Mεσοσταθμική μείωση 20% στις τιμές περίπου 7.000 φαρμακευτικών προϊόντων, προβλέπει το νέο Δελτίο Τιμών Φαρμάκων που ανακοίνωσε το υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και τέθηκε ήδη σε εφαρμογή. Στόχος του μέτρου είναι τα ασφαλιστικά ταμεία να μπορέσουν να εξοικονομήσουν από τη φαρμακευτική δαπάνη ως 1,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Οπως ανακοίνωσε το υπουργείο, σε σχέση με τις σημερινές τιμές, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά την οριζόντια μείωση του περασμένου Μαΐου οι τιμές μειώθηκαν σε 3.373 σκευάσματα, αυξήθηκαν σε 2.658 και έμειναν αμετάβλητες σε 799.
Σε σχέση με τα προ Μαΐου επίπεδα, οι τιμές μειώθηκαν σε 4.847 φαρμακευτικά σκευάσματα, αυξήθηκαν σε 1.370 φάρμακα και παρέμειναν σταθερές σε 613. Οι μειώσεις τιμών σε ορισμένες περιπτώσεις φθάνουν ως το 66,57% σε σχέση με τα προ Μαΐου επίπεδα, ενώ για τις αυξήσεις τιμών ισχύει από προηγούμενη αγορανομική διάταξη πλαφόν 10%. Το νέο Δελτίο έδωσε επίσης τιμές για 324 νέα φάρμακα. Η εφαρμογή του νέου συστήματος τιμολόγησης οδηγεί, μεταξύ άλλων, στην υποκατάσταση της συνταγογράφησης αρκετών πρωτότυπων φαρμάκων από αντίγραφα, σημαντικό μέρος των οποίων παράγεται από εγχώριες βιομηχανίες.
Ειδικότερα, η υιοθέτηση του μεταβατικού μέτρου του ελέγχου της συνταγογράφησης και της αποζημίωσης φθηνότερων φαρμάκων για τις ίδιες παθήσεις από τα ασφαλιστικά ταμεία, παράλληλα με την εφαρμογή για λίγους μήνες της λίστας συνταγογραφούμενων φαρμακευτικών προϊόντων οδηγεί σε στήριξη της ελληνικής βιομηχανίας, αναφέρει το ΥΠΟΙΑΝ στην ανακοίνωσή του.
Η ανατιμολόγηση, για την οποία χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία για τις τιμές των φαρμάκων από 22 ευρωπαϊκές χώρες αφορά στο στάδιο αυτό φαρμακευτικά σκευάσματα, που αντιστοιχούν στο 97% της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης.
Για τα υπόλοιπα, που καλύπτουν το 3%-4% του φαρμακευτικού τζίρου η διαδικασία ανατιμολόγησης θα ολοκληρωθεί με την έκδοση διορθωτικού δελτίου τιμών, το οποίο θα τεθεί σε ισχύ από τις 27 Σεπτεμβρίου 2010.
Για τα φάρμακα αυτά το υπουργείο έκρινε ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα και έλεγχος, είτε λόγω μη ικανοποιητικών αντιστοιχίσεων, είτε εξαιτίας μη επαρκούς ενημέρωσης από τις φαρμακευτικές εταιρείες για τις διαφορετικές ονομασίες με τις οποίες κυκλοφορούν στο εξωτερικό, είτε γιατί πρόκειται για ιδιάζουσες φαρμακευτικές μορφές.