Το διάβαζα και το μυαλό μου έτρεχε συνεχώς σε έναν από τους καλύτερους συγγραφείς του νουάρ μυθιστορήματος, τον Έλερυ Κουήν.
Ο κεντρικός του ήρωας φοράει καμπαρντίνα και καπέλο, καπνίζει και πίνει σε κάθε ευκαιρία και αν δεν αιφνιδιαστεί, οπότε θα φάει το ξύλο της χρονιάς του, μπορεί να αντιμετωπίσει από δυο μέχρι πέντε θηριώδεις σωματοφύλακες του μαφιόζου της συνοικίας. Είναι καλό παιδί κατά βάθος, αλλά γίνεται σκληρός και άτεγκτος απέναντι σ’ αυτούς που εκμεταλλεύονται τους φτωχούς και τους αδύναμους. Τέλος, είναι δημοσιογράφος, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να χώνει τη μύτη του παντού (από επαγγελματική διαστροφή) και να κάνει ερωτήσεις ακόμα και για πράγματα που η αστυνομία δεν μπορεί (ή δεν θέλει;) να μαθαίνει.
Αναφέρομαι στο δημοσιογράφο του αστυνομικού ρεπορτάζ με το αμερικανικό επώνυμο Γκόρντον (το μικρό του Ζίγκμοντ), που ζει και δρα στη Βουδαπέστη και είναι ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος «Έγκλημα στη Βουδαπέστη» (εκδ. Κέδρος) του Ούγγρου συγγραφέα αστυνομικών-νουάρ μυθιστορημάτων Βίλμος Κόντορ, του οποίου αυτό είναι και το πέμπτο βιβλίο με ήρωα τον Γκόρντον και του οποίου όλες οι ιστορίες διαδραματίζονται από το 1936 μέχρι το 1956. Μια ωραία και κατάλληλη ιστορική περίοδο για νουάρ καταστάσεις. Κάτω από βροχή, χειμωνιάτικα τοπία, καφενεία με καθίσματα Βιέννης, αποβάθρες με μυστήριους τύπους ένθεν και ένθεν του Δούναβη, αλλά και κακόφημες συνοικίες και φτωχογειτονιές έτοιμες να ασπασθούν τον ανερχόμενο ναζισμό, από αντίδραση στην κατάντια τους.
Στο «Έγκλημα στη Βουδαπέστη», μια τυπική ιστορία τύπου «ποιος έκανε το έγκλημα και γιατί;», ο Γκόρντον ανήμερα της κηδείας του πρωθυπουργού της χώρας, παίρνει μια πληροφορία που τον οδηγεί αργά τη νύχτα στην πιο κακόφημη γειτονιά της πρωτεύουσας. Εκεί ανακαλύπτει το πτώμα μιας ωραίας, κομψοντυμένης κοπέλας, που είχε ένα εβραϊκό προσευχητάριο στην τσάντα της.
Ενοχλημένος από τις αλλόκοτες συνθήκες –τι γυρεύει μια θρησκευόμενη γυναίκα σε μια κακόφημη συνοικία;– ο Γκόρντον αποφασίζει να λύσει το μυστήριο του θανάτου της, ειδικά μετά την αποκάλυψη της ταυτότητας του θύματος. Η έρευνα θα τον οδηγήσει στον σκοτεινό υπόκοσμο της πόλης, όπου δρουν συνδικάτα εγκλήματος και πυρήνες παράνομων κομμουνιστών, αλλά και στα ανώτατα στρώματα και στους κύκλους της εξουσίας, όπου βήμα – βήμα θα φτάσει στην απροσδόκητη λύση.
Ατμόσφαιρα αφήγησης επηρεασμένη από δυτικούς συγγραφείς του νουάρ, αδρή σκιαγράφηση χαρακτήρων, εκτεταμένες και αναλυτικές περιγραφές και μια εξαιρετική μετάφραση (από τα αγγλικά, όμως) του Φίλιππου Χρυσόπουλου, κάνουν ενδιαφέρον το μυθιστόρημα, το μοναδικό μείον του οποίου ίσως να είναι η συνεχής αναλυτική χαρτογράφηση των περιοχών που κινείται ο ήρωας: «Ο Γκόρντον πλήρωσε το λογαριασμό, έσφιξε το χέρι του ανταποκριτή και πήρε το τραμ μπροστά από το καφέ. Στην πλατεία Βερολίνου άλλαξε τραμ και κατέβηκε στην πλατεία Κάλβιν. Διέσχισε την οδό Κετσκεμέτι με τα πόδια, έστριψε στην Μπάστια και έφτασε στην Γκινέα Φάουλ λίγα λεπτά πριν τις δώδεκα». «Ο Ζέβεκ έβαλε μπρος και κατέβηκε την οδό Άντρασι προς το Οκτάγωνο και από κει πήρε τη λεωφόρο Γκραντ, διέσχισε τη γέφυρα Μάργκαρετ, μπήκε στη Βούδα και μέσω της οδού Κινγκ Ματθίας ανέβηκε στη ρομαντική συνοικία Νορμάφα πάνω στους λόφους».
Άγγελος Πολύδωρος