«Το τραγούδι της θάλασσας δεν γράφτηκε ποτέ. Αυτό που ακούστηκε, ο άνεμος το έκλεψε μια νύχτα του Αυγούστου». (Βαγγέλης Χρόνης / «Το τραγούδι της θάλασσας»)
H ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη, που φέρει τον τίτλο «Νέοι στον Άδη», κινείται μεταξύ βαθιάς αναγνώρισης του χρόνου που περιβάλλει την ίδια ανθρωπινότητα και επάλληλων παραδοχών που δύνανται να προσδιορίσουν έναν βίο που πρωταρχικά εκθέτει την εκτατικότητά του, εκτατικότητα που δύναται να συμπεριλάβει και τον θάνατο, τον θάνατο που ενσκήπτει με τα διττά πλαίσια της «σκληρότητας» και της «αλήθειας»…
Φέροντας μια αμεσότητα στην ποιητική γραφή, ο ποιητής εκθέτει τη «δυναμολογία» ενός εικονοκλαστικού βιώματος, «ασκείται» στα πεδία μιας μνήμης «ασκητικής», αναγνωρίζει ένα σημαίνον «τόπου» που περισσότερο προσιδιάζει σε αυτό που ο Γάλλος φιλόσοφος Jacques Derrida αποκαλεί «οντοπολογία» και σχετίζεται ουσιωδώς με την ανάδυση μιας εκφραστικότητας που αντλεί από το υπόστρωμα της ιστορίας, από τα σπαράγματα ενός κόσμου που δεν παρήλθε παρά εμμένει «αναλυτικά», προσφέροντας μια γνώση και μια επίγνωση που μένουν «εκεί», δεικνύοντας τους όρους μιας «λιτότητας» που, αφενός μεν ενσωματώνεται στο άμεσο ποιητικό «πράττειν», αφετέρου δε εμπρόθετα σημαίνεται ως «λιτότητα» βίου.
«Σιωπή. Ενός λεπτού σιγή που την σκέψη οδηγεί στο παραπέρα και το αντίπερα» γράφει ο ποιητής, προβάλλοντας τις σημάνσεις μιας ποίησης που «εγγίζει» την σιωπή (ιδιαίτερο ποιητικό μοτίβο) ως έναυσμα σκέψης και συγκεκριμενοποίησης «βιό-κοσμων», προσδιορίζοντας, ακόμη και εννοιολογικά, δυνατότητες μετάβασης, μετάβασης στα βάθρα του «παραπέρα» και του «αντίπερα», του «άλματος», εξαντικειμενοποιημένου και ιστορικού, που εγγράφει χαρακτηριστικά μιας ζωτικής απορίας: πώς δύναται να ζήσουμε; Πώς εναλλάσσονται το «παραπέρα» με το «αντίπερα» ως παράλληλοι δείκτες ενός βίου «με» τον θάνατο; Πώς σημασιοδοτείται το πρόθεμα «αντίπερα» τη στιγμή που η λέξη εκλείπει;
Δύναται να αναφέρουμε πως οι «Νέοι στον Άδη», προσδιορίζοντας «φορτισμένα» την αλληλουχία του θανάτου και δη του πραγματικού θανάτου που προσθέτει «νέα μέλη», διαμορφώνει τους όρους και τις προϋποθέσεις μιας υποκειμενικής καταγραφής που αξιώνει από τα πρόσωπα την βαθυδομική επίγνωση, συναρθρώνοντας διαρκώς σχήματα μιας ιδιαίτερης φιλοσοφικής οντολογίας με τον ποιητικό «ενεργείν» που αναδίδει περιγράμματα «ανένταχτου» βίου: «Ο χρόνος δεν έσβησε το θλιμμένο βλέμμα το φοβισμένο χαμόγελο. Μένει αποτυπωμένο και αινιγματικό, ανασυρμένο από το φως του σκοταδιού.
Εικόνα αρχαία μα και σύγχρονη συνάμα στο μονοπάτι της αιωνιότητας». Μιας «αιωνιότητας» η οποία ανεστραμμένα, ενέχει συμβολισμούς «χρησμού». Η λέξη, η ποιητική γλώσσα, διαιρεί και μεγεθύνει, φέρει εγγύτερα σκιές και σώματα. Ο συμβολισμός της «νύχτας» διασχίζει εγκάρσια την ποικιλία του παρόντος, υπό το πρίσμα παραλλαγών χρωμάτων και μεγέθους που ομνύουν στη μέγιστη «αποκάλυψη» του εαυτού που ισορροπεί στο δικό του χρόνο: «Η μεγάλη νύχτα αρχίζει με την ανατολή της πανσέληνου. Η πάναστρη νύχτα μεγαλώνει το άπειρο και την σιωπή. Η μαγική νύχτα ζωντανεύει τα πάθη και τους έρωτες. Η καθαρή νύχτα φωτίζει εσένα και τον ίσκιο σου. Η απέραντη νύχτα φανερώνει το ελάχιστο και το μέγιστο. Η φωτεινή νύχτα απομακρύνει την σκέψη του τέλους. Η ατελείωτη νύχτα εξαφανίζεται με την ανατολή του ηλίου».
Οι «Νέοι στον Άδη», δύνανται να μετασχηματίσουν το «ανείπωτο» σε «οικείο», εκ νέου νοηματοδοτώντας τη «διαλεκτική του φόβου», θέτοντας τα θεμέλια ενός ποιητικού λόγου που πραγματεύεται το «πραγματικό», τις διαστάσεις του χρόνου δίχως θεσπισμένα όρια.
Σίμος Ανδρονίδης