Η Χορωδία Τρίτης Ηλικίας Χαλανδρίου επισκέφθηκε τις Φυλακές Αυλώνα και πρόσφερε ένα ωραίο μουσικό πρόγραμμα στους νεαρούς κρατούμενους, πριν από λίγο καιρό. Με αυτή την ευκαιρία η φιλόλογος Αρετή Χαραμιδοπούλου διάβασε ένα κείμενο που έγραψε με έμπνευση από το έργο του Αντώνη Σαμαράκη: «Ζητείται Ελπίς», το οποίο και παραθέτει η Αμαρυσία:
«Καθόταν σ’ ένα παγκάκι στην πλατεία, ή, πιο σωστά, είχε αφήσει το κορμί του, σαν άδειο σακί, στο παγκάκι. Είχε τα μάτια χαμηλωμένα, χωρίς τίποτα να παρατηρούν, ενώ στο κεφάλι του βούιζαν από το πρωί οι στίχοι ενός παλιότερου τραγουδιού: «Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα, παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς, τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα, δε χωράς πουθενά, δε χωράς πουθενά!»Έψαξε στην τσέπη του για τσιγάρο. Στο πακέτο του είχε μείνει ένα, τελευταίο. Το άναψε και σκέφτηκε ότι δεν είχε λεφτά γι άλλο πακέτο και, βέβαια, ούτε σκέψη για καφέ! Ρούφηξε άπληστα τον καπνό κι ένιωσε το θυμό και την οργή του να τον κυριεύουν. Δουλειά δεν είχε, λεφτά δεν είχε, οικογένεια να τον στηρίξει δεν είχε. Τους είχε απογοητεύσει και τον είχαν απογοητεύσει. Τίποτα δεν είχε τελικά, σκέφτηκε με πίκρα.
Τέλειωσε το τσιγάρο κι έλιωσε τη γόπα με το παπούτσι του. Σήκωσε τα μάτια κι είδε πιο πέρα κάτι μικρά, μαυριδερά, που παίζανε και μιλούσανε στη γλώσσα τους. Προσφυγάκια, σκέφτηκε.. Στην αρχή τα κοίταζε οργισμένα κι οι παλάμες του, ασυνείδητα, έκλεισαν σε γροθιές. Τι θέλουν πάλι αυτοί στη χώρα μας, εδώ δεν μπορούμε να ζήσουμε εμείς, οι ντόπιοι.. Ύστερα θυμήθηκε που άκουγε στην τηλεόραση πως πνίγονταν με τις σαπιόβαρκες σαν τα ποντίκια, πως στις χώρες τους γίνονταν βομβαρδισμοί.. Θυμήθηκε τα ερείπια που έβλεπε και τους απελπισμένους.. Χωρίς να το καταλάβει, οι γροθιές ξέσφιξαν. Πήρε το βλέμμα του γρήγορα για ν’ αποφύγει άλλες σκέψεις κι η ματιά του έπεσε σε μια εφημερίδα ξεχασμένη στο διπλανό παγκάκι. Καθόλου δεν τον ενδιέφεραν οι ειδήσεις, αλλά, να, ήθελε να ξεχαστεί και πιάστηκε να την ξεφυλλίζει. Προσπέρασε τις πρώτες σελίδες –τα ίδια και τα ίδια, τους είχε όλους βαρεθεί- και, πιο μέσα, στάθηκε στις μικρές αγγελίες, έτσι για πλάκα. «Ζητείται καναπές διθέσιος», «Ζητείται οικιακή βοηθός με καλές συστάσεις», «ζητείται αυτοκίνητο μεταχειρισμένο σε καλή κατάσταση»…
Όσο χάζευε την εφημερίδα, ένας ηλικιωμένος άντρας ήρθε και κάθισε στην άλλη άκρη στο παγκάκι. Στην αρχή δεν τον πρόσεξε. Μετά του΄ριξε μια λοξή ματιά, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από την εφημερίδα. Συνταξιούχος, σκέφτηκε, βγήκε βολτίτσα. Τι ανάγκη έχει αυτός; Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, το λεφτό πέφτει, τα βολεύει μια χαρά, κύριος! Ωστόσο, δε σήκωσε τα μάτια του από την εφημερίδα, έκανε πως διάβαζε. Σκέφτηκε να φύγει, νευρίασε που καθόταν κάποιος άλλος δίπλα του. Είδε, όμως, πως το «πουρό» έβγαλε πακέτο με τσιγάρα και σκέφτηκε την τράκα. Άφησε την εφημερίδα ανοιχτή ανάμεσά τους και περίμενε την επόμενη κίνηση. Ο γέρος τσίμπησε. Ήθελε κουβέντα, φαίνεται. Άναψε τσιγάρο, γύρισε προς το μέρος του και ρώτησε χαμογελώντας: «Βλέπω διαβάζετε τις μικρές αγγελίες, ψάχνετε κάτι;».
Την ίδια ώρα, του έτεινε το πακέτο με τα τσιγάρα. Αυτός καθυστέρησε ν’ απαντήσει, αλλά πήρε τσιγάρο κι έτσι, χωρίς να το νιώσει, βγήκε από μέσα του σαν γρύλλισμα: «Ναι, ΕΛΠΙΔΑ ζητάω». Ο άλλος δε βιάστηκε ν’ απαντήσει. Τον κοίταζε επίμονα, αλλ΄αυτός δεν αντιγύρισε το βλέμμα του. Κοίταζε κάτω, λες κι ήθελε να τρυπήσει το πάτωμα. «Από πού τη ζητάτε την ελπίδα, νεαρέ μου;» τον ρώτησε μ’ ένα ύφος που του φάνηκε γλυκανάλατο. Δεν περίμενε, βέβαια, ν’ απαντήσει. Εκείνος συνέχισε στο ίδιο ύφος, γυρίζοντας ολότελα προς το μέρος του. «Την ελπίδα δεν μπορεί κανένας να σας τη δώσει, δεν πουλιέται. Μόνο μέσα σου μπορείς να τη βρεις».
Σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε, πρώτη φορά, βλοσυρά. «Τι λέει ο μαλάκας, σκέφτηκε, κήρυγμα μου κάνει;» Ωστόσο ο άλλος δεν έδωσε σημασία στο γεμάτο περιφρόνηση βλέμμα του, δεν έχασε το χαμόγελό του κι έβαλε το πακέτο με τα τσιγάρα ανάμεσά τους, σαν να του’λεγε ότι μπορεί να πάρει κι άλλο, αν ήθελε. Και συνέχισε: «Μόνο τον εαυτό μας έχουμε σ΄αυτή τη ζωή, μόνο αυτόν μπορούμε να εμπιστευτούμε, μόνο απ’ αυτόν μπορούμε να ζητήσουμε την ελπίδα, και, αν το πιστέψουμε βαθιά μέσα μας, με το νου και την καρδιά μας, μπορεί κάτι να καταφέρουμε». Γιατί δεν σηκωνόταν να φύγει; Γιατί καθόταν κι΄άκουγε το γέρο; Γιατί ένιωθε κάτι να λιώνει μέσα του; Πήρε κι άλλο τσιγάρο, χωρίς να ρωτήσει, το άναψε, ρούφηξε τον καπνό, σήκωσε το βλέμμα και είδε μια φέτα ήλιο, που προσπαθούσε να περάσει μέσα από τα φυλλώματα του δέντρου απέναντί του. Πώς δεν το είχε προσέξει ως τώρα»;