Την ταινία «Mην το πεις σε κανέναν (Ne le Dis a personne, Tell No one») προβάλει το Cine-Δράση την Τετάρτη 23 Αυγούστου στις 21.00 στο Β΄ Γυμνάσιο (Ταϋγέτου και Ξάνθης).
Γαλλία 2006. Διάρκεια: 125΄. Σενάριο: Guillaume Canet βασισμένο σε βιβλίο του αμερικάνου Harlan Coben. Σκηνοθεσία: Guillaume Canet. Πρωταγωνιστούν: Francois Cluzet, Marie-Josee Croze, Andre Dussollier, Kristin Scott Thomas, Gilles Lellouche
Μετά από δείπνο με φίλους σε σπίτι στην επαρχεία ο Alex και η Margot απομονώνονται στη λίμνη που μεγάλωσαν και κολυμπούν στο φως του φεγγαριού. Εκεί, θα δεχθούν επίθεση και όταν ο Alex επανακτήσει τις αισθήσεις του μετά από μέρες στο νοσοκομείο θα του ανακοινώσουν πως η Margot είναι νεκρή. Οχτώ χρόνια περνούν έως ότου ένα email θα αναστατώσει τη ζωή του. Σε ένα link από μια κάμερα σε κάποιο σταθμό του μετρό νομίζει πως βλέπει τη γυναίκα του! Οι επόμενες μέρες θα είναι συγκλονιστικές. Πολυβραβευμένη στην Γαλλία, αστυνομική ταινία που βασίζεται στο ενδιαφέρον ομώνυμο του Αρλάν Κομπέν. Οι ερμηνείες κινούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα και μαζί με τις απρόβλεπτες, σχεδόν απίθανες καταστάσεις που περιγράφει δεν αφήνουν το θεατή καμία στιγμή αδιάφορο. Και επειδή κανένας, εκτός από τον ίδιο τον σκηνοθέτη δεν μπορεί να περιγράψει καλύτερα την ταινία, σας παραθέτουμε εδώ ένα απόσπασμα συνέντευξής του.
Guillaume Canet : «Δεν ήθελα να γυρίσω την ταινία με τους συμβατικούς όρους ενός θρίλερ»
Γιατί επιλέξατε αυτό το συγκεκριμένο μυθιστόρημα;
Όταν έπεσε το ομώνυμο βιβλίο στα χέρια μου, για πρώτη φορά αιχμαλωτίστηκα πλήρως από την ιστορία. Περιείχε πολλούς δυνατούς χαρακτήρες, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για μένα γιατί έχω μία πολύ συγκεκριμένη αδυναμία: κάθε φορά που συναντώ έναν ηθοποιό ή μία ηθοποιό που μου αρέσει, θέλω οπωσδήποτε να συνεργαστώ μαζί τους. Με αυτήν την ιστορία, είχα πολλούς ρόλους να μοιράσω. Μου άρεσε επίσης η συσσώρευση των ειδών –θρίλερ, ερωτική ιστορία, σασπένς… Ήταν ειλικρινά η πρώτη φορά που διάβασα κάτι που δεν είχα γράψει ο ίδιος και αισθάνθηκα ότι μπορούσα να το σκηνοθετήσω. Καθώς διάβαζα το βιβλίο, είχα την εικόνα της ταινίας στο μυαλό μου. Ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω και αφού γράψαμε το σενάριο, καθώς είμαστε έτοιμοι για τα γυρίσματα, προσπαθούσα να μην χάσω επαφή με αυτά τα αρχικά συναισθήματα.
Σας περιόρισε σε κάτι η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου;
Αρνήθηκα να δεχτώ καταναγκασμούς. Είπα αμέσως στον Αρλάν Κομπέν γιατί ήθελα να μεταφέρω στον κινηματογράφο το βιβλίο του. Νομίζω ότι αυτό τον κέρδισε. Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με την αμερικάνικη διασκευή γιατί είχαν αλλάξει πάρα πολύ το βιβλίο. Κι εγώ άλλαξα το τέλος αλλά ήταν κάτι που του άρεσε. Συγκινήθηκε πολύ και μου είπε ότι κάθε αλλαγή που κάναμε έφερε κάτι καινούριο στην ιστορία. Ήταν πολύ σημαντικό για εμένα να αρέσει στον συγγραφέα η ταινία. Οι μόνοι περιορισμοί προέκυψαν από την ίδια την ιστορία. Έπρεπε να είναι πιο προσγειωμένη και αυτό σημαίνει να αλλάξουν κάποια στοιχεία της πλοκής. Όσο για τα υπόλοιπα, κινήθηκα με μεγάλη ελευθερία. Άλλαξα αρκετά πράγματα, όπως την εισαγωγή του χαρακτήρα του Ζακ και της γυναίκας-βασανιστή, που αντικαθιστά τον Ασιάτη του βιβλίου. Έχω την αίσθηση ότι έχουμε δει πολλούς τέτοιους τύπους στις ταινίες. Είναι πιο ανατρεπτικό να έχεις μία γυναίκα σε αυτόν τον ρόλο- μια γυναίκα που βασανίζει μια άλλη γυναίκα δημιουργεί μεγαλύτερο σοκ.
Μοιάζει σαν να ανατρέψατε τον κώδικα του είδους. Αντί να ενσωματώσετε την ερωτική ιστορία μέσα στο θρίλερ, φαίνεται να δώσατε ιδιαίτερη θέση στην ίδια την ερωτική ιστορία.
Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα από την αρχή. Αυτό που με τράβηξε στην ιστορία ήταν το ερωτικό της κομμάτι. Σαν αποτέλεσμα, δεν ήθελα να τη γυρίσω με τους συμβατικούς όρους ενός θρίλερ. Ήθελα να είναι φωτεινή, η δράση να λαμβάνει χώρα το καλοκαίρι, με πανέμορφο φως. Δεν ήθελα να μοιάζει με θρίλερ, γεμάτο με δυσοίωνους χαρακτήρες και μουσική- και να βρέχει όλη την ώρα. Αντιθέτως, με ενδιέφερε μια αληθινή αντίφαση ανάμεσα σε αυτό που περνάει ο Άλεξ και σε ότι διαδραματίζεται γύρω του- καφετέριες, άνθρωποι που διασκεδάζουν, μία τελείως χαλαρή και ευχάριστη ατμόσφαιρα. Είναι καλοκαίρι, οι άνθρωποι κάνουν διακοπές… Το βρήκα πιο ενδιαφέρον να είναι ο κόσμος δίπλα του σε πλήρη αντίθεση με τον εσωτερικό του κόσμο.
Όσο για τη μουσική, η αφαιρετική μελωδία του Μαθιέ Σεντί που παίζει την κιθάρα έρχεται σε αντίθεση με το κατά τα άλλα ρομαντικό σάουντρακ.
Είχα τα τραγούδια στο πίσω μέρος του μυαλού μου καθώς έγραφα το σενάριο αλλά μου πήρε περισσότερο χρόνο για να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς ήθελα για πρωτότυπη μουσική της ταινίας- κάτι πολύ εγκεφαλικό, μουσική που να ακολουθούσε έναν μοναχικό ήρωα, γεγονός που οδήγησε σε μία ηλεκτρική κιθάρα με κάπως παραμορφωμένο ήχο. Έπεισα τον Μαθιέ Σεντί να συνθέσει τη μουσική αυτή. Ήθελα να παίζει ζωντανά και να αυτοσχεδιάζει. Του έδειξα την ταινία σε ένα στούντιο. Έκατσε δίπλα και έπαιζε παράλληλα. Η μουσική που ακούτε προέκυψε από αυτή τη μοναδική λήψη. Βασιστήκαμε στο ένστικτό του, το ταλέντο και την ευφυΐα του. Το εκπληκτικό είναι ότι η μουσική είναι τελείως ενσωματωμένη στην ταινία. Δεν στέκεσαι πολύ σε αυτή αλλά είναι πολύ σημαντικό στοιχείο. Χτίζει συναίσθημα χωρίς να κλέβει την παράσταση. Πρόκειται για μία από τις καλύτερες καλλιτεχνικές συνεργασίες που είχα ποτέ στη ζωή μου.
Επιλέξατε και τον Φρανσουά Κλουζέ με το ένστικτό σας;
Ναι, ήμουν θαυμαστής του για χρόνια. Ο Φρανσουά δεν παίζει απλώς, ζει τις καταστάσεις. Αυτή η ταινία έγινε για τον Φρανσουά Κλουζέ. Όταν την βλέπω τώρα, δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν άλλο ηθοποιό σε αυτόν τον ρόλο. Του είμαι αιώνια ευγνώμων για την ενέργεια που έβγαλε στην ταινία, για τη υπομονή και τη διαθεσιμότητά του. Έπεφτε γυμνός σε μία λίμνη στις 5 το πρωί ενώ η υπόλοιπη ομάδα ήταν τυλιγμένη σε φλιζ τζάκετ. Μετά, τον είχα να τρέχει για 10 συναπτές ημέρες χωρίς να παραπονιέται. Έχει άλλωστε και τα πιο εκφραστικά μάτια. Όταν βλέπει τη Μαργκό στο ίντερνετ η κάμερα παγώνει στο βλέμμα του. Δεν κινείται αλλά το βλέμμα του αποκαλύπτει έναν ολόκληρο κόσμο από συναισθήματα: έκπληξης, αμφιβολίας, υποψίας και φόβου. Για μένα, αυτό είναι τεράστιο. Ήταν επίσης ανοιχτός σε προτάσεις και με εμπιστευόταν πλήρως. Πρέπει να δηλώσω ότι είχα μόνο το καλύτερο σε αυτή την ταινία. Όλοι οι ηθοποιοί μου έβγαλαν ό, τι περισσότερο είχαν. Το να σκηνοθετώ ηθοποιούς είναι ένα από τα πράγματα που λατρεύω όταν κάνω μία ταινία.
Πώς καταφέρατε να δημιουργήσετε αυτήν την αίσθηση ζεστασιάς στην πρώτη σκηνή;
Στην πραγματικότητα, αυτή ήταν η μόνη σκηνή χωρίς σενάριο. Όταν ο Φιλίπ Λεφέμπβρ και εγώ τη δουλεύαμε, αισθάνθηκα ότι ήμαστε λίγο εκτός. Δεν μου άρεσε. Είπα λοιπόν στους ηθοποιούς να μην δώσουν σημασία στην πρώτη σκηνή του σεναρίου, γιατί δεν θα τη γυρίζαμε έτσι όπως είχε γραφτεί. Τη νύχτα που τη γυρίσαμε, ήπιαμε ένα ποτό και τους είπα ότι έπρεπε να αυτοσχεδιάσουν. Ήταν η πρώτη σκηνή με όλους μαζί και τη γυρίσαμε την πρώτη εβδομάδα, αλλά έχω την αίσθηση ότι δεν υπάρχει κάτι καλύτερο από τον αυτοσχεδιασμό για να αποδώσεις έναν χαρακτήρα. Είχα λοιπόν μία steady κάμερα να κινείται γύρω από το τραπέζι και τους είπα να μιλήσουν μεταξύ τους. Ήταν ελεύθεροι να πουν ό,τι θέλουν. Ήθελα να είναι ζωντανό και ο ένας να διακόπτει τον άλλο, όπως γίνεται και στις ταινίες του Κλοντ Σοτέ. Δεν σου δίνεται η αίσθηση ότι λένε τις ατάκες τους, αλλά ότι μια παρέα φίλων βρέθηκε και συζητάει χωρίς προγραμματισμό. Στην αρχή πανικοβλήθηκαν, αλλά στο τέλος το ευχαριστήθηκαν. Το να βλέπεις την Κρίστιν Σκοτ Τόμας να στρίβει ένα τσιγαριλίκι είναι σίγουρα κάτι που δεν μπορείς απλώς να ξεχάσεις.
Για πρώτη φορά, εισπράττουμε το αληθινό Παρίσι και όχι την καρτ-ποστάλ εκδοχή του. Ήταν η επιλογή των τοποθεσιών μία σημαντική φάση για εσάς;
Ναι. Με τον υπεύθυνο των σκηνικών Φιλίπ Σιφρ, διαλέξαμε κάθε τοποθεσία με βάση την ιστορία που είχε να διηγηθεί. Το πάρκο Μονσό, για παράδειγμα, ήταν μία προφανής επιλογή χάρη στον χώρο που μεσολαβεί ανάμεσα στις πύλες του και το εσωτερικό του, αλλά και επειδή είναι γεμάτο από οικογένειες και παιδιά. Μου αρέσει να δείχνω και διαφορετικές πλευρές του Παρισιού- τους οικισμούς στα προάστια, τις υπαίθριες αγορές, την υποβαθμισμένη γειτονιά του Άλεξ και μετά την φανταχτερή Λεωφόρο Μοντένι, για τον δικηγόρο και το πάρκο Μονσό. Είναι συναρπαστικό να ψάχνεις να βρεις μια τοποθεσία για να ζωντανέψεις το όραμα που είχες στο μυαλό σου όταν έγραφες το σενάριο…
Το who is who του Γκιγιόμ Κανέ
Ο Γκιγιόμ Κανέ, είναι ένας σπουδαίος γάλλος ηθοποιός, που μετά την επιτυχία του φιλμ «My Idol», που αποτέλεσε και το σκηνοθετικό του ντεμπούτο μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το αστυνομικό μυθιστόρημα του Αρλάν Κομπέν «Tell No One», που έχει μεταφραστεί σε 27 γλώσσες και έχει πουλήσει περισσότερα από 6 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο. Ο Κανέ υπογράφει το σενάριο μαζί με τον Φιλίπ Λεφέμπβρ, με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στην προηγούμενη ταινία του.