«Οι κατά καιρούς διοικήσεις», συνέχισε η Λ. Καρατζά, «ενώ θα μπορούσαν να ενημερώσουν τον κόσμο να διαμαρτυρηθεί και να πει ότι δεν θέλει να είναι υπερτοπικό κέντρο, δεν είπαν τίποτα. Ο Δήμος έχει ένα πλαίσιο και ανάλογα με τον τρόπο που το υλοποιεί ή τους βοηθά ή είναι με το μέρος του κόσμου. Από τον Καλλικράτη και έπειτα τις άδειες υγειονομικού ενδιαφέροντος τις δίνει ο δήμος, όπως επίσης και τις άδειες μουσικής τις οποίες πρέπει να ελέγχει. Επίσης, σύμφωνα με τον Καλλικράτη ο δήμος θα έπρεπε να συντάξει μια κανονιστική πράξη με τους όρους λειτουργίας αυτών των μαγαζιών, την οποία στη συνέχεια θα έπρεπε να ψηφίσει το Δημοτικό Συμβούλιο. Ο δήμος τα τελευταία πέντε χρόνια δίνει άδειες αβέρτα και από την άλλη δεν φτιάχνει κανονιστική, απλά την έχει βάλει για διαβούλευση στο διαδίκτυο. Δεν χρησιμοποιεί κανένα από τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή του για να το περιορίσει και λέει ψέματα και στους δημότες, ότι αυτό δεν είναι δικό του θέμα αλλά της Νομαρχίας».
Τα βασικότερα προβλήματα που δημιουργούνται από την ανεξέλεγκτη και χωρίς κανόνες λειτουργία των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, η Λ. Καρατζά τα εντοπίζει στα εξής σημεία:
– Αρχικά είναι το αγαθό της ζωής, καθώς τίθενται πολλά θέματα ασφάλειας και σε περίπτωση που προκληθεί κάποιος καυγάς, πυρκαγιά ή δημιουργηθεί για κάποιο άλλο λόγο πανικός η διέξοδος δεν είναι εύκολη από τα ασφυκτικά γεμάτα μαγαζιά στους πεζόδρομους που είναι γεμάτοι μπάρες. Σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο για τα παιδιά αυτά θα έχει ευθύνη ο δήμος, η αστυνομία και η πυροσβεστική.
– Στη συνέχεια είναι το αγαθό της ποιότητας ζωής. Οι κάτοικοι των πολυκατοικιών που βρίσκονται γύρω από αυτά τα μαγαζιά αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα με τον θόρυβο και όχι μόνο, ενώ υπάρχουν διατάξεις προστασίας που δεν εφαρμόζονται.
– Μακροπρόθεσμα αυτό θα είναι επιβλαβές και για τους εμπόρους της περιοχής καθώς όσο τα θέματα όχλησης δεν λύνονται και οι κάτοικοι θα επιλέγουν να φεύγουν από το κέντρο, οι μικροεπαγγελματίες θα βλέπουν τις δουλειές τους να μειώνονται.
– Τέλος και οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες των μπαρ υποφέρουν γιατί δεν υπάρχει ένα πλαίσιο κανονισμών που να ισχύει για όλους.Κατά συνέπεια μπαίνουν σε μια διαδικασία ανταγωνισμού του τύπου «αφού αυτός παίζει μουσική μέχρι τις 11, εγώ δεν μπορώ να την έχω μέχρι τις 10». Επιπλέον, υπάρχει και ένα ζήτημα που δεν έχουμε ψάξει και αυτό είναι το εργασιακό καθεστώς σ’ αυτά τα μπαρ: το ΙΚΑ ελέγχει αν αυτοί οι εργαζόμενοι πληρώνονται κανονικά, ανήκουν σε κάποιο Σωματείο Εργαζομένων.
«Αυτό που γίνεται στο Χαλάνδρι δεν θα κρατήσει για πολύ», συνέχισε η Λούλα Καρατζά. «Είναι μία μόδα που θα κρατήσει 3-4 χρόνια το πολύ. Είναι όπως του Ψυρρή, που κράτησε γύρω στα 7 χρόνια και τώρα είναι άδειο ή το Μπουρνάζι. Στη διάρκεια αυτής της κατάστασης, διώχνουν τους κατοίκους, κλείνουν τους μικροεπαγγελματίες, τα μαγαζιά που ακολουθούν τους κατοίκους (φούρνος, ψιλικατζίδικο κ.λπ.) κλείνουν κι’ αυτά και τέλος στο κέντρο θα μείνει μια τρύπα, μαγαζιά άδεια, ρημαγμένα και θα μείνουν το Golden Hall, το Avenue και ότι έχουν σκοπό να αναγγείλουν με το καινούργιο πολεοδομικό που θα φέρουν».
Αντίδοτο υπάρχει -κατέληξε η δημοτική σύμβουλος- «πρέπει σε πρώτη φάση να γίνει αυτό που επιβάλει ο νόμος. Έχω διαβάσει τις κανονιστικές όλων των δήμων και υπάρχουν πολλές που είναι πολύ αναλυτικές. Θα μπορούσε και ο δήμος μας να κάνει το ίδιο πράγμα. Η παράταξή μας θα έκανε δύο κινήσεις, δεν θα εξέδιδε άλλες άδειες και θα έπαιρνε μέτρα για να εφαρμοστούν οι υπάρχουσες διατάξεις».
Η Λούλα Καρατζά τελείωσε την ομιλία της επισημαίνοντας ότι δεν αρκούν τα ατομικά παράπονα στον Δήμο για να αλλάξει κάτι, χρειάζεται κάτι πιο οργανωμένο και συλλογικό. Συγκεκριμένα είπε: «Για να έχουμε καθαρές εξηγήσεις, οι δημοτικές παρατάξεις δεν είναι μαζικοί φορείς, υπάρχουν φορείς του μαζικού κινήματος, σωματεία εργαζομένων, λαϊκές επιτροπές, σύλλογοι και οι έμποροι για να πιέσουν. Εμείς συμμετέχουμε στις διαδικασίες. Ο κόσμος πρέπει να συμμαχήσει, αυτοί που έχουν ίδιο συμφέρον να συσπειρωθούν για να πιέσουν τον δήμο».