(Παρουσίαση και κριτική του βιβλίου από τον Κώστα Τραχανά)
Μια έρευνα με τίτλο «Σφυγμός Πολιτισμού», που έγινε από το ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο σε συνεργασία με τις Διεθνείς Σχέσεις Πολιτισμού, υπό την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου, έδειξε ότι: Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, δηλαδή το 86%, θεωρούν ότι ο Πολιτισμός, μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης, για την χώρα και πρέπει να επενδύσουμε σε αυτόν.
Οι έλληνες πολίτες πιστεύουν, κατά πλειοψηφία, ότι από τα πιο ελκυστικά πολιτιστικά στοιχεία της χώρας, για τους τουρίστες, είναι η γαστρονομία, τα τοπικά προϊόντα αλλά και τα έθιμα και οι παραδόσεις. Σημαντικό έδαφος φαίνεται να κερδίζει ο γαστρονομικός τουρισμός, αφού ξεχωρίζει από άλλα είδη, όπως ο θρησκευτικός, ο ιαματικός κ.λ.π.
Η ιστορία της μαγειρικής και της γεύσης είναι παλιά όσο και το προπατορικό αμάρτημα. Αν σκεφτεί κανείς ότι για μια μπουκιά, φορτώθηκε η ανθρωπότητα το προπατορικό αμάρτημα, τότε καταλαβαίνει, πως το φαγητό, εκτός από καλό στομάχι έχει ανάγκη και ένα καλό μυαλό. Αν το φαγητό συμβολίζει την υλική ζωή κι η σκέψη την πνευματική, η γλώσσα είναι που μεσολαβεί για να κρατηθεί το μέτρο. Με τη γλώσσα αναλύουμε τις γεύσεις, όπως ακριβώς με την γλώσσα αναλύουμε τις σκέψεις μας.
Η μαγειρική υπήρξε ανέκαθεν ένα εξαιρετικό σοβαρό δείγμα ένδειξης πολιτισμού.
« …Θυμάμαι την τελετουργία του κατάφορτου τραπεζιού, σε ένα φιλικό σπίτι… Στρωμένο τραπέζι με κατάλευκο τραπεζομάντιλο, το τζάκι να καίει. Οι θέσεις είχαν προκαθοριστεί.
Θα καθόμασταν, όπου μας υποδείκνυε η κυρία Άννα. Και θα τρώγαμε ό,τι είχε ετοιμάσει. Κουζίνα Ηπειρώτικη.
Από την κουζίνα, άρχιζε η κυρία Άννα, να μεταφέρει τις πιατέλες, που μοσχοβολούσαν γίγαντες (κι ένα φύλλο δάφνης, τόνιζε αυστηρά), κολοκυθοκεφτέδες, μελιτζανοσαλάτα, λαχανόπιτες, τυρόπιτες, γιουβέτσι, αρνί ψητό φούρνου και τόσα άλλα ευωδιαστά τερψιλαρύγγια.Ύστερα έπρεπε απαραίτητα η ίδια να μας σερβίρει. Τα πιάτα περνούσαν κυκλικά μπροστά της και πλούτιζαν όχι μόνο από γεύσεις, αλλά από φροντίδα, μεράκι, νοστιμιά, πάθος αγάπη, κι έτσι άρχιζε, σχεδόν μαγικά, το αρχαίο συμπόσιο, με αντικείμενο, όλα τα λογοτεχνικά δρώμενα…
Θέματα λογοτεχνίας, ποίησης, θεάτρου, κινηματογράφου, μουσικής, νέες εκδόσεις, λογοτεχνικά περιοδικά, εναλλάσσονταν με τα συγχαρητήρια για το φαγητό και η κυρία Άννα είχε μια απίστευτη ευκολία, να τα χειρίζεται όλα, με θαυμαστή επιδεξιότητα.
Ποικιλίες κρασιών συμπλήρωναν το δείπνο, που ολοκληρωνόταν με γλυκά: νερατζολέμονο, καριδάκι και κυδώνι.
Καλή παρέα, τέμπο (για να έχει διάρκεια η απόλαυση), μέτρο (για να μη χάσουμε τον έλεγχο) και μεζέδες ανάλογα με τη γεύση του καθενός. Και ακολουθεί μια γλύκα στο βλέμμα, ένα χαλάρωμα στην ψυχή και ένα λύσιμο της γλώσσας. Αναλύσεις, διαφωνίες, αποφάσεις…
Η μαγειρική στο σπίτι της κυρίας Αννας, ήταν το κίνητρο, για να χαλαρώνουμε και να εκδηλώνουμε τον καλό και τον κακό εαυτό μας. Φυσικά, οι περισσότεροι ήταν καλοί.Και η καλύτερη ήταν η Κυρία Άννα η μαγείρισσα, που με τις πίτες της, τους εκλεκτούς μεζέδες της και τα γλυκά της , εντυπωσίαζε τους πάντες. Ασύλληπτα νόστιμα πιάτα…»
Η Άννα Αθανασίου ζήλεψε την δόξα των Δειπνοσοφιστών και έγραψε ένα βιβλίο με τις διατροφικές συνήθειες, περασμένων δεκαετιών, στην Ποταμιά, της περιοχής Φαναρίου Πρέβεζας.
Το βιβλίο είναι γεμάτο συνταγές μαγειρικής της μητέρας της και άλλων γυναικών της Ποταμιάς, πολλές από τις οποίες δεν ζουν σήμερα. Οι πεθαμένοι υπάρχουν μόνον όταν κάποιος τους δώσει ζωή με τη γλώσσα, τους βάλει μέσα στις ιστορίες του κι αφήσει το ίχνος τους στο μέλλον. Αυτό κάνει η Άννα Αθανασίου, διότι αποθανατίζει ό,τι χάνεται, χτίζει γέφυρες με την αιωνιότητα και διασώζει από τη φθορά ό,τι περνά τον Αχέροντα, για το απόλυτο επέκεινα.
Το βιβλίο «Οι συνταγές της Αρβανίτισσας» έχει σαν βάση του κορμού του, το φαγητό και τη γεύση.
Το φαγητό όμως αποτελεί μια δίοδο για την ενεργοποίηση και τη λειτουργία της μνήμης. Μια απρόσμενη γευστική στιγμή, γίνεται αφορμή για να ανοίξει μια μεγάλη πόρτα, στο παρελθόν.
Καταγράφει η συγγραφέας εμπειρίες, ανασύρει και ξεσκονίζει μεθυστικές μνήμες, τις «πασπαλίζει» με τα κατάλληλα υλικά-παρατηρήσεις, προσφέροντας μας κάτι σαν μικρές γαστρονομικές δοκιμές και περιπέτειες γύρω από Αρβανίτικα φαγητά και, κυρίως, συναισθήματα.
Κείμενα άλλοτε κοφτερά κι άλλοτε χιουμοριστικά, πάντοτε, όμως, με αγνές πρώτες ύλες.Τα κείμενά της μιλούν για την ανεπανάληπτη θέση των γευστικών συνειρμών στη λειτουργία της μνήμης και για τον κεντρικότατο ρόλο του γεύματος στη ζωή.
Κάτω από κάθε στρώση λαχανικών και αγριόχορτων, κάτω από κάθε φέτα ψωμιού καθάριου, ανάμεσα στις γευστικές κολοκυθόπιτες ή τα έντονα μυρωδικά προσπαθεί να διακρίνει τον πολιτισμό, που έχει ενσταλαχτεί στη γεύση, τη σοφία του χρόνου, τη μορφή του ανθρώπου.
Επικεντρώνεται η συγγραφέας σε ανθρώπινες αξίες , που προσπαθεί να μας μεταφέρει μέσω της σχέσης της με τη γεύση. Οι αξίες αυτές εκφράζονται μέσα από τις αναμνήσεις. Αναμνήσεις όπως το ζυμωτό ψωμί με το κρεμμύδι, τα αβγά με ντομάτες, τις κολοκυθοκορφάδες, τους γίγαντες φούρνου, τον τραχανά,τα γεμιστά, το ρύζι με κουκιά, το ρύζι με αρακά,τις πατάτες γιαχνί, το χοιρινό με σέλινο, τους κεφτέδες, τις τηγανίτες, την μοσχομυριστή γαλατόπιτα, την ρυζόπιτα, την κοτόπιτα (το λιακόρ) κ.α.
Με κάθε νέα μπουκιά ανασύρει η συγγραφέας από τη μνήμη ήχους, πρόσωπα, χρώματα, τοπία, συναισθήματα, κι όλα αυτά μαζί ξαναφέρνουν στο νου τις γεύσεις, που τα συνόδευαν. Κι η ζωή προχωρεί. Η αφήγηση και το συναίσθημα συναντώνται. Η συγγραφέας αφήνεται στις γεύσεις της ζωής της να την οδηγήσουν, να αφηγηθεί την ιστορία της. Κι αυτή ζωντανεύει, ζωντανεύοντας μαζί της και τη μνήμη της γεύσης…
Το βιβλίο «Οι συνταγές της Αρβανίτισσας» περιέχει ποικίλα κείμενα για τη γεύση, που μοιάζουν με μικρές γαστρονομικές δοκιμές γύρω από υλικά, φαγητά, πίτες, σαλάτες, γλυκίσματα, αλλά και συναισθήματα, επιστρατεύοντας συχνά την ενεστώτα εμπειρία, αλλά και την παρατατική μνήμη.
Οι παλιές γυναίκες-μανάδες και γιαγιάδες είχαν την ευλογία να δημιουργούν από το τίποτα, να πολλαπλασιάζουν ακόμα και τα ελάχιστα υλικά (σαν τους άρτους του Ιησού) και να δουλεύουν με το αλάθητο του ενστίκτου, που κάνει σωστό το χέρι (στις δόσεις) και αψεγάδιαστο το μάτι (στα ψησίματα).
Το βιβλίο «Οι συνταγές της Αρβανίτισσας» της Άννας Αθανασίου είναι και ένας ύμνος στην Αρβανίτισσα μάνα και γιαγιά.
Αν έζησε η περιοχή του Αχέροντα και έθρεψε γενιές ολόκληρες, έβαλε «πλάτη» η Αρβανίτισσα μάνα και γιαγιά.
Όμορφη, αγία, σεπτή, άδολη , με ψυχή αγνή και γη σκληρή, άγονη και ανυπάκουη στο αλέτρι και στο τσαπί, μπάζωσε ρίπες, κι έφτιαξε τα χωραφάκια της. «Το χωραφάκι της μάνας» του Αϊτμάτωφ…
Με αναρίθμητα προβλήματα άντεξε και δόμησε την Ηπειρώτικη κοινωνία, αντιμετώπισε εισβολές και δίδαξε ανθρωπισμό, αντίσταση και ηπειρώτικο ήθος. Τα χέρια της Αρβανίτισσας ήταν πάντα χρυσωμένα… Οι Αρβανίτικες πίτες της , μοναδικές…
Αλήθεια ποιός είδε ποτέ βουβό τάισμα μωρού; Σιωπηλό γεύμα μικρού παιδιού;
Πάντα θα μιλάμε στα μωρά όταν τα ταΐζουμε: για να τα εθίζουμε εγκαίρως στην κοινωνικότητα της τροφής.
Γύρω από μια κουταλιά ή μια πιρουνιά εξελίσσονται τα παραμύθια, οι αστείες ιστορίες, που μαζί με την κατάποση φέρνουν και το γέλιο, τα σύντομα τραγούδια, τα επιφωνήματα, οι αυτοσχέδιοι διάλογοι, οι χαϊδευτικές χειρονομίες.
Ποιος ενήλικας μπορεί να φάει μόνος;
Το φαγητό προϋποθέτει συντροφικότητα, την απόλαυση της συνεύρεσης, την θέρμη της επικοινωνίας, γύρω από το τραπέζι, ανταλλαγή κατανοήσεως και ανάσα από δίπλα που αχνίζει απαλά όσο και το ζεστό πιάτο. Τι θα ήταν η πιο περίτεχνη δημιουργία χωρίς την παρουσία συνδαιτυμόνων, χωρίς την αντανάκλαση των φωνών και των ψιθύρων, χωρίς το γέλιο, τη διαφωνία και τη συνεργία της μνήμης;
Στο βιβλίο «Οι συνταγές της Αρβανίτισσας» μυρίζεις τη γεύση, ακούς το άρωμα και βλέπεις τον ήχο των υλικών….
Η Άννα Αθανασίου τις ζει τις μαγειρικές περιγραφές της. Υμνεί το μαγείρεμα για τους οικείους ως προσφορά αγάπης, που καταγράφεται στη μνήμη, γλυκαίνοντας τη ζωή. Το φαγητό της μπορεί να θεραπεύσει όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή.
Με το βιβλίο της αυτό η Άννα Αθανασίου μας ξαναφέρνει στα περασμένα χρόνια της αθωότητας. Στρώνει ένα όμορφο Αρβανίτικο «τραπέζι» και μας καλεί σε γεύμα… καλεί τον αναγνώστη, να γίνει συνδαιτυμόνας, όχι μόνο στο παιχνίδι του βιβλίου αυτού, αλλά της ανάγνωσης, ως κύριου πιάτου εν γένει….
Η Άννα Αθανασίου γεννήθηκε στην Ποταμιά, περιοχής Φαναρίου Πρέβεζας.Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία.Σήμερα ζει και εργάζεται στο Καναλλάκι Πρέβεζας.
(Εκδόσεις: Άπειρος Χώρα (2015) Σελίδες: 112)