Τους νεκρούς του πολέμου, τα θύματα ολοκαυτωμάτων και μπλόκων, όσους πάλεψαν στην κατοχή για την απελευθέρωση της χώρας από τον φασιστικό ζυγό, τίμησε η Διοικούσα Επιτροπή του Παραρτήματος Χαλανδρίου της Πανελλήνιας ΄Ενωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, πριν από λίγο καιρό, με αφορμή την 79η επέτειο από την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων στο Λεκανοπέδιο, μια κατάσταση στην οποία το Χαλάνδρι επιχείρησε να αντιταχθεί με την αντιστασιακή ομάδα «Ελεύθεροι Σκλάβοι». Ιδρύθηκε τον Μάιο του 1941 ένα μόλις μήνα την είσοδο των Γερμανών και ήταν καθαρά οργάνωση της περιοχής. Την αποτελούσαν 12 περίπου νέοι.
Για τη δράση της και όχι μόνο μίλησε το μέλος της Τάσος Δανιήλ, ιστορικό στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος, σε συνέντευξή του στο τοπικό περιοδικό «Στάση», τον Μάρτη του 1999: «Αμέσως μετά την κήρυξη του ελληνοαλβανικού πολέμου μια ομάδα-συνηθισμένη γνωστή παρέα- αποφασίσαμε να δραστηριοποιηθούμε, να βοηθήσουμε κατά κάποιο τρόπο τον αγώνα. Οι προθέσεις μας ήταν απλώς και μόνο να κάνουμε μια θεατρική παράσταση, κατά τον τύπο των παραστάσεων που ανθούσαν εκείνη την εποχή. Αυτή παίχτηκε στο Χαλάνδρι, και είχε και πολύ καλά και ωραία αποτελέσματα.
Ξεκινήσαμε σαν μια θεατρική ομάδα, τον καιρό του ελληνοαλβανικού πολέμου. Κάναμε πρόβες και παίξαμε ένα έργο γύρω από την ανάγκη αντίστασης απέναντι στους Ιταλούς. Την επομένη όμως ημέρα της παράστασης αυτής, εγώ πήγα φαντάρος με αίτησή μου, γιατί είχα αναβολή λόγω σπουδών, και επομένως έληξε αυτή η υπόθεση.
Πήγαμε λοιπόν στον ελληνοαλβανικό. Όταν γυρίσαμε από το μέτωπο, είχαμε τους Γερμανούς μέσα στις πόλεις και τα χωριά μας. Τότε μια κάποια παρέα ανέμελων νέων, που βολτάριζε και πείραζε τα κορίτσια, μεταβλήθηκε απ’ τη μια μέρα στην άλλη σε αντιστασιακή ομάδα. Χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι αναλάβαμε στους ώμους μας καθήκοντα αρκετά πιο πάνω από τις δυνατότητές μας».
Η εφημερίδα
«Είπαμε να φτιάξουμε μια αντιστασιακή ομάδα, την ονομάσαμε «Ελεύθεροι Σκλάβοι», βγάλαμε και μια εφημερίδα, που τη λέγαμε «η φωνή των σκλάβων» και ασχοληθήκαμε με το να γράφουμε στους τοίχους, να τυπώνουμε και να μοιράζουμε προκηρύξεις.
Όλες οι κινήσεις μας είχαν αφέλεια, απειρία και άγνοια των συνεπειών. Παραδείγματος χάρη, τότε δεν είχαμε κουβά και βούρτσες, παρά κλέβαμε κερί από τις εκκλησίες-για να μη το αγοράσουμε από κατάστημα και μας πάρουνε χαμπάρι- το χύναμε με μίνιο και φτιάχναμε πολύ χοντρά κραγιόνια..Με αυτά γράφαμε στους τοίχους αντιστασιακά συνθήματα. Εγώ σαν Γερμανομαθής είχα και την φροντίδα να φτιάχνω και συνθήματα στη γερμανική γλώσσα, για να τα διαβάζουν οι Γερμανοί.
Τί ήταν εκείνο που είχαμε σαν πρωτότυπο για αναπαραγωγή; Ήταν τα στένσιλ. Κάτι μεμβράνες που τις πουλούσαν στο εμπόριο, άφηναν μια πληγή στη θέση του γράμματος. Αποτέλεσμα ήταν ότι καθώς περνούσε ο κύλινδρος με το μελάνι, το γράμμα έβγαινε από κάτω. Να λοιπόν ένα πολύγραφος που γίνεται χωρίς να πάς σε κανένα κατάστημα να τον αγοράσεις, χωρίς έξοδα και άλλες δυσκολίες. Με έναν τέτοιο πολύγραφο έβγαινε η καημένη “Φωνή των Σκλάβων”. Είχαμε βγάλει 4 φύλλα σε 500 περίπου κομμάτια και τα μοιράζαμε στον κόσμο, όπως επίσης και τις προκηρύξεις. Τις προκηρύξεις τις αφήναμε στα τραπεζάκια των καφενείων του Χαλανδρίου».
Το οξύ στη χιτλερική σημαία
«Θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμη για να δείξω την αφέλεια του πράγματος και την απειρία. Υπήρχε μια χιτλερική σημαία, η οποία ήταν κρεμασμένη στον κεντρικό δρόμο της Πεντέλης,20-30 μέτρα από την πλατεία Χαλανδρίου, από το μπαλκόνι στο αρτοποιείο του Ζαγοραίου μέχρι απέναντι. Απλωνόταν από τη μια άκρη του δρόμου μέχρι την άλλη. Αποφασίσαμε να την καταστρέψουμε και προσπαθούσαμε να βρούμε με ποιό τρόπο θα το καταφέρναμε.
Σκεφτήκαμε να την ψεκάσουμε με θειικό οξύ με τις τρόμπες που είχαμε και ποτίζαμε τα τριαντάφυλλα. Κάποια νύχτα, μετά την κυκλοφορία-όλες οι δουλειές γινόντουσαν μετά την κυκλοφορία-στήθηκα εγώ με την τρόμπα κάτω από αυτή την σημαία και την τρομπάριζα. ήταν δυνατή η τρόμπα και έφτανε μέχρι ψηλά. Η επιχείρηση όμως σταμάτησε γιατί το αεράκι ήταν τέτοιο που έστελνε το θειικό οξύ κατευθείαν στο πρόσωπό μου.
Με άρπαξαν οι άλλοι και με πήγαν στη βρύση του Χαλανδρίου. Η βρύση της πλατείας είναι το μοναδικό σημείο του Χαλανδρίου που θυμίζει εκείνη την εποχή, δεν υπάρχει απολύτως τίποτε άλλο. Η εκκλησία βέβαια, αλλά και αυτή έχει αλλάξει. Η βρύση όμως η μαρμάρινη είναι παλιά και παραμένει ατόφια από τότε. Με πήγαν λοιπόν εκεί, με ξέπλυναν με άφθονο νερό και πήγα στο σπίτι μου με αρκετά εγκαύματα.
Την άλλη μέρα πήγαμε να δούμε τί είχε γίνει. Μας έπιασε πλήρης απογοήτευση, γιατί η σημαία έστεκε αγέρωχη από τη μία άκρη μέχρι την άλλη. όμως το απογευματάκι έκανε κάτι λεκέδες, το βράδυ είχε κάτι τρύπες και την επομένη μέρα ήταν ρεζίλι και των σκυλιών να την βλέπεις, οπότε την μάζεψαν οι Γερμανοί να μη τους ξεφτιλίζει περισσότερο. (…)
(…) Μια μέρα, Έπιασαν στις 3 το πρωί, τον Νίκο τον Μοσχόπουλο- ο οποίος ήταν κομμουνιστής, για αυτό είχε την ευχέρεια και έπαιρνε τα στένσιλ από την Αθήνα- τον Λευτέρη τον Κιοσσέ και τον Γιώργο τον Γκολέμη. Ήρθαν να πιάσουν και μένα. Η μάνα μου διαμαρτυρότανε ότι δεν νοιάζομαι για την οικογένεια. Της είχα υποσχεθεί ότι την άλλη μέρα θα πήγαινα πρωί πρωί στα περιβόλια να πάρουμε τίποτε λαχανίδες ή δεν ξέρω τί άλλο. Αυτή η δουλειά έπρεπε να γίνει χαράματα, γιατί τα περιβόλια άδειαζαν πολύ γρήγορα από τον κόσμο που έπεφτε πάνω για να αγοράσει. Έτσι ήμουν από τα χαράματα στη βεράντα του σπιτιού μου επί της οδού Αγίας Παρασκευής, οπότε είδα τους πεταλάδες από μακριά και κατάλαβα ότι άτι κακό θα συμβεί.
Εκείνο τον καιρό τα σπίτια ήταν στο μέσο του οικοπέδου, πανταχόθεν ελεύθερα, οι μάντρες ανάμεσα στα σπίτια ήταν χαμηλές, παντού υπήρχαν παιδιά, φίλοι. Εγώ πήδηξα τη μάντρα, εκεί που υπήρχε μια συκιά και έτσι έγινα από κείνη την μέρα παράνομος. Οι Γερμανοί μη βρίσκοντας εμένα, συνέλαβαν όλα τα άρρενα μέλη της οικογένειάς μου, και όταν λέω όλα κυριολεκτώ. Άφησαν μόνο τη μάνα και την αδελφή μου.
Οι καημένοι αυτοί οι τρείς που συνελήφθησαν πέρασαν από στρατοδικείο. Είναι πολύ περίεργο πράγμα πώς κάποια παιδιά που μόλις προ ολίγων μηνών δεν είχαν καμιά σχέση με τίποτε, ανέμελα και ανεύθυνα λόγω του ότι δεν είχαν ακόμη τίποτε φορτώσει στους ώμους τους, μεταβλήθηκαν σε ήρωες, και κάθισαν εκεί σταθερά και είπαν τις απόψεις τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι δύο πήγαν στο απόσπασμα.
Ο άλλος όμως επειδή ήταν φυματικός, ο Γκολέμης, και αφού τον έφεραν στα τελευταία του από τα βασανιστήρια και το ξυλοκόπημα, τον άφησαν στο τέλος να πεθάνει στο σπίτι του και πράγματι πέθανε εκεί. Εγώ γύριζα από σπίτι σε σπίτι εκείνο τον καιρό να βρω κρησφύγετο. Αυτή είναι ή όλη υπόθεση της προεαμικής αυτής οργάνωσης στο Χαλάνδρι, χαρακτηριστική και της αφέλειας και της απειρίας και του ενθουσιασμού, που μας χαρακτήριζαν. Και έτσι έληξε η εν Χαλανδρίω δραστηριότητα».
ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ: «Ζήσαμε μια βαρβαρότητα 3,5 χρόνων»
Η Διοικούσα Επιτροπή του Παραρτήματος Χαλανδρίου της Πανελλήνιας ΄Ενωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ), μιλώντας για όλη εκείνη τη «μαύρη» περίοδο ανέφερε: «Στις 27 Απρίλη 1941, οι στρατηγοί του δικτατορικού καθεστώτος της κυβέρνησης Μεταξά υπέγραψαν την άνευ όρων παράδοση της χώρας στους ναζί κι ενώ ο Ελληνικός στρατός αμύνονταν σθεναρά στο μέτωπο της Ηπείρου και στη Μακεδονία απέναντι στους εισβολείς.
Με την είσοδο των ναζί στην πρωτεύουσα άρχιζε για τον λαό μια μακριά νύχτα βαρβαρότητας 3,5 χρόνων, ανείπωτων βασάνων, πείνας, θανάτου, εκτελέσεων, φυλακίσεων, γενοκτονίας κατά των Ελλήνων Εβραϊκής καταγωγής και εγκληματικών αντιποίνων με μπλόκα δολοφονίας αμάχων και με στόχο να καμφθεί το φρόνημα και η Αντίσταση του αδούλωτου λαού ενάντια στην τριπλή φασιστική κατοχή. Στην κατοχική κυβέρνηση που δημιουργήθηκε από Έλληνες πολιτικούς, μετείχε μέρος του αστικού πολιτικού κόσμου, συνεργαζόμενο με τους ναζί κατακτητές σε βάρος του λαού. Ένα άλλο μέρος της ηγεσίας εγκατέλειψε τη χώρα μεταβαίνοντας στο Λονδίνο και στη Μέση Ανατολή. Όλος ο αστικός πολιτικός κόσμος καλούσε τον λαό να «κάτσει φρόνιμα» και να αρνηθεί να πάρει μέρος στην Αντίσταση για την απελευθέρωση της χώρας από τον κατακτητή.
Η Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, οι Αγωνιστές, οι απόγονοι και φίλοι της Αντίστασης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ και του ΔΣΕ δεν ξεχνάμε ότι ήταν το ΚΚΕ που σάλπισε την Αντίσταση, ο πρωτοπόρος οργανωτής του αγώνα, συσπειρώνοντας τη συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης και του λαού. Πήρε την πρωτοβουλία για ίδρυση του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ, του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ. Ο αστικός πολιτικός κόσμος που δεν είχε λαϊκό έρεισμα, προκειμένου να επαναφέρει την αστική εξουσία, δε δίστασε να χτυπήσει με τα όπλα το ΕΑΜικό λαϊκό κίνημα που απελευθέρωσε τη χώρα. Το χτύπησαν καλώντας τους Άγγλους ιμπεριαλιστές συμμάχους τους να επέμβουν, με τη συμμετοχή και των ελληνικών κατοχικών δυνάμεων και των ταγμάτων ασφαλείας. Το λαϊκό κίνημα πάλεψε ηρωικά στην ταξική αυτή μάχη το Δεκέμβρη του 1944 και στη μεγάλη εποποιία του ΔΣΕ».
Κυκλοφορεί το ιστορικό βιβλίο «Η δεκαετία του ’40 και οι Χαλανδραίοι»
Οι πολύτιμες βιωμένες εμπειρίες της πόλης από τα χρόνια Κατοχής και της Αντίστασης βρήκαν τη θέση τους όχι μόνο στην προφορική ιστορία της πόλης, αλλά και στο βιβλίο «Δεκαετία του ’40 και οι Χαλανδραίοι», χάρη στην επίπονη προσπάθεια και το μεράκι των μελών της ομάδας Προφορικής Ιστορίας του Δήμου (ΟΠΙΔΗΧ) και τη συνδρομή της δημοτικής Αρχής.
Η εν λόγω έκδοση, που υπάρχει και σε ηλεκτρονική μορφή στην ιστοσελίδα του Δήμου (www.chalandri.gr) περιλαμβάνει μαρτυρίες αφανών πρωταγωνιστών γεγονότων της εποχής, φωτογραφικά τεκμήρια, ένα συνοπτικό πλαίσιο που η Ομάδα έκρινε αναγκαίο για τη διευκόλυνση του αναγνώστη και ένα «Μικρό Ιστορικό» για το Χαλάνδρι εκείνου του καιρού.
«Χωρίς να συνιστά ιστορική μελέτη με την παραδοσιακή έννοια, φιλοδοξεί να συμβάλει στη διάσωση της συλλογικής μας ιστορικής μνήμης και να προσθέσει κάτι στις πρωτογενείς πηγές∙ κάτι που ίσως φανεί χρήσιμο στους νεότερους και σε μελλοντικούς ερευνητές», σημειώνει στην εισαγωγή της έκδοσης η Νάση Σιαφάκα, ομότιμη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών και συντονίστρια της ΟΠΙΔΗΧ. Μέσα στις σελίδες ζωντανεύουν μνήμες από το Χαλάνδρι καθ’ εαυτό αλλά και από όλη την επικράτεια: Από την κήρυξη του πολέμου -την οποία μαθαίνει από πρώτο χέρι ο Χαλανδραίος Φώτης Νόμπελης, από τον πατέρα του και υπασπιστή του Ιωάννη Μεταξά- έως την πείνα του ’41-42 που άφησε δεκάδες νεκρούς στην περιοχή και την εφημερίδα η «H Φωνή των Σκλάβων» και τους πρωτεργάτες της Αντίστασης στο προάστιο.