Τα βιβλία του με ήρωα τον αστυνομικό επιθεωρητή Ρόι Γκρέις έχουν μεταφραστεί σε 37 χώρες και έχουν πουλήσει 20 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Όλα τους έχουν ένα κοινό: κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη έως και την τελευταία σελίδα, καθιστώντας τον έναν από τους καλύτερους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων παγκοσμίως. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Το Τέλος Θα Έρθει Αύριο», το οποίο μέσα σε τρεις μέρες κυκλοφορίας έγινε best seller στους Sunday Times, κυκλοφορεί ήδη και στα Ελληνικά από τις εκδόσεις «Χάρτινη Πόλη». Ο πολυβραβευμένος Βρετανός συγγραφέας Peter James μιλάει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ αποκαλύπτοντας μερικά από τα μυστικά που τον έφεραν στην κορυφή της προτίμησης του αναγνωστικού κοινού και εκφράζοντας την αγάπη του για την χώρα μας και τους κατοίκους της.
Συνέντευξη: Τάσος Μεργιάννης
Στο νέο σας βιβλίο με πρωταγωνιστή τον αστυνομικό επιθεωρητή Ρόι Γκρέις κάνετε λόγο για τις παθογένειες του Εθνικού Συστήματος Υγείας στην Αγγλία αλλά και στο φαινόμενο της παράνομης εμπορίας ανθρώπινων οργάνων. Τι μελέτη προηγήθηκε της γραφής του και κατά πόσον έχουν δόση αλήθειας τα όσα διαδραματίζονται στις σελίδες του;
Πιστεύω ότι η ουσία ενός καλού θρίλερ είναι αυτό που εγώ ονομάζω «το κακό της διπλανής πόρτας». Με αυτό εννοώ ότι όποιος διαβάσει κάποιο από τα βιβλία μου θέλω να σκέφτεται «Θεέ μου, αυτό θα μπορούσε να συμβεί και σε εμένα». Έτσι, μια δόση αλήθειας είναι απαραίτητο συστατικό.
Το πρώτο στάδιο της έρευνάς μου για το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν να βρω μια οικογένεια που να έχει παρόμοιες εμπειρίες με τα γεγονότα του βιβλίου. Ο δεκαπεντάχρονος γιος τους θα πέθαινε, αν δεν έβρισκαν μόσχευμα ήπατος, και η άσχημη πραγματικότητα είναι ότι καθημερινά στο Ηνωμένο Βασίλειο πεθαίνουν τρεις άνθρωποι, περιμένοντας για αντίστοιχο μόσχευμα. Μέσα στην απόγνωσή τους οι γονείς -και σκεφτείτε ότι και οι δύο είναι ευφυέστατοι γιατροί- στράφηκαν στο διαδίκτυο σε μια προσπάθεια να δουν, αν θα μπορούσαν να αγοράσουν, παράνομα, ένα ήπαρ για να σώσουν τον γιο τους.
Στο τέλος στάθηκαν τυχεροί, καθώς ένα μόσχευμα βρέθηκε με νόμιμο τρόπο και ο γιος τους κατάφερε να αποφοιτήσει από το Όξφορντ με επαίνους και είναι μια χαρά σήμερα. Όμως ήταν από τους πολύ τυχερούς. Η Χουανίτα στην Κολομβία δεν ήταν. Υπάρχει ένας πραγματικός ντίλερ οργάνων στη Γερμανία, που μπορεί να σου βρει ό,τι επιθυμείς, έναντι μιας τιμής: καρδιά, ήπαρ, νεφρούς, δέρμα, κόκκαλα, μάτια, μαλλιά. Ένας υγιής νεαρός άνθρωπος αξίζει έως και ένα εκατομμύριο ευρώ, μοιρασμένος σε μέλη, στη μαύρη αγορά.
Και αυτή είναι η ιστορία της Χουανίτα: Όταν ήταν 8 χρονών, ζητιάνευε έξω από το αεροδρόμιο Ελ Ντοράντο στη Μπογκοτά της Κολομβίας. Την περιμάζεψε η αστυνομία και την παρέδωσε σε έναν οργανισμό περίθαλψης. Από εκεί πήγε σε ένα ορφανοτροφείο, ένα όμορφο σπίτι στην εξοχή με άλλα παιδιά της ηλικίας της.
Όταν ήταν δεκατεσσάρων, οι γονείς ενός έφηβου κοριτσιού στις Ηνωμένες Πολιτείες, απεγνωσμένοι για ένα μόσχευμα ήπατος, πλήρωσαν τη μαφία της Κολομβίας μέσω του Γερμανού ντίλερ 450 χιλιάδες δολάρια. Η Χουανίτα ήταν συμβατή. Δολοφονήθηκε και της πήραν τα όργανα. Εκείνη πέθανε, ώστε ένα κορίτσι στην Αμερική να ζήσει. Και αυτό είναι το κεντρικό δίλημμα στο βιβλίο μου: τι κάνει ο κεντρικός ήρωας, η μητέρα, όταν ανακαλύπτει ότι προκειμένου να σώσει τη ζωή της κόρης της, ένας άλλος έφηβος πρέπει να πεθάνει;
Το βιβλίο «Το Τέλος Θα Έρθει Αύριο» μέσα σε τρεις μέρες κυκλοφορίας έγινε best seller στην εφημερίδα Sunday Times, ενώ τα βιβλία σας έχουν πουλήσει πάνω 20 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Τι είναι αυτό που κάνει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ευπώλητο και τι είναι αυτό που μπορεί να το κατατάξει στην κατηγορία «βιβλίο-θρύλος»;
Πιστεύω στο τρίπτυχο «χαρακτήρας – έρευνα – πλοκή» και τα βάζω με αυτή τη σειρά επίτηδες. Ο κόσμος διαβάζει βιβλία πρωτίστως για να δεθεί με τους χαρακτήρες, τους οποίους τις περισσότερες φορές συναντά πολύ νωρίς, συνήθως και στην πρώτη σελίδα. Συνεχίζει την ανάγνωση για να ανακαλύψει τι θα συμβεί σε αυτούς τους χαρακτήρες, οπότε είναι καίριας σημασίας ο αναγνώστης να νοιάζεται γι’ αυτούς και να ταυτίζεται κατά κάποιο τρόπο μαζί τους.
Δεύτερη έρχεται η έρευνα, ωστόσο είναι εξίσου σημαντική, γιατί οι άνθρωποι που διαβάζουν είναι ευφυείς και, παρόλο που σε όλους μας αρέσουν τα αγωνιώδη μυθιστορήματα που σε κάνουν να θες να διαβάσεις και την επόμενη σελίδα, θέλουμε παράλληλα να μαθαίνουμε και κάτι όσο διαβάζουμε˙ για την ανθρώπινη φύση, για τον κόσμο που ζούμε, για το θέμα του βιβλίου.
Βάζω την πλοκή τρίτη επίτηδες. Μια καλή πλοκή είναι απαραίτητη για ένα καλό θρίλερ, αλλά αν ο αναγνώστης δεν συμπάσχει με τους χαρακτήρες ή αν νιώθει πως ο συγγραφέας δεν έχει κάνει την απαραίτητη έρευνα, μπορεί να έχεις την εξαιρετικότερη πλοκή στον κόσμο, αλλά θα έχεις χάσει τον αναγνώστη σου.
Η τηλεοπτική μεταφορά από το ITV του πρώτου βιβλίου της σειράς με ήρωα τον Ρόι Γκρέις «Κάτω από το χώμα», «καθήλωσε» 8,7 εκατομμύρια θεατές στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εσείς πώς παρακολουθήσατε τη σειρά; Με τα «μάτια» του συγγραφέα ή του κινηματογραφικού παραγωγού;
Έχοντας υπάρξει παραγωγός ταινιών, έβλεπα το «Κάτω από το χώμα» μέσα από το πρίσμα και των δύο. Χρωστάω τρομερή ευγνωμοσύνη στον Ράσελ Λιούις για την απίστευτη και λεπτομερή δουλειά που έκανε στη διασκευή του βιβλίου˙ είναι τόσο κολλημένος με τη λεπτομέρεια. Επιπρόσθετα, ο Τζον Σιμ μοιάζει ακριβώς όπως ο Ρόι Γκρέις της φαντασίας μου. Επίσης, ο πεθερός του Τζον είναι πρώην αστυνομικός και φωνάζει στην τηλεόραση κάθε φορά που μια αστυνομική σειρά δείχνει τις διαδικασίες της αστυνομίας λάθος. Οπότε ο Τζον ήταν αποφασισμένος να τα κάνει όλα σωστά -και το κατάφερε.
Τώρα βρίσκομαι κάπου στη μέση του νέου βιβλίου με τον Ρόι Γκρέις και συνειδητοποιώ ότι έχω τον Τζον Σιμ στο μυαλό μου καθώς γράφω, όπως επίσης τον Ρίτσι Κάμπελ, ο οποίος μοιάζει τόσο πολύ στον πρωτότυπό μου Γκλεν Μπράνσον, που ενσαρκώθηκε από έναν αληθινό αστυνομικό του Σάσεξ, που λεγόταν Γκλεν Ντάγκλας. Μου άρεσε πολύ ένα σχόλιο που μου είχε πει ένας ηθοποιός: «Πρέπει να νιώθεις σαν Θεός. Ήμασταν όλοι μέσα στο κεφάλι σου και τώρα στεκόμαστε ολοζώντανοι μπροστά σου». Το λατρεύω αυτό!
Από όλα τα κολακευτικά σχόλια που σας έχουν επιδαψιλεύσει κατά καιρούς (και όχι άδικα) τα διεθνή media, ξεχώρισα αυτό των Times, που υποστηρίζει ότι έχετε διεισδύσει στην εσωτερική λειτουργία των αστυνομικών διαδικασιών, καθώς και στη σκέψη και συμπεριφορά ενός πραγματικού ντετέκτιβ τόσο όσο κανένας άλλος Άγγλος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Αυτό πώς το έχετε καταφέρει;
Το πιο τυχερό πράγμα που έχει συμβεί στην καριέρα μου ήταν που με λήστεψαν! Ήταν ακριβώς μετά από την έκδοση του δεύτερου βιβλίου μου, το 1983. Ένας νεαρός ντετέκτιβ του Μπράιτον, ο Μάικ Χάρις, είχε έρθει να πάρει αποτυπώματα και παρατήρησε τα βιβλία μου στο τραπέζι. Μου έδωσε την κάρτα του και μου είπε να επικοινωνήσω μαζί του, αν κάποια στιγμή χρειαζόμουν βοήθεια με την έρευνα σχετικά με ζητήματα της αστυνομίας για τα μελλοντικά μου βιβλία. Η τότε σύζυγός μου και εγώ γίναμε φίλοι με τον Μάικ και τη Ρενάτ, τη δική του σύζυγο, που ήταν επίσης αστυνομικός. Μας προσκάλεσαν σε ένα πάρτι στο αστυνομικό τμήμα του Μπράιτον και έπειτα για μπάρμπεκιου στο σπίτι τους. Σχεδόν όλοι τους οι φίλοι ήταν αστυνομικοί -διαφόρων ειδικοτήτων όπως Υπεύθυνοι αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης, Τροχονόμοι, Εγκληματολόγοι, Ειδικές Δυνάμεις, στο τμήμα Ανθρωποκτονίας, Προστασίας Παιδιού, Δημόσιας Τάξης- και όσο τους μιλούσα συνειδητοποίησα πολύ γρήγορα πως κανείς δεν βλέπει το σκληρό πρόσωπο της ζωής καλύτερα από έναν ενεργό κατά 30 χρόνια αστυνομικό.
Σε μια μόνο ημέρα ένας Επιθεωρητής σε μια πόλη σαν το Μπράιτον ή το Χοβ μπορούσε να δει έναν θάνατο βρέφους, μια σκηνή ενδοοικογενειακής κακοποίησης, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι να εξαπατάται από έναν απατεώνα του διαδικτύου και να χάνει οικονομίες ζωής, ένα ζευγάρι που έχει εξαφανιστεί το παιδί του και πολλά άλλα. Υπάρχει τόσο πολύ υλικό για έναν συγγραφέα! Συνειδητοποίησα ότι ο κόσμος της Αστυνομίας είναι πολύ ανοιχτός. Οι αστυνομικοί βλέπουν την κοινωνία σαν «εμείς και εκείνοι». Και βλέπουν τον κόσμο με διαφορετικά μάτια από όλων μας. Για παράδειγμα, αν οι περισσότεροι από εμάς παρατηρούσαμε καθώς περπατούσαμε δύο άντρες να κοιτάζουν μέσα από τη βιτρίνα ενός καταστήματος, θα υποθέταμε ότι σκέφτονται κάτι να αγοράσουν.
Όμως αν τους έβλεπε ένας αστυνομικός, θα σκεφτόταν «Τι κάνουν αυτοί οι δύο άντρες; Σχεδιάζουν να ληστέψουν το μαγαζί; Κάνουν ανταλλαγή ναρκωτικών; Σκοπεύουν να κλέψουν κάποιον;». Και εγώ αυτό το ονομάζω υγιή κουλτούρα υποψίας. Ένας κύριος λόγος που οι αστυνομικοί επιλέγουν να περνούν και τον ελεύθερο χρόνο τους μαζί, πέρα από το ότι είναι συνάδελφοι, είναι το ότι νιώθουν πιο άνετα με την παρουσία ενός άλλου αστυνομικού σε σχέση με ενός απλού πολίτη. Μπορούν να μιλήσουν για υποθέσεις που δουλεύουν, δίχως να ανησυχούν μη διαρρεύσουν απόρρητες πληροφορίες και τις δουν στις εφημερίδες την επόμενη ημέρα. Και το «μαύρο» χιούμορ, το οποίο είναι ένας τεράστιος μηχανισμός επιβίωσης για όλους τους αστυνομικούς και τους υπαλλήλους της Άμεσης Δράσης, είναι κάτι που μπορούν να χρησιμοποιήσουν με άλλους αστυνομικούς, δίχως να φοβούνται πως θα δημιουργήσουν παρεξηγήσεις.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να μπει κανείς στον δύσκολο κόσμο των αστυνομικών και, κυρίως, να διαρκέσει αυτή η σχέση; Πώς σας επηρεάζει στο γράψιμο και την καθημερινότητά σας;
Όσο γνώριζα όλο και περισσότερους αστυνομικούς και κέρδιζα την εμπιστοσύνη τους, άρχισα να συμπεριλαμβάνω πιο πολλές λεπτομέρειες για την Αστυνομία στα βιβλία μου· ανακάλυψα, καθώς προσπαθούσα πάρα πολύ όχι μόνο να βάζω σωστά στοιχεία, αλλά να αποδώσω όλη την κουλτούρα της αστυνομίας με τον πρέποντα τρόπο, ότι άρχιζαν να με καλούν όλο και περισσότερο να δω διαφορετικές πτυχές της αστυνόμευσης εκ των έσω. Ξεκίνησαν να με προσκαλούν να περάσω μια ολόκληρη ημέρα μαζί τους -σε περιπολίες, σε μια σκηνή εγκλήματος, και έπειτα από ένα διάστημα έφτασα στο σημείο όπου με έπαιρναν τηλέφωνο να με προσκαλέσουν να πάω μαζί τους σε παράνομες συναλλαγές.
Σήμερα, υπό φυσιολογικές συνθήκες, περνάω κατά μέσο όρο μια μέρα τη βδομάδα με την Αστυνομία, κυρίως στο Σάσεξ, όπου διαδραματίζονται και τα βιβλία μου, αλλά και με το Μετ στο Λονδίνο, όπως και με αστυνομικές δυνάμεις σε πολλές άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ρωσίας, της Αυστραλίας και της Σουηδίας. Και άρχισα και εγώ να νιώθω αστυνομικός! Κάθε φορά που μπαίνω σε ένα εστιατόριο, μια καφετέρια ή ένα μπαρ με έναν αξιωματικό, δίχως εξαιρέσεις, ενώ είμαστε ακόμη στην πόρτα, θα σταματήσει να ελέγξει κάθε πρόσωπο στον χώρο πριν μπει -δεν θέλουν να καταλήξουν να έχουν περάσει μια ώρα τρώγοντας ή πίνοντας ενώ δυο τραπέζια μακριά βρίσκεται ένας κακοποιός που αναζητούν και να μην τον εντοπίσουν. Πλέον κάνω το ίδιο… Και ακόμα και αν ένας αστυνομικός με έχει προλάβει σε μια τέτοια δήλωση, πάντα θα ξέρω πού θα κάθεται: με το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο, να κοιτάζει προς το εσωτερικό του δωματίου και τη μπροστινή πόρτα. Είναι η γνωστή και ως «καρέκλα του αστυνομικού».
Μια από τις καλύτερες φιλοφρονήσεις που έχω πάρει ήταν σε ένα e-mail που έλαβα από έναν ντετέκτιβ στο Μπράιτον. Μου ανέφερε πως, καθώς οδηγούσε στην πόλη, ξαφνικά εντόπισε έναν κακοποιό για τον οποίο είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης. Πήδηξε έξω από το αυτοκίνητο και τον κυνήγησε για πάνω από 1,5 χιλιόμετρο, μέχρι που στο τέλος τον έριξε κάτω και του πέρασε χειροπέδες. Καθώς τον πήγαινε στο κρατητήριο, ο κακοποιός γύρισε και του είπε: «Είσαι ακριβώς σαν τους αστυνομικούς στα βιβλία του Πίτερ Τζέιμς!».
Η πανδημία κατά πόσο φρέναρε τα προσωπικά ή επαγγελματικά σας σχέδια;
Το τελευταίο μου μυθιστόρημα με τον Ρόι Γκρέις γράφτηκε εν μέσω της πανδημίας και ήταν μια πάρα πολύ ασυνήθιστη συγγραφική εμπειρία για εμένα, καθώς υπό φυσιολογικές συνθήκες βγαίνω έξω συχνά με την Αστυνομία ή κάνω άλλου είδους έρευνα μόνος μου. Αντίθετα, τώρα έπρεπε να βασιστώ σε ηλεκτρονικές τηλεδιασκέψεις, τηλεφωνήματα και email.
Μια τέτοια συνθήκη θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για ένα μελλοντικό μυθιστόρημα;
Η απάντησή μου είναι ένα μεγάλο «όχι»! Θεωρώ πως όλος ο κόσμος έχει βαρεθεί να ακούει για τον COVID-19. Φυσικά, στα μελλοντικά γραπτά μου θα πρέπει να αναφερθώ σε αυτόν, αλλά δεν σχεδιάζω να τον χρησιμοποιήσω με κανέναν τρόπο ως έμπνευση. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο «κακό της διπλανής πόρτας», για το οποίο αγαπώ να γράφω και στον καθημερινό εφιάλτη που έχει μετατραπεί ο κορωνοϊός. Οι αναγνώστες διαβάζουν βιβλία θρίλερ για να ξεφύγουν από την καθημερινότητα, όχι για να ξαναβουτήξουν σε αυτή.
Στην Ελλάδα έχετε φανατικούς φίλους αναγνώστες που ανυπομονούν να προμηθευτούν κάθε νέο σας βιβλίο. Είναι στα σχέδιά σας να επισκεφτείτε την Ελλάδα σύντομα;
Λατρεύω την Ελλάδα και πέρασα θαυμάσια στις διακοπές ταξιδεύοντας στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Αγαπώ τη φιλική διάθεση, τη συμπεριφορά και το πάθος των ανθρώπων στη χώρα σας. Έχω περάσει επίσης μια εκ των πιο εντυπωσιακών εβδομάδων της ζωής μου στη μοναστηριακή κοινότητα του όρους Άθως, μερικά χρόνια πριν. Θα ήθελα πολύ να επιστρέψω στην Ελλάδα -λατρεύω το φαγητό και το κρασί! Αλλά πάνω απ’ όλα τους ανθρώπους. Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο φιλικό έθνος στον κόσμο.
Το who is who του συγγραφέα
Ο Peter James γεννήθηκε στην Αγγλία και φοίτησε στην κινηματογραφική σχολή Ravensbourne.
Έζησε αρκετά χρόνια στη Βόρεια Αμερική, όπου εργάστηκε ως σεναριογράφος και κινηματογραφικός παραγωγός. Επίσης, ασχολείται με την παραγωγή ταινιών και τηλεοπτικών σειρών. Μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στο Νότινγκ Χιλ του Λονδίνου και στο Σάσεξ. Στη Γερμανία, ο Peter James ψηφίστηκε το 2005 ως ο καλύτερος συγγραφέας αστυνομικού μυθιστορήματος, ενώ στη Γαλλία κέρδισε, το 2006, το διεθνές βραβείο αστυνομικού μυθιστορήματος. Από τις Εκδόσεις Χάρτινη Πόλη κυκλοφορούν επίσης τα αστυνομικά μυθιστορήματα «Absolute Proof, Η απόλυτη απόδειξη» (2019) και από την σειρά με ήρωα τον Ρόι Γκρέις «Ο Θάνατος Πλησιάζει» (2019), «Ο Θάνατος δεν είναι Αρκετός» (2018), «Ο Θάνατος σου Πάει» (2017), «Κάτω από το Χώμα» (2016).