Το πάντρεμα του συμβατικού Θεάτρου (ηθοποιών) με το Θέατρο Σκιών αποτελεί καθοριστική ιδιομορφία του έργου γιατί πρωταγωνιστές είναι, μεταξύ άλλων, τυπικοί ήρωες του καραγκιόζικου μπερντέ. Επιπλέον, η κομβική σκηνή των βασανιστηρίων του Ανδρούτσου αποδίδεται με θέατρο σκιών σε φωτιζόμενο μπερντέ, που βρίσκεται στο κέντρο της σκηνής. Πριν και κατόπιν αυτής, η δράση ξαναγίνεται τρισδιάστατη, με ηθοποιούς σε ρόλο φιγουρών-ηρώων. Η πρωτοτυπία αυτού του ευρήματος αναδεικνύει το τεράστιο πλεονέκτημα του μπερντέ έναντι του πάλκου, που κατέστησε, κατά τα παλαιότερα χρόνια, το Θέατρο του Καραγκιόζη κοσμαγάπητο θέαμα. Η ευχέρεια, δηλαδή, του Θεάτρου Σκιών να αναπαριστά πολυπρόσωπα κι εντυπωσιακά επεισόδια, πρόσφερε στα ηρωικά έργα (με έμπνευση το 1821) τόση απήχηση στον μπερντέ, όση δεν είχαν ποτέ στο συμβατικό Θέατρο. Η ιδέα της συνύπαρξης φιγούρων–ηθοποιών, με ρίζες στην αποθέωση (δηλ. το ζωντανό φινάλε παραστάσεων Καραγκιόζη), είχε ήδη παρουσιαστεί στο Θέατρο Τέχνης (“Ο Καραγκιόζης παραλίγο Βεζύρης” του Γ. Σκούρτη, 1973 σε σκηνοθεσία Κ. Κουν) με διαδοχική συμμετοχή των καραγκιοζοπαιχτών Γ. Χαρίδημου και Π. Μιχόπουλου. Όμως ο Θ. Φωτιάδης την αξιοποίησε για πρώτη φορά σε έργο με έμπνευση από την Ελληνική Επανάσταση. Δική του έμπνευση ήταν η παρουσίαση ενός συγκινησιακά φορτισμένου στιγμιότυπου (μαρτύρια Ανδρούτσου), που υπό άλλες συνθήκες θα αποδυναμωνόταν από μία στατική (αφηγηματική;) “off stage” παρουσίαση.
Ο ίδιος ο συγγραφέας συνοδεύει το έργο με ποικίλους υποτίτλους: Δράμα ηρωικό και σατιρικό, Θέαμα λαϊκό, διδακτικό και ξεκαρδιστικό, Λαϊκή σάτιρα. Είναι εμφανές πως το κείμενο και οι παραστάσεις του αποτελούν μισγάγκεια** όσων βαθιά αγάπησε ο Θ. Φωτιάδης: Θέατρο και Λογοτεχνία (βλ. λ.χ. επιρροές από το “Πιάνο” και τα “Καραγκιόζικα” (1955) του Β. Ρώτα ή “Το μεγάλο μας τσίρκο” (1973) του Ι. Καμπανέλλη, θίασος «Καρέζη–Καζάκου»), Λαογραφία (π.χ. Δημοτικό Τραγούδι, Θέατρο Σκιών), Ιστορία, Σάτιρα. Οι ιδέες του Θ. Φωτιάδη ενδύονται το ένδυμα του θυμόσοφου Έλληνα Καραγκιόζη, αξιοποιούν σκηνικά τις καινοτομίες του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών, ανακαλούν δημιουργικά την ιστορική μνήμη των Ελλήνων (π.χ. μέσω της μορφής του Μακρυγιάννη και των Απομνημονευμάτων του) και γεννούν ένα έργο συμβολικό. Ένα έργο, που παρουσιαζόμενο από σχολικές -επετειακές- ως επαγγελματικές παραστάσεις, αποτελεί διαχρονικό κάλεσμα στον Λαό να ενώσει τις δυνάμεις του και να διεκδικήσει όσα του ανήκουν: Δημοκρατία, Αυτοδιάθεση, Ελευθερία.
Η τελευταία σκηνή που συμβολικά ζωντανεύει στα μάτια του θεατή είναι οι πανηγυρισμοί του Λαού, ενωμένου και νικητή πλέον, που συνεχίζει να προτρέπει εν είδει τραγουδιού: Σηκωθείτε αδέλφια, εμπρός!
Ο Θ. Φωτιάδης κλείνει το χειρόγραφό του σημειώνοντας:
ΚΙ’ ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΤΟ ΕΡΓΟ.
ΚΑΙ Σ’ ΑΛΛΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ,
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!
** μισγάγκεια= μίσγω, σμίγω + αγκώνας: Το σημείο, η γραμμή που σχηματίζεται, όταν διπλώσουμε στον αγκώνα το χέρι μας. H μέση γραμμή στην κοίτη του ποταμού. Στα TEI, τα δεκαεφτάρικα παιδιά, που σπουδάζουν μηχανική, υδραυλική και τέτοια, την μισγάγκεια την λένε μισγάγκεια. Άγνωστη εντελώς η λέξη, στους «Έλληνες» καθηγητές των κοινωνικών επιστημών, στα ελληνικά A.E.I. Συνώνυμα: το συναμφότερον, ο ντολμάς, ο αχταρμάς, το φύρδην-μίγδην, η Ελλάδα. Τα αντίθετά της: το Μάαστριχτ, το μονοφυσίτης, το Δύση-δυτικός, ο κ. Ανδριανόπουλος, η κυρία Παπαρρήγα, η κυρία Δαμανάκη, ο κ. Σημίτης. Ως προς τους άνω, το «μισγάγκεια» λειτουργεί και ως χάντρα έναντι της βασκανίας τους. (Φοβερή απόδοση από τον Κ. Ζουράρι!)