις και καταλήγουμε συχνά σε έναν διδακτικό μαραθώνιο. Εν κατακλείδι, τα εγχειρίδια διδασκαλίας δεν πρέπει να ξεχνούν τις δυνατότητες του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνονται.
Ποια ανάγκη σάς ώθησε στο γράψιμο;
Συνήθως τα έσχατα κίνητρα της γραφής είναι αδιερεύνητα. Σίγουρα η καλλιτεχνική δημιουργία γενικότερα έχει να κάνει με μια αγωνία πρώτιστα υπαρξιακή. Ο συγγραφέας νιώθει την ανάγκη να γίνει ο ταριχευτής της μνήμης, προσωπικής και συλλογικής. Θέλει να χρηματοδοτήσει τον κόσμο με τις λέξεις του, να θρηνήσει και να γιορτάσει με τον λόγο όλες τις εκλάμψεις και τις αντιξοότητες της ζωής. Πιο πολύ όμως θέλει να σφραγίσει την ατομική του ύπαρξη, το πέρασμά του απ’ αυτόν τον κόσμο με ένα ίχνος.
Πρακτικά πότε και με ποιο τρόπο γράφετε; Είναι αυτοσκοπός για εσάς π.χ. να γράφετε ένα βιβλίο κάθε 1-2 χρόνια;
Εκδίδω καινούριο μυθιστόρημα κάθε τρία χρόνια. Μη φανταστείτε ότι είναι για μένα κάποιος μαγικός αριθμός, όμως φαίνεται εκ των πραγμάτων πως αυτός είναι ο δικός μου ρυθμός. Θα μπορούσα να εκδίδω συχνότερα, όμως όλα μου τα πρωινά είναι αφιερωμένα στο σχολείο όπως και μερικά απογεύματα, έχω επίσης και οικογένεια. Ο χρόνος λοιπόν στην ολότητά του δεν μου ανήκει. Ίσως κάποτε μου χαριστεί για μια αποκλειστική αφοσίωση στη γραφή, το ελπίζω.
Πιστεύετε στην έμπνευση ή έχουν δίκιο αυτοί που υποστηρίζουν ότι το γράψιμο οφείλει να είναι καθημερινή εργασία με ωράριο;
Προσωπικά ως έμπνευση ορίζω τη συνεχή και συνεπή αφοσίωση του δημιουργού στο αντικείμενο της τέχνης του. Η έμπνευση ως απρόβλεπτο ευτύχημα δεν υπάρχει. Υπάρχει η ανταμοιβή του κόπου και του ιδρώτα, η αποζημίωση με ένα αξιόλογο αποτέλεσμα για τις χιλιάδες εργατοώρες του συγγραφέα. Επομένως και καθημερινή εργασία υπάρχει και ωράριο και μάλιστα αυστηρό.
Έχετε βιώσει ποτέ το περίφημο «writer’s block»;
Ευτυχώς όχι. Κατά γενική ομολογία είναι μια αγχώδης διαταραχή επώδυνη, η οποία μάλιστα έχει σημαδέψει και αρκετούς συγγραφείς. Το γεγονός όμως πως δεν το έχω ζήσει ως τώρα δεν αποκλείει την πιθανότητα να εμφανιστεί κάποτε στο μέλλον. Όλοι οι άνθρωποι της γραφής οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι αν και όποτε μας επισκεφτεί.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Μεγάλωσα με Ιούλιο Βερν και διασκευές των κλασικών έργων κυρίως του 19ου αιώνα. Στην εφηβεία με ανέλαβε ο Καζαντζάκης και με οδήγησε περίπου ως το εικοστό έτος. Νομίζω πως ήταν μια μαθητεία ενάντια στην ευκολία αλλά και μια μύηση στον αγώνα του ανθρώπου να κτίσει επάνω στο υπαρξιακό κενό. Τον Καζαντζάκη όχι απλώς τον διάβασα, τον αγάπησα. Ήταν όμως απαραίτητο για την πνευματική ελευθερία ενός μελλοντικού δημιουργού να έρθει η ώρα της εικονικής πατροκτονίας. Έπρεπε να τον αμφισβητήσω και να τον εγκαταλείψω. Τόσα χρόνια μετά θα πρέπει να σας ομολογήσω πως κάθε φορά που πιάνω στα χέρια μου κάποιο βιβλίο του, ξεχειλίζω από ευγνωμοσύνη. Στα χρόνια που ακολούθησαν θαύμασα τους Ρώσους κλασικούς, τον Ντίκενς, τους συγγραφείς των μεγάλων αμερικάνικων οριζόντων, Μέλβιλ, Στάινμπεκ, Τζακ Λόντον. Στάθηκα με πολύ σεβασμό στη δική μας γενιά του ’30 και στους κατοπινότερους. Δεν μπορώ επίσης να μην αναφέρω τους Ιρλανδούς, τον Ίταλο Καλβίνο, τον Ορχάν Παμούκ κ.ά. Όπως καταλαβαίνετε, τέτοιου είδους αναφορές ενέχουν πάντα τον κίνδυνο κάποιας παράλειψης – καμιά φορά και σημαντικής.
Τι διαβάζετε αυτήν την περίοδο;
Αυτόν τον καιρό διαβάζω -με μεγάλη καθυστέρηση είναι η αλήθεια- το «Confiteor» του Καταλανού Jaume Cabre. Ήθελα να καταλαγιάσει λίγο ο θόρυβος και τα επιφωνήματα θαυμασμού που συνόδευσαν την έκδοση του βιβλίου για να το διαβάσω χωρίς επιρροές. Τα ευμενή σχόλια είναι κατά τη γνώμη μου απολύτως δικαιολογημένα καθώς πρόκειται για ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο.
Οι παθογένειες της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης
Yπηρετείτε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως δάσκαλος. Ποια είναι η μεγαλύτερη παθογένεια της Παιδείας στην Ελλάδα;
Δύσκολο να μετρήσει κανείς το ειδικό βάρος του κάθε προβλήματος. Νομίζω πως η μεγαλύτερη παθογένεια είναι η ασυνέχεια ενεργειών και οραμάτων ανάμεσα σε κυβερνήσεις, στελέχη και επιτροπές. Αυτό όμως θα μπορούσε κάποιος να το εντοπίσει ως γενικότερο πρόβλημα λειτουργίας του ελληνικού κράτους, άλλωστε η εκπαίδευση είναι κι αυτή ένα παρακλάδι του κράτους.
Διαβάζουν τα παιδιά σήμερα;
Το βλέπετε κι εσείς καθημερινά πως η εικόνα αντιπαλεύει το κείμενο. Ζούμε σε μια εποχή όπου βίντεο και φωτογραφίες προσφέρονται αφειδώς για κάθε χρήση εντελώς δωρεάν. Τα σημερινά παιδιά έχουν να κάνουν τον καθημερινό τους αγώνα ενάντια στην υπέρμετρη χρήση της εικόνας που είναι εύληπτη, ξεκούραστη και δυστυχώς εθιστική. Προφανώς και οι εικόνες μπορούν να εξασκήσουν την ανθρώπινη φαντασία και ομολογουμένως έχουν κι αυτές τις ποιοτικές τους διαβαθμίσεις. Αυτά όμως που προσφέρει η ανάγνωση, την απόλυτη ενεργοποίηση της φαντασίας, την επιτάχυνση των συνειρμών, τη συναισθηματική εμπλοκή με τους λογοτεχνικούς ήρωες, το ηχόχρωμα της κάθε γλώσσας και πολλά ακόμη, κινδυνεύουν σήμερα να μείνουν στο περιθώριο. Η εκπαίδευση αγωνίζεται να αποτρέψει αυτήν τη φθίνουσα πορεία, οφείλουν όμως και οι γονείς να μας βοηθήσουν, όχι με στείρες νουθεσίες αλλά με τη δύναμη του παραδείγματος.
Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;
Οι πρώτες μου αναγνωστικές εικόνες είναι διάσπαρτες και ανήκουν σε περισσότερα από ένα βιβλία προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας. Σίγουρα ένα από τα πρώτα βιβλία που θυμάμαι ήταν ελληνικοί μύθοι που αναφέρονταν σε ζώα. Νομίζω πως ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα σύζευξη για ένα παιδί και μια πολλά υποσχόμενη αναγνωστική αφετηρία.
Ένα γεμάτο βιογραφικό
Ο Ισίδωρος Ζουργός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Σπούδασε Παιδαγωγικά και υπηρετεί στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως δάσκαλος. Έχει δυο παιδιά και σήμερα εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με διάφορα περιοδικά δημοσιεύοντας ποίηση και πεζογραφία, καθώς και βιβλιογραφικά κριτικά σημειώματα. Έχει επίσης ασχοληθεί με θέματα διδασκαλίας της Λογοτεχνίας στο δημοτικό σχολείο και Ιστορίας της Εκπαίδευσης. Το 1996 συμμετείχε στη συλλογική έκδοση κειμένων για την εκπαίδευση, με τον τίτλο «Αναπνέοντας κιμωλία – γραφές εκπαιδευτικών», από τις εκδόσεις Σαββάλα. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα: «Φράουστ» (Λιβάνης, 1995/Πατάκης, 2010), «Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού» (Πατάκης, 2000/2007), «Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού» (Πατάκης, 2002/2010), «Στη σκιά της πεταλούδας» (Πατάκης, 2005), «Η αηδονόπιτα» (Πατάκης, 2008), «Ανεμώλια» (Πατάκης, 2011 – Βραβείο Αναγνωστών ΕΚΕΒΙ). Επίσης, συμμετείχε στη συλλογική έκδοση «Ζωολογία του πάνω και του κάτω κόσμου» (Πατάκης, 2009), στη σειρά «Hotel-Ένοικοι Γραφής», που επιμελείται ο Μισέλ Φάις. Το 2014 εκδόθηκαν οι «Σκηνές από το βίο του Ματίας Αλμοσίνο» και το 2017 οι «Λίγες και μία νύχτες» (και τα δύο από τις εκδόσεις Πατάκη). Παράλληλα συμμετείχε στα συλλογικά έργα «Ιστορίες Ταχυδρομείου» (2014, Ελληνικά Ταχυδρομεία), «Τάξη + Αταξία» (2011, Ακρίτας) και «Ζωολογία του πάνω και του κάτω κόσμου» (2009, Πατάκης).